WEB_AERIAL_KERKYRA

Φωτογραφία K.B., 2000.

WEB_MAP_KERKYRA

Η ιστορικότητα του αστικού τοπίου της Κέρκυρας

Στην αεροφωτογραφία διακρίνουμε την επιμονή της βλάστησης και τη διείσδυσή της μέσα στον κατοικημένο χώρο, μέσα στα τείχη, μέσα στο Παλιό Φρούριο, το οποίο βλέπουμε στο πρώτο πλάνο της φωτογραφίας. Την παλιά τειχισμένη πόλη, μπροστά του, αρχικά αποτελούσαν μερικοί συνοικισμοί κτισμένοι σε υψώματα. Το χωρικό αυτό διάστημα τειχίστηκε αργότερα, μετά τον 16o αιώνα, και επεκτάθηκε κι εκτός των τειχών μετά τον 19o αιώνα για να ενωθεί με τα προάστια κατακτώντας, κι άλλο, τη φύση. Στη χερσόνησο του Παλιού Φρουρίου διακρίνουμε το ανάγλυφο του εδάφους, που ακόμα και σήμερα υπενθυμίζει ότι η περιοχή στην οποία είναι κτισμένο, αλλά και η σημερινή παλιά πόλη, χαρακτηρίζονταν από το έντονο και απόκρημνο ανάγλυφο, από τον συνδυασμό της δασωμένης φύσης και των βράχων από ασβεστίτη. Αργότερα, τον 16o αιώνα, θα ανοιχτεί και μια διώρυγα που θα αποκόψει εντελώς τη χερσόνησο, καθιστώντας τη δεύτερη νήσο.

Το Παλιό Φρούριο είναι η πόλη της Κέρκυρας, τουλάχιστον μέχρι το 1537, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της χαρτογραφίας (βλ. Εικόνες 1 και 2), αλλά και  τις πολυάριθμες αρχειακές μαρτυρίες και τα τοπωνύμια, όπως το Δρακοχώρι (σημερινός λόφος των Αγίων Πατέρων), το λόφο του Αγίου Αθανασίου, τη Σπηλιά ή Εμπορείον, το Οβριοβούνι (το σημερινό Καμπιέλλο). Η ίδρυση, άλλωστε, πολυάριθμων συναδελφικών εκκλησιών κατά τον 16o αιώνα, έξω από το Παλιό Φρούριο, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι η περιοχή κατοικείτο από ευκατάστατους ιδιοκτήτες που είχαν κάποιο λόγο στα πολιτικά πράγματα της πόλης τους. Στο Παλιό Φρούριο κατοικούσαν, εκτός από τις βενετικές αρχές και τη φρουρά, οι “Καστρινοί”, οι δυνατότεροι από τους πολίτες, αλλά και οι φεουδάρχες βαρόνοι.

Από το 1537 και μετά αλλάζει τόσο η λογική των οχυρώσεων όσο και η λογική του σχεδιασμού των πόλεων. Οι Βενετοί είναι κυρίαρχοι της πόλης και οι σχεδιαστές του αμυντικού συστήματος επιθυμούν αφενός να μετατρέψουν τη φύση σε ένα έργο τέχνης και, αφετέρου, να καταστήσουν την άμυνα της πόλης πιο λειτουργική, μπροστά μάλιστα και στη γενικευμένη χρήση του πυροβολικού. Οι παλιοί πύργοι, εύκολος στόχος για το νέο όπλο, θα κατεδαφιστούν και θα αντικατασταθούν από προμαχώνες και τάφρους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το Παλιό Φρούριο – που  τώρα περιορίζεται στην αμυντική λειτουργία – και να εγκατασταθεί έξω από αυτό, αυξάνοντας την οικιστική πύκνωση του προαστίου. Το χθεσινό Εξωπόλιον, το προάστιο, γίνεται πόλη που τώρα πρέπει να τειχιστεί ολόκληρη για την προστασία της. Αν και τα έργα του τειχισμού της νέας αυτής πόλης αρχίζουν μετά το 1542, η μορφή που παίρνουν τα τείχη (και η οποία διασώζεται έως σήμερα) δεν ολοκληρώνεται μέχρι το 1638, αν τουλάχιστον κρίνουμε από τους χάρτες της εποχής (βλ. Εικόνες 1 και 2).

Η σημερινή μορφή της πόλης έχει παγιωθεί πάντως το 1704, αφού διακρίνουμε σε ένα χάρτη (βλ. Εικόνα 3) ότι ο τειχισμός έχει ολοκληρωθεί. Η τειχισμένη πλέον πόλη οροθετεί νέα προάστια με βιοτεχνικές και καλλιεργητικές λειτουργίες (καμίνια, αλιεία, λαχανόκηποι) τόσο στα νότια, τα προάστια του Σαρόκου  και της Γαρίτσας, όσο και δυτικά, στο Μαντούκι. Προάστια που υπήρξαν και πρώτος χώρος υποδοχής των πολυάριθμων προσφύγων που καταφτάνουν από την ηπειρωτική ακτή ή από άλλα νησιά, ανάλογα με τις πολιτικές διακυμάνσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και από  άλλα μέρη της βενετικής επικράτειας, όπως π.χ. από την Κρήτη. Ο τειχισμός της πόλης, που την κατέστησε περίφρακτη και εντυπωσιακά οχυρωμένη και ολοκληρώθηκε κατά τον 18o αιώνα με τα αμυντικά μέτρα του στρατάρχη Σχούλεμπουργκ, θα διατηρήσει τη μορφή του – παρά κάποιες γαλλοαγγλικές τροποποιήσεις – έως τα μέσα του 19ου αιώνα (βλ. Σχήμα 1). Από τότε και μετά η πόλη θα ασφυκτιά και θα ψάχνει τρόπους να βγει από τα τείχη της. Θα κατεδαφιστούν οι βενετικές πύλες (η Πόρτα Ρεάλα το 1892 και η Πόρτα Ρεμούντα το 1847 - έργα τέχνης της βενετικής περιόδου), και θα πολλαπλασιαστούν οι οικισμοί στις παρυφές των τειχών· θα κατοικηθεί ακόμα κι ένα μέρος των τάφρων των οχυρωματικών έργων. Οι βομβαρδισμοί του 1944 θα καταστρέψουν ένα σημαντικό αριθμό κτιρίων μέσα στην παλιά πόλη, και θα αραιώσουν τον οικιστικό της ιστό. Ορισμένοι δρόμοι που διανοίχτηκταν στη συνέχεια, για να "αναπνεύσει" η πόλη, αλλοίωσαν ουσιαστικά την προηγούμενη μορφή της.

Η περιοχή πάνω στην οποία κτίστηκε η παλιά πόλη ήταν γεμάτη λόφους που σήμερα είναι δυσδιάκριτοι και μόνο στο πεδίο μπορεί να τους αναγνωρίσει κανείς: Καμπιέλλο (παλ. Οβριοβούνι – βλ. Εικόνα 4), λόφος των Αγίων Πατέρων, λόφος του Αγίου Αθανασίου, λόφος του Αγίου Μάρκου (σημ. Νέο Φρούριο – βλ. Εικόνα 5). Αυτοί οι λόφοι είχαν υποδεχτεί και τους πρώτους οικισμούς έξω από το Παλιό Φρούριο. Στα σημεία που ενώνονταν μεταξύ τους σχηματίστηκαν και οι σημαντικότερες οδικές αρτηρίες και οι πλατείες της πόλης, ενώ καταλήφθηκαν από κατοικίες και τα ανοίγματα ή ισιώματα που σχηματίζονταν ανάμεσά τους.

Αμυντική τοποθεσία η Κέρκυρα, υπήρξε, όπως ειπώθηκε, και τόπος υποδοχής  ξένων κατοίκων, πολλοί από τους οποίους δεν διοχετεύτηκαν στο εσωτερικό του νησιού αλλά παρέμειναν στην πόλη. Αυτοί ήταν, κυρίως, οι έμποροι από την Ήπειρο και, λιγότερο, από τη Μακεδονία, που τον 19ο αιώνα αποτελούσαν μια σημαντική ομάδα του πλούσιου πληθυσμού της πόλης (βλ. Εικόνα 6). Η πόλη, άλλωστε, απετέλεσε αυτόν τον αιώνα και ένα σημαντικό πολιτικό και οικονομικό κέντρο, αντίθετα με την περίοδο της βενετοκρατίας όταν ήταν περισσότερο τόπος συγκέντρωσης του αγροτικού πλεονάσματος (κυρίως του λαδιού) και προώθησής του στη Βενετία (οι κερκυραίοι Εβραίοι διέπρεψαν σ’ αυτό). Υπήρξε επίσης και έδρα των βενετικών δυνάμεων της Ανατολής, που υπενθύμιζαν, ωστόσο, την παρουσία τους με λαμπρές τελετές. Πολιτικό και κοσμοπολίτικο κέντρο έγινε η Κέρκυρα όταν εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν η πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτους (1815) και μετατράπηκε σε έδρα των πολυάριθμων υπαλλήλων του, ντόπιων και ξένων.

Τα παραπάνω στοιχεία – φυσικά, αμυντικά, πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά – και τα ίχνη τους, όπως αποτυπώνονται μέχρι σήμερα, συνιστούν και την ιστορικότητα του κερκυραϊκού τοπίου και την αίσθηση της ιστορικής πόλης που αποπνέει η Κέρκυρα (βλ. Εικόνα 7). Αίσθηση που καθιέρωσε δυο ακόμα ιδιότητες: την τουριστική - αφού η πόλη περιλήφθηκε νωρίς στις περιηγητικές προτιμήσεις και ευαισθησίες των ταξιδιωτών - και την πολιτιστική, αφού ανταποκρίθηκε στα κριτήρια της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας ώστε να καταταχθεί στις προστατευόμενες πόλεις της Ουνέσκο (βλ. Εικόνα 8).

Ν.Ε.Κ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Βροκίνης, Λ. (1973) “Ο επί Ενετοκρατίας τειχισμός του κερκυραϊκού άστεως (1576-1588) και η Βασιλική Πύλη”,  ανατύπωση, Κερκυραϊκά Χρονικά, 17, σσ. 359-374.

Καραπιδάκης, Ν. (2000) “Η ποιητική της πόλης”, Τα Ιστορικά, 17/32, σσ. 11-59.

Καραπιδάκης, Ν. (2001) “Οδωνυμικά: αστικές επικοινωνίες και αστικές καταστάσεις”, Επικοινωνίες και μεταφορές στην προβιομηχανική περίοδο: ΙΑ΄ Συμπόσιο ιστορίας και τέχνης, Κάστρο Μονεμβασιάς, 23-26 Ιουλίου 1998, Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σσ. 129-135.

Λινάρδος, Γ. (1962) “Η ιστορική εξέλιξη της πόλης της Κέρκυρας”, Κερκυραϊκά Χρονικά, 9, σσ. 39-60.

Navari, L., Καραπιδάκης, Ν., Αρβανιτάκης, Δ., Κακλαμάνης, Σ., Κραντονέλλη, Α., Μελάς, Β. (2007) Το Ιόνιο Πέλαγος. Χαρτογραφία και ιστορία: 16ος