WEB_AERIAL_NAUPAKTOS

Φωτογραφία Ν.Δ., 2002.

Ναύπακτος, το συμβολικό και το πραγματικό τοπίο

Στην αεροφωτογραφία της κεντρικής περιοχής διακρίνεται ο κατάφυτος λόφος με το μεσαιωνικό κάστρο και ο οχυρωμένος λιμένας. Διακρίνονται επίσης τα τείχη που όριζαν την παλαιά πόλη. Στο βάθος οι νέες επεκτάσεις, ενώ δεξιά η κυκλοφοριακή παράκαμψη της πόλης με τις έντονες χωματουργικές επεμβάσεις.

Η σύγχρονη Ναύπακτος συνδέεται συμβολικά με την ανάμνηση ενός σπουδαίου ιστορικού γεγονότος, την περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου, αλλιώς Lepanto (1571), όπου ο οθωμανικός στόλος νικήθηκε από τη χριστιανική σύμπραξη Βενετών, Γενοβέζων, Ισπανών και Παπικών (βλ. Εικόνα 1). Στην πραγματικότητα, όχι μόνο μάταια σήμερα αναζητά κανείς το οπτικό αντίκρισμα ενός τέτοιου συμβάντος στο περιβάλλον της πόλης, αλλά επιπλέον ακόμα και η συσχέτιση είναι λανθασμένη καθώς η ναυμαχία αποδεικνύεται πως έγινε σε άλλο σημείο, στις Εχινάδες νήσους.

Η σημασία πάντως της στρατηγικής θέσης της Ναυπάκτου στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, με μικρό αλλά ασφαλές λιμάνι και ιδανικά οχυρωμένη ακρόπολη από πάνω του, φαίνεται από την πλούσια σύγχρονη ιστορία της, με εναλλαγές Βενετών και Τούρκων από τα τέλη του 11ου αιώνα ως το 1829. Οι κατά καιρούς κυρίαρχοι της πόλης φρόντιζαν να βελτιώσουν και να επεκτείνουν τα αμυντικά τείχη της, από τις οχυρώσεις στα ψηλότερα, απρόσιτα σημεία της τοπογραφίας ώς τους βραχίονες στο περίγραμμα του λιμανιού (βλ. Εικόνες 2 και 3). Οι απότομες κλίσεις στα ψηλότερα σημεία και η σταδιακή εξομάλυνση του εδάφους ως την παραλία επέβαλαν ένα σύστημα βαθμιδωτών οχυρώσεων, που διαχώριζε τη στενόμακρη αρχικά πόλη σε πέντε επιμέρους εγκάρσιους τομείς με πύλες επικοινωνίας. Από τους ανώτερους τομείς της οχύρωσης, μόνο ο δεύτερος, το Νεόκαστρο, κατοικείται ακόμα.

Στη σημερινή της μορφή, η Ναύπακτος έχει προ πολλού - με το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο του 1837 - χάσει το αρχικό της σχήμα, έχοντας επεκταθεί ανεξέλεγκτα πέρα από τα τείχη, καταλαμβάνοντας πεδινές εκτάσεις ανατολικά και δυτικά από τον ιστορικό πυρήνα με μια απροσδιόριστη νεοελληνικού τύπου ανάπτυξη (βλ. Εικόνα 4). Τα τείχη λειτουργούν ως έντονο διαχωριστικό στοιχείο ανάμεσα σε παλιά και νέα πόλη, χωρίς όμως παράλληλα να έχουν ποτέ αναγνωριστεί ως σημαντικό στοιχείο της πόλης από τους κατοίκους. Αυτού του είδους η "άγνοια" απηχεί την κοινή αντίληψη ότι τα τείχη, όπως και η συνακόλουθη προστασία των μνημειακών καταλοίπων της Ναυπάκτου, αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη του οικισμού ή τουλάχιστον δεν είναι υπόθεση των κατοίκων (βλ. Εικόνα 4).

Οι τέτοιου είδους αντιλήψεις αφενός απηχούν τη σύνθεση του πληθυσμού: μόνιμοι κάτοικοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους, με περιορισμένη μάλιστα διείσδυση τουριστικών δραστηριοτήτων, άρα χωρίς ουσιαστικά κίνητρα αξιοποίησης της "αρχιτεκτονικής κληρονομιάς", που προστατεύεται από τις κεντρικές υπηρεσίες (βλ. Εικόνες 5 και 6). Αφετέρου, δείχνουν την αμηχανία απέναντι σε έλλειψη εναλλακτικών λύσεων από μια τοπική οικονομία περιορισμένης εμβέλειας, που συντηρεί μια νοοτροπία αδιαφορίας απέναντι σε οτιδήποτε δεν είναι άμεσα "χρήσιμο". Με αυτή τη νοοτροπία έχουν εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί όσα μνημεία περιλαμβάνονται στο χαμηλότερο, παραθαλάσσιο τμήμα του οικισμού, που δέχεται τις ισχυρότερες πιέσεις ανάπτυξης. Οι ανατροπές αυτές συμβαίνουν στο πείσμα κανονισμών που ελέγχουν τη δόμηση όχι μόνο ως προς τα ύψη (7,5μ. συν στέγη) αλλά και ως προς τη μορφολόγηση νέων κτισμάτων ("παραδοσιακά" υλικά και αναλογίες κατασκευών).

Ιδωμένο από μεγαλύτερη απόσταση, το τοπίο της Ναυπάκτου σήμερα παρουσιάζει μια εικόνα χαρακτηριστική της αμήχανης συνύπαρξης των ιστορικών κατάλοιπων με τη σύγχρονη πόλη. Ο ιστορικός πυρήνας ασφυκτιά φορτωμένος με κυκλοφοριακά προβλήματα (βλ. Εικόνα 7) - η διέλευση της εθνικής οδού αναγκαστικά με δύο χωριστούς κλάδους, που όλοι μοιάζουν να επιθυμούν, είναι ίσως το κυριότερο - ενώ είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει τον παλιό ιστό απλά ως πλέγμα ακανόνιστων στενών δρόμων. Αντίστοιχα, το ανώτερο, αδόμητο τμήμα του οικισμού είναι σήμερα πνιγμένο στο πράσινο, ύστερα από σχετική πρωτοβουλία της δεκαετίας του 1910, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται τα διατειχίσματα του κάστρου και να είναι πλέον αδύνατο να το επισκεφθεί κανείς. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η Ναύπακτος δεν μπορεί να διατηρήσει την ιστορική της υπόσταση απτή και ενταγμένη στην καθημερινότητα, οπότε για άλλη μια φορά, όπως και με την ομώνυμη ναυμαχία, θα πρέπει κανείς περισσότερο να την φανταστεί παρά να περιμένει να την δει στην πραγματικότητα.

Δ.Φ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Βαρδακουλάς, Ι. (1993) "Μια περιγραφή της Ναυπάκτου το 1874, από τον περιηγητή Ludwig Salvator", Ναυπακτιακά, περ. έκδ. Εταιρίας  Ναυπακτιακών Μελετών, τόμ. ΣΤ΄.

Γιαννακοπούλου, Ε. (1993) "Η βενετοκρατούμενη Ναύπακτος (1687-1701)", Ναυπακτιακά, περ. έκδ. Εταιρίας Ναυπακτιακών Μελετών, τόμ. ΣΤ΄.

Κολοβού, Χ. (1997) Ναύπακτος: Ιστορία και ιδιαιτερότητες μιας καστροπολιτείας, αδημοσίευτη σπουδαστική διάλεξη, επιβλ. Δ. Φιλιππίδης, Τομέας ΙΙ, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

Κωνστάντιος, Δ. (1993) "Ναύπακτος, προβλήματα προστασίας μιας ιστορικής πόλης", Ναυπακτιακά, περ. έκδ. Εταιρίας Ναυπακτιακών Μελετών, τόμ. ΣΤ΄.

Λουκάτος, Σ. (1993) "Η Ναύπακτος στην αρχή της απελευθέρωσής της από τον οθωμανικό ζυγό", Ναυπακτιακά, περ. έκδ. Εταιρίας Ναυπακτιακών Μελετών, τόμ. ΣΤ΄.

Μαρίνου, Γ. Χ. (1985) "Η αρχιτεκτονική της Ναυπάκτου κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία", Ηπειρωτικά Χρονικά, τόμ. 27.

Πετρονώτης, Α. (1993) "Τα οθωμανικά αρχιτεκτονήματα της Ναυπάκτου", Ναυπακτιακά, περ. έκδ. Εταιρίας Ναυπακτιακών Μελετών, τόμ. ΣΤ΄.

 

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία