WEB_AERIAL_ANTHILI

Φωτογραφία Ν.Δ., 2008.

Η Ανθήλη στο δέλτα του ποταμού Σπερχειού

Η αεροφωτογραφία από δυτικά προς ανατολικά αναδεικνύει την ορθογώνια γεωμετρία του αγροτικού μωσαϊκού που έχει προκύψει από τα αρδευτικά κανάλια και τους δρόμους προσπέλασης για τις καλλιέργειες ρυζιού και μπαμπακιού. Στο βάθος είναι εμφανείς οι συνεχείς φυσικές διεργασίες προσχώσεων του Σπερχειού και διακρίνεται η ευμετάβλητη ακτογραμμή του Μαλιακού Κόλπου.  Στο κέντρο της φωτογραφίας βρίσκεται η Ανθήλη, στην κάτω πλευρά η Εθνική Οδός Αθήνας-Θεσσαλονίκης και στην αριστερή πλευρά η βασική αποστραγγιστική τάφρος, γνωστή ως “γερμανική”. Ενδιαφέρον έχει – στο κάτω μέρος της αεροφωτογραφίας – το φυσικό ίχνος ρέματος με πυκνή παρόχθια βλάστηση, το μόνο ίσως μη ευθύγραμμο στοιχείο του τοπίου.

Ένας παρατηρητής που πρωτοαντικρίζει ακόμη και σήμερα το τοπίο της πεδιάδας, πριν φθάσει στην Λαμία, ειδικά όταν εισέρχεται από την πύλη των Θερμοπυλών, είναι δύσκολο να μη σκεφθεί ότι το συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον επηρέασε την εγγειοβελτιωτική παρέμβαση του ανθρώπου (βλ. Εικόνα 1). Το αποδεικνύει η περιγραφή του γνωστού Άγγλου περιηγητή Έντουαρντ Ντόντγουελ (1767-1832) στις αρχές του 19ου αιώνα (βλ. Εικόνα 2):

“Αυτή είναι η θέα για κάποιον που πλησιάζει τις Θερμοπύλες από τη Λοκρίδα η οποία βρίσκεται κάτω από το όρος Κνημίς (…) Οι πολυάριθμες από τη Λοκριδική πεδιάδα μέχρι τον Μαλιακό Κόλπο εκτεινόμενες εδαφικές γλώσσες σχηματίστηκαν από την παρασυρθείσα άμμο των ποταμών που ρέουν από τα Κνημιδικά όρη προς την κοιλάδα. Μεγάλα τμήματα της πεδιάδας, όσο πιάνει το μάτι, έχουν εγκαταλειφθεί και δεν καλλιεργούνται, όπου όμως κάποιο επιμελές χέρι φροντίζει τη γη, τότε αυτή προσφέρει όλη της τη γονιμότητα, η οποία ευνοείται κατά την πλέον ευτυχή συγκυρία από ένα εξισορροπημένο κλίμα που δε γνωρίζει ούτε παγετούς ούτε έλλειψη νερού. Το νερό που κυλάει από την οροσειρά Κνημίς προς τα κάτω, διαποτίζει τη γη και ευνοεί την βλάστηση”. 

Η προσοχή του διορατικού Ντόντγουελ εστιάζεται, προφανώς, στο γενεσιουργό  στοιχείο της περιοχής, “το νερό που κυλάει”. Αν ισχύει ότι είναι ελάχιστοι οι φυσικοί πόροι που εμπλέκονται τόσο με την ιστορία του ανθρώπου όσο τα ποτάμια, το μεγάλο ποτάμι της περιοχής, ο Σπερχειός, το επιβεβαιώνει πλήρως. Δύο είναι οι φυσικές διεργασίες του Σπερχειού που έμελλε να συνδεθούν περισσότερο με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον της λεκάνης απορροής του: οι πλημμύρες και οι προσχώσεις.

Η πρώτη φυσική διεργασία συνδέεται με τις πλημμυρικές αιχμές. Ο διαφωτιστής γεωγράφος Αργύρης Φιλιππίδης σημειώνει στα 1815 ότι “το νερό ‘πνίγει’ όλο τον χρόνο το ένα τέταρτο της πεδιάδος της Λαμίας”. Μεγάλη πλημμύρα το έτος 1885 θα καταστρέψει τα σιτηρά, και με τις εκτεταμένες προσχώσεις που δημιουργεί θα αναζωπυρώσει το “αγροτικό ζήτημα” στην περιοχή. Οι τοπικές εφημερίδες “Επαρχία” και “Θάρρος”, στο μεσοπόλεμο, μιλούν συνέχεια για τις πλημμύρες, αποδεχόμενες ότι ο Σπερχειός αποτελεί συγχρόνως ευλογία και μάστιγα. Χωρίς το νερό του ποταμού δεν εξασφαλίζεται η άρδευση των χωραφιών τους θερινούς ξηρούς μήνες αλλά και οι πλημμύρες προκαλούν αμέτρητες καταστροφές στους αγρότες.

Η δεύτερη φυσική διεργασία συνδέεται με τη μεγάλη στερεοπαροχή και τη δημιουργία προσχωσιγενών εδαφών στο δέλτα του ποταμού. Για τη δημιουργία των εδαφικών αποθέσεων συνεργούν τόσο ανθρωπογενείς όσο και φυσικοί παράγοντες. Οι δεύτεροι οδηγούν σε ό,τι ένας άλλος γεωγράφος, ο R.J. Russell, αποκαλεί “περιβαλλοντικές αλλαγές από δυνάμεις ανεξάρτητες του ανθρώπου”. Μεταξύ αυτών είναι η ανύψωση της θάλασσας, στο “μεγάλο” γεωλογικό χρόνο, κατά το τέλος της παγετώδους περιόδου (70.000-10.000 π.Χ.), η οποία συνοδεύτηκε από την ενισχυμένη προώθηση αλλουβιακών ιζημάτων (βλ. Σχήμα 1). Τα τελευταία, κατά τη διάρκεια της πρώιμης Ολοκαίνου εποχής, αποτέθηκαν στα βαθύτερα σημεία της λεκάνης του Μαλιακού κόλπου. Μειουμένου του βάθους της λεκάνης, αυξήθηκε ο ρυθμός της ιζηματογενούς διαμόρφωσης του δέλτα. Ωστόσο, και αυτό αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, η επιτάχυνση των αποθέσεων είναι νεότερο φαινόμενο, συμβαίνει στο “μεσαίο” και “μικρό” χρόνο, συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, και μάλιστα τη γεωργοκτηνοτροφική. Έχουν γίνει αρκετές εργασίες με θέμα τους μετασχηματισμούς του φυσικού τοπίου της περιοχής με έμφαση, για ιστορικούς λόγους, στο “Πέρασμα των Θερμοπυλών”. Από την εξαντλητική διεπιστημονική εργασία του J.C. Kraft και των συνεργατών του συμπεραίνεται ότι,  εξαιτίας του πάχους και του εύρους των αλλουβιακών αποθέσεων, η ανθρώπινη παρέμβαση ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, τα τελευταία 5.000 χρόνια. Μεγαλύτερη βεβαιότητα υπάρχει για τις πιο πρόσφατες επιπτώσεις της ανθρώπινης δράσης. Η κοίτη του Σπερχειού, όπως δείχνει ο χάρτης του Σχήματος 2, στρέφεται προς τα νοτιοανατολικά αμέσως μετά την είσοδό της στην ευρύτερη περιοχή του δέλτα. Στη συνέχεια, ακολουθεί παράλληλη πορεία προς τις πλαγιές των Θερμοπυλών μέχρι τις εκβολές στα ανατολικά τους. Αυτή η παράδοξη, από γεωλογική άποψη, κατεύθυνση της κοίτης οφείλεται κατά τον C.C. Tziavos σε ανθρώπινη παρέμβαση. Η χρονολόγηση αυτής της παρέμβασης είναι ένα ερώτημα στην απάντηση του οποίου μπορούν να συμβάλουν η γεωγραφία και η τοπική ιστορία.

Το δέλτα του Σπερχειού συνίσταται από τρεις κλάδους που έχουν σχηματισθεί κατά τη διάρκεια διαφορετικών περιόδων, αρκετά πρόσφατα. Στο τέλος του 19ου αιώνα ο Σπερχειός είχε μόνο ένα διχαλωτό δέλτα βορείως της Αγίας Τριάδας. Συγκρίνοντας σύγχρονους τοπογραφικούς χάρτες με ένα χάρτη του 1880 οι διαφορές είναι ελάχιστες. Ο παλαιότερος χάρτης, ωστόσο, αγνοεί την ύπαρξη άλλου κλάδου του δέλτα. Ο δεύτερος (μεσαίος) διανεμητικός κλάδος εμφανίζεται στους χάρτες λίγες δεκαετίες αργότερα. Ενδεχομένως αρδευτικά συστήματα στα τέλη του 18ου ή τις αρχές του 19ου αιώνα εξέτρεψαν μια διώρυγα του ποταμού σε νέα κατεύθυνση. Ο σημαντικός περιηγητής της προεπαναστατικής περιόδου William Martin Leake (Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ) σημειώνει, σε χάρτη του 1805, μια μείζονα περιοχή ως “ορυζοχώραφα”, καθώς και μια περιοχή αλυκών κοντά στην ακτογραμμή. Συνεπώς, μάλλον η εκτροπή της κοίτης συντελέσθηκε στα τέλη του 18ου ή νωρίς τον 19ο αιώνα (βλ. Σχήμα 2), περίπου ενάμιση αιώνα πριν το εγγειοβελτιωτικό έργο των μέσων του 20ου αιώνα, για να αποφευχθούν οι καταστροφές από τις πλημμύρες και να ποτισθεί το ρύζι. Πράγματι, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψή του, ο προσεκτικός παρατηρητής Λήκ διαπιστώνει μεγάλες αλλαγές στη μορφολογία του Δέλτα. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η παρέμβαση συνδέεται με την επιτάχυνση του ρυθμού των εδαφικών αποθέσεων κατά τον 20ο αιώνα και τη συνεχιζόμενη πρόκληση μεγάλων πλημμυρών, μία εκ των οποίων, η προαναφερθείσα του 1885, θα αποτελέσει το έναυσμα έντονων εδαφικών διεκδικήσεων από ακτήμονες της περιοχής. Η έρευνα έχει υπολογίσει το ρυθμό επιτάχυνσης των αποθέσεων. Η ακτογραμμή έχει προωθηθεί προς τα ανατολικά και το Μαλιακό Κόλπο τουλάχιστον 15 χιλιόμετρα τα τελευταία 4.500 χρόνια. Ωστόσο, συγκρίνοντας χάρτες του 1880 με γεωλογικούς χάρτες και αεροφωτογραφίες του 1950, υπολογίζεται ότι το Δέλτα έχει επεκταθεί πάνω από 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα από το τέλος του περασμένου αιώνα και 4 τετραγωνικά χιλιόμετρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Είναι στο σημείο αυτό που η ιστορία της περιοχής συμπληρώνει τις γεωλογικές και γεωγραφικές ερμηνείες. Ένα χωριό, η σημερινή κοινότητα Ανθήλης, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της τοπικής ιστορίας (για την πληθυσμιακή εξέλιξη βλ. Σχήμα 3).

Η κοινότητα Ανθήλης ανήκει στην Επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου Νομού. Ο Νομός είναι κατά βάση ορεινός, με υψομετρικό εύρος από τη θάλασσα έως 2.152 μ. (Οίτη). Η Ανθήλη βρίσκεται 8 χλμ. νότια της Λαμίας, στη μέση της απόστασης των ορέων Καλλίδρομου και Όθρυος  και στην προσχωσιγενή ανατολική πλευρά της κοιλάδας του ποταμού Σπερχειού, γειτνιάζοντας με τις εκβολές του ποταμού στο Μαλιακό Κόλπο (βλέπε αεροφωτογραφία). Το υψηλότερο σημείο του κτήματος Ανθήλης βρίσκεται 6 μ. από τη θάλασσα. Η κτηματική περιοχή της Κοινότητας Ανθήλης περιλαμβάνεται στην εύφορη πεδινή γεωγραφική ενότητα που εκτείνεται νοτιοανατολικά της Λαμίας και καταλαμβάνει 36.000 στρ. από τα οποία 92,1% είναι γεωργική γη (βλ. Σχήμα 4). Η τελευταία, κατά 90,4% είναι καλλιεργούμενη και κατά 69,2% αρδευόμενη. Από το μεγάλο εγγειοβελτιωτικό έργο, του οποίου η κατασκευή άρχισε το 1949 και ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1970, αρδεύονται 18.500 στρέμματα ή 51,38% του συνόλου της γεωργικής γης όπου καλλιεργείται ρύζι (40,5%) και βαμβάκι (59,5%).

Η κτηματική περιοχή Ανθήλης είναι τμήμα μιας ευρύτερης λεκάνης συνολικής έκτασης 1.270 τετρ. χλμ. (ορεινή ζώνη) και 240 τετρ. χλμ. (πεδινή ζώνη). Διασχίζεται από το Σπερχειό Ποταμό σε ένα άξονα 60 χλμ. (από τα δυτικά προς τα ανατολικά). Φυσικά όρια της λεκάνης είναι προς βορρά  η Όθρυς (1726 μ.), βορειοδυτικά οι απολήξεις της Πίνδου, δυτικά ο Τυμφρηστός (2.315 μ.) και τα Βαρδούσια (2.432 μ.), νοτιοδυτικά η Οίτη (2.152 μ.), νότια το Καλλίδρομο (1.372 μ.), και ανατολικά ο Μαλιακός Κόλπος. Στις πλαγιές της λεκάνης απορροής επικρατούν αδιαπέραστα πετρώματα φλύσχη, ενώ 15 χείμαρροι καταλαμβάνουν 19% της υδρολογικής λεκάνης του ποταμού, το οποίο κυλάει σε δίκτυο δενδριτικής μορφής αλλά στην πεδιάδα καταλήγει σε μαιάνδρους. Η κοίτη του ποταμού, μόλις εισέρχεται στην περιοχή του δέλτα, κλίνει στα νοτιοανατολικά, όπως ήδη αναφέρθηκε. Εκτός από τα τελευταία 8 χλμ., που γίνεται πεδινό ποτάμι, ο Σπερχειός, στο μεγαλύτερο μέρος του έχει χαρακτηριστικά ορεινού χειμάρρου. Η κοίτη στα ανάντη έχει σημαντικές κλίσεις. Άρα, υπάρχουν έντονες αιχμές πλημμυρών και μεγάλη στερεοπαροχή προς τα κατάντη. Παραπόταμοί του είναι οι Ρουστανίτης, Βίστριτσα, Γοργοπόταμος, Ασωπός και Ξεριάς. Η ροή του Ξεριά έχει εκτραπεί στην αντιπλημμυρική τάφρο (βλέπε αεροφωτογραφία), τη λεγόμενη “γερμανική”. Η παροχή του Σπερχειού εξυπηρετεί το σύγχρονο αρδευτικό δίκτυο της Ανθήλης. Στο βορρά της λεκάνης απορροής κυριαρχούν οι ξερικές καλλιέργειες, ενώ στη νοτιο-ανατολική το ποτάμι αρδεύει τις εντατικές καλλιέργειες. Στο δέλτα δημιουργούνται από τις προσχώσεις νέες εκτάσεις και λόγω του ξηρού κλίματος και της υψηλής στάθμης του νερού σχηματίζονται παθογενή, αλατούχα εδάφη (βλ. Εικόνα 3). Αυτή η παθογένεια απαντάται σε όλη την παραλιακή ζώνη της λεκάνης του Σπερχειού, στις κοινότητες Ροδίτσας, Ανθήλης, Θερμοπυλών και Αγίας Τριάδας. Στις εκβολές η γη μπορεί να θεωρηθεί άγονη, αλατούχα, και αλατουχοαλκαλιωμένη, σχηματιζόμενη από τις αλλουβιακές προσχώσεις του ποταμού ο οποίος τελικώς εκβάλλει στον Μαλιακό. Κατά μήκος των δυτικών και νοτίων ακτών του Μαλιακού Κόλπου  εκτεταμένα αλοέλη καταλαμβάνουν το 1/10 της επιφάνειάς του. Η παρουσία των αλοελών συνδυάζεται με έντονα παλιρροϊκά φαινόμενα της μείζονος περιοχής και ιδιαιτέρως του γειτνιάζοντος πορθμού του Ευρίπου.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους η ιστορία της Ανθήλης μπορεί να διακριθεί σε τέσσερις περιόδους. Η πρώτη διήρκεσε από το 1833 μέχρι το 1848. Ο πρώτος οικισμός αναφέρεται ως Ιμίρμπεη. Ανήκει στο Δήμο Λαμιέων από τον οποίο θα αποσπασθεί το 1912 ως κοινότητα. Το 1927 θα ονομασθεί Ανθήλη, από την αρχαία πόλη της Πυλαίας (της μετέπειτα Δελφικής αμφικτιονίας), στο στενότερο ΒΔ τμήμα, όπου αρχίζει το πέρασμα των Θερμοπυλών. Το Τουρκικό όνομα προέρχεται μάλλον από Οθωμανό αξιωματούχο της αγροτικής περιοχής της Αλαμάνας, τον Emir-Bey. Οι αδελφοί Τσάλλη, έμποροι στη Βιέννη και το Μοναστήριο, καταγόμενοι από την Κορυτσά της Β. Ηπείρου, μετά την υπαγωγή της Φθιώτιδας στο ελληνικό κράτος αγοράζουν και εγκαθίστανται στο “τσιφλίκι” Emir-Bey. Δεν θα αργήσουν να έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των εκμεταλλευτικών σχέσεων αγροληψίας και των εθνοφυλετικών διαφορών μεταξύ “κουτσόβλαχων” και “χωρικών”, “γεωργών” και “κτηνοτρόφων”, οι οποίες  διαγράφουν ένα σκηνικό συνεχών τοπικών συγκρούσεων.

Η δεύτερη περίοδος, από το 1848 μέχρι το 1932, χαρακτηρίζεται από βίαιες συγκρούσεις με επίκεντρο τη διεκδίκηση της γης, οι οποίες προϊόντος του χρόνου απηχούν τις γενικότερες επιπτώσεις της μεγάλης αγροτικής μεταρρύθμισης του Μεσοπολέμου. Είναι η εποχή κατά την οποία υποχωρεί η συμπληρωματική σχέση τσιφλικιού και τσελιγκάτου, κυρίαρχο ακόμα παραγωγικό σχήμα στον φθίνοντα 19ο αιώνα, και αναδεικνύεται ως επικρατούσα εγγειοδιαρθρωτική δομή η μικρή οικογενειακή γαιοκτησία (βλ. Σχήμα 5). Κάτω από αυτές τις πιέσεις οι αδελφοί Τσάλλη αποφασίζουν τη διανομή των κτημάτων και οι νέοι ιδιοκτήτες, μέλη της οικογενείας τους, αρχίζουν να καλλιεργούν μέχρι τον αιγιαλό του Μαλιακού Κόλπου. Από το τέλος του 19ου αιώνα οι κολλήγοι διεκδικούν βίαια τις προσχωσιγενείς εκτάσεις, τις οποίες θεωρούν καταπατημένες. Η διαπλάτυνση των επίμαχων εκτάσεων οφείλεται στην επιτάχυνση των δελταϊκών αποθέσεων, εξαιτίας – όπως προαναφέρθηκε – πρώιμων εγγειοβελτιωτικών έργων και μεγάλων πλημμυρών. Μετά το 1912 οι κληρονόμοι του Ηρακλή Τσάλλη εκποιούν το κτήμα, κυρίως στους επιστάτες τους, και δεν θα επιστρέψουν ως διεκδικητές γης παρά στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Απέναντι σε όλες αυτές τις διενέξεις το κράτος θα τηρήσει αμφιλεγόμενη στάση, όπως άλλωστε και κατά τις απαλλοτριώσεις της αγροτικής μεταρρύθμισης και κατά τον αναδασμό του 1972.

Κατά την τρίτη περίοδο, που διαρκεί από το 1932 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι εξελίξεις στην περιοχή είναι σημαντικές. Οι αγρότες ζητούν πιεστικά  τη διευθέτηση της κοίτης του Σπερχειού. Τελικά το αίτημα υλοποιείται με την ενεργό συμμετοχή της Αμερικανικής Αποστολής του Σχεδίου Μάρσαλ (Marshall) για Βοήθεια στην Ελλάδα (AMAG) (βλ. Εικόνα 4). Το εγγειοβελτιωτικό έργο του Σπερχειού (άρδευση και αποστράγγιση) και ο αναδασμός της γης εντάχθηκαν στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της ελληνικής γεωργίας μετά τις καταστροφές  που επισώρευσαν η Αντίσταση και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Το εγγειοβελτιωτικό έργο εξυγίανσης των παθογενών εδαφών (βλ. Εικόνα 5) άρχισε το 1949, με την άρδευση των ορυζώνων της Ανθήλης. Η ορυζοκαλλιέργεια θα επιτρέψει τη μεγάλη αύξηση των αρδευομένων εκτάσεων (βλ. Εικόνα 6). Συγχρόνως, ως εμπορευματική καλλιέργεια οδήγησε στην πρώτη εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής στην περιοχή. Ο Οργανισμός Βάμβακος στη δεκαετία του 1970 προώθησε υβρίδια υψηλών αποδόσεων. Το βαμβάκι απαιτούσε περισσότερη εργασία από το ρύζι και επέτρεπε μεγαλύτερες δυνατότητες εκμηχάνισης. Οκτώ χρόνια αργότερα το βαμβάκι καλλιεργείται σε περισσότερες εκτάσεις από το ρύζι (βλ. Εικόνες 7 και 8). Μετά το 1981 οι υψηλές επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθιστούν την πλήρως μηχανοποιημένη βαμβακοπαραγωγή κύρια δραστηριότητα στην περιοχή (βλ. Πίνακα 1), αποφέροντας υψηλά εισοδήματα στην τοπική οικονομία αλλά και πιέσεις στον περιβαλλοντικά ευάλωτο υγρότοπο της παράκτιας ζώνης.

Η τέταρτη περίοδος, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα, συμπίπτει με την συνεχή ανάπτυξη της γεωργίας και τη συνακόλουθη μεγέθυνση του αγροτικού εισοδήματος. Η ευημερία της Ανθήλης, η οποία αποκτά χαρακτηριστικά προαστίου της Λαμίας, αποτυπώνεται στην οικοδομική δραστηριότητα, τα εμπορικά καταστήματα και τα κέντρα ψυχαγωγίας. Μοχλός των εξελίξεων οι υψηλές επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής κυρίως για τη βαμβακοκαλλιέργεια, η οποία καταλαμβάνει τις γονιμότερες εκτάσεις μέχρι του ορίου της ζώνης των ορυζώνων  που εκτείνεται προς τις παράκτιες παθογενείς περιοχές (βλέπε αεροφωτογραφία), τις οποίες και σταδιακά εξυγιαίνει. Όμως, οι συνεχείς αναθεωρήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, μετά το 1992 και ειδικότερα το 2003, μειώνουν δραματικά τις ενισχύσεις των τιμών που απολάμβαναν οι γεωργοί και τις αποσυνδέουν από το ύψος της παραγωγής. Δεν επιδοτείται δηλαδή η αύξηση της παραγωγής αλλά, ανεξαρτήτως αυτής, ενισχύεται με ορισμένο ποσό το γεωργικό εισόδημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η άλλοτε προσοδοφόρος αγροτική οικονομία της Ανθήλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής του δέλτα του Σπερχειού, ενώ ήταν στραμμένη στις επιδοτούμενες μονοκαλλιέργειες  βαμβακιού, σιταριού, ρυζιού και μηδικής, αναγκάζεται πλέον να αναζητήσει, ενδεχομένως και εκτός γεωργίας, λύσεις προσαρμοσμένες στο ανταγωνιστικό πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου γεωργικών προϊόντων κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Λ.Λ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ασδραχάς, Σ. (1984) “Αρδεύσεις και καλλιέργειες”, Τα Ιστορικά, 2, σσ. 235-252.

Dodwell, Ε. (1819) A Classical and Topographical Tour through Greece during the Years 1801, 1805 and 1806, London: Rodwell and Martin.

Kraft, J. C., Rapp, G., Szemler, G. J., Tziavos, C., Kase, E. W. (1987) “The Pass at Thermopylae”, Journal of Field Archaeology, 14 (2), pp. 181-198.

Larson, E. E., Birkeland, P. W. (1982) Putnams Geology, Oxford: Oxford University Press.

Louloudis, L., Martinos, N., Panayiotou, A. (1989) “Patterns of agrarian change in East Central Greece: The case of Anthili Community”, Sociologia Ruralis, 19 (1), pp. 49-66.

Tziavos C. C. (1977) Sedimentology, ecology and paleogeography of the Sperchios Valley and Maliakos Gulf, Greece, MSc thesis, University Delaware.