WEB_AERIAL_FAROI.AKROTENARO

                                                                                             Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

Ο φάρος του Ακροταίναρου και το δίκτυο των ελληνικών φάρων

Ο φάρος του Ακροταίναρου δεσπόζει στο συγκλονιστικό τοπίο, στο σημείο όπου η Μάνη και ο Ταΰγετος σβήνουν με μία αιχμηρή βραχώδη άκρη στο πέλαγος. Η σχεδόν μόνιμη τρικυμία και ο άνεμος εμποδίζουν την προσέγγιση από τη θάλασσα. Στην αεροφωτογραφία διακρίνεται, σε μια σπάνια στιγμή ηρεμίας του καιρού, ο αυχένας του ακρωτηρίου, επάνω στον οποίο ελίσσεται το στενό μονοπάτι που συνδέει τον φάρο με το αγκυροβόλιο του Πόρτο Κάγιο. Δεξιά ανοίγεται ο Λακωνικός κόλπος, αριστερά ο Μεσσηνιακός. Το Πόρτο Κάγιο βρίσκεται σε απόσταση μισής ώρας πεζοπορίας προς τα βορειοανατολικά, πίσω από τη χαμηλή κορυφή που προβάλει στον ορίζοντα, στα δεξιά της εικόνας.

Ο φάρος κτίστηκε το 1882 και λειτούργησε το 1887 (βλ. Σχήμα 1). Ανήκει στη δεύτερη γενιά των ελληνικών φάρων και είναι ο πλέον σημαντικός  από τους τρεις που υπάρχουν στη Μάνη. Βρίσκεται επάνω σε ένα από τα πολυσύχναστα θαλάσσια περάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, εκεί όπου οι ναυτικοί δρόμοι του Αιγαίου συγκλίνουν στην καμπή προς την Αδριατική (βλ. Εικόνα 1). Οι άλλοι δύο φωτίζουν τον εσωτερικό μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου από τις Κιτριές  και την είσοδο του λιμανιού του Γυθείου.

Η βάση του πύργου στο Ακροταίναρο βρίσκεται σε υψόμετρο 25 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Το ύψος του είναι 16 μέτρα και η ακτινοβολία του φθάνει στα 22 ναυτικά μίλια. Στην εικόνα διακρίνεται το ορθογώνιο φαρόσπιτο”, στη βάση του κτιρίου, ο πύργος, και ο κλωβός με το οπτικό μηχάνημα. Η αρχιτεκτονική του φάρου ακολουθεί τη διαδεδομένη τυπολογία των φάρων της εποχής του. Πρόκειται για μία ιδιότυπη, εκλεκτικιστική βιομηχανική αρχιτεκτονική με καθαρά γεωμετρικά σχήματα, και λίγα διακοσμητικά στοιχεία σε συνδυασμούς του μέταλλου και της πέτρας (βλ. Εικόνα 2).

Το ελληνικό φαρικό δίκτυο διαθέτει σήμερα  1.188 φάρους και φανούς. Από αυτούς, οι 431 είναι φάροι που καλύπτουν τη ναυσιπλοΐα της ανοιχτής θάλασσας και οι 757 σημαίνουν λιμάνια ή υφάλους. Το δίκτυο δημιουργήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και αρχικά συγκροτήθηκε σε τρεις μεγάλες ενότητες (βλ. Σχήμα 2).

Η παλαιότερη ενότητα αποτελείται από τους φάρους του Ιονίου Πελάγους. Κατασκευάστηκαν από την αγγλική διοίκηση των Επτανήσων, με πρώτο το φάρο της Ακρόπολης στο Κάστρο της Κέρκυρας το 1822 και τελευταίο το φάρο στο Μουδάρι των Κυθήρων το 1859. Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, για πολλά χρόνια η ανέγερση φάρων αποτελούσε μέλημα των τοπικών κοινωνιών και των αρχών τους. Κατά τις πρώτες δεκαετίες συνεχίστηκε η παράδοση των προηγούμενων αιώνων, όπου περιορισμένος αριθμός  ναυτικών κυρίως κοινοτήτων φρόντιζαν τη σήμανση των λιμανιών τους. Ο πρώτος ελληνικός φάρος, με τη σύγχρονη σημασία του όρου και της λειτουργίας, κτίστηκε στη νησίδα Γάιδαρος έξω από το λιμάνι της Ερμούπολης το 1834. Τα προηγούμενα χρόνια λειτουργούσαν φανοί, σε πρόχειρες κατασκευές, στις εισόδους των λιμανιών της Αίγινας, των Σπετσών, του Πειραιά και της Τζιάς. Το παράδειγμα της Ερμούπολης ακολούθησαν σύντομα τα περισσότερα νησιά του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων (βλ. Εικόνα 3), όπως και ο Πειραιάς.

Μία άλλη ενότητα φάρων (βλ. Σχήμα 2) κτίστηκε στις ακτές του Αιγαίου από την οθωμανική διοίκηση. Κατασκευάστηκαν από τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων μεταξύ των ετών 1861 και 1912 και κάλυψαν τις ακτές και τα λιμάνια της Μακεδονίας, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τις κρητικές ακτές. Σε λίγες περιπτώσεις, όπως στο Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης και στα λιμάνια της Χίου και της Μυτιλήνης, πήραν τη θέση προβιομηχανικών φάρων που λειτουργούσαν από τον 18ο ή τον πρώιμο 19ο αιώνα.

Στο τέλος του 19ου αιώνα, το ελληνικό φαρικό δίκτυο αριθμούσε περίπου 50 σημεία στο Αιγαίο και το Ιόνιο (βλ. Σχήμα 2 και Εικόνα 4). Το οθωμανικό δίκτυο αριθμούσε άλλα 35 σημεία. Το 1910 αναδιοργανώθηκε από τον Στ. Λυκούδη η Φαρική Υπηρεσία και το δίκτυο σταδιακά ενοποιήθηκε, αποκτώντας τη δομή που διατηρεί έως σήμερα. Το 1940, στα ελληνικά νερά (εκτός των Δωδεκανήσων) λειτουργούσαν 331 φάροι και φανοί, ενώ το 1944, εξαιτίας των καταστροφών από τον πόλεμο, μόλις 28 φάροι βρίσκονταν σε κατάσταση λειτουργίας.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας οδήγησε στην αυτοματοποίηση των φάρων και στη συνεχή μείωση του αριθμού των φαροφυλάκων. Από τους 1.118 φάρους και φανούς, μόλις 50 φάροι σε όλη την Ελλάδα συνεχίζουν να είναι επιτηρούμενοι. Στους περισσότερους πύργους, οι μεταλλικοί κλωβοί και τα οπτικά της αρχικής κατασκευής έχουν αντικατασταθεί με νεότερους τεχνολογικά μηχανισμούς. Πρώτα η τεχνολογία των ραδιοφάρων και των ραντάρ και στη συνέχεια η δορυφορική πλοήγηση, άλλαξαν τις δυνατότητες  πλεύσης και διόπτευσης των ακτών. Παρά τις μεγάλες αλλαγές, σώζονται περισσότερα από 110 κτίρια της ιστορικής περιόδου των φάρων, όπως και αρκετά από τα παλιά οπτικά μηχανήματα. Η δε τεχνολογική εξέλιξη δεν πέτυχε ακόμη να αχρηστεύσει την ανάγκη χρήσης του οπτικού σήματος που εκπέμπουν οι φάροι στα πλοία.

Ν.ΜΠΕΛ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Επτά Ημέρες - Καθημερινή (1995) Αφιέρωμα "Ελληνικοί παραδοσιακοί φάροι", 13 Αυγούστου.

Λυκούδης, Στ. (1917-18) Ιστορικόν περί των ελληνικών φάρων από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον, Αθήνα: Τυπογραφείον Εστία.

Μπελαβίλας, Ν. (2001) "Φάροι και φωτεινά σήματα για τη ναυτιλία στο Αιγαίο (15ος-19ος αιώνας)", Επικοινωνίες και μεταφορές στην προβιομηχανική περίοδο. ΙΑ' Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, Κάστρο Μονεμβασιάς, 23-26 Ιουλίου 1998, Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.

Παπαγεωργίου, Γ. (1996) Ελληνικοί πέτρινοι φάροι, Αθήνα: Εκδόσεις Άμμος.

TICCIH (2000) Transactions, 10th International Conference, "Maritime Technologies", Thessaloniki, June 1997, Athens.

 

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία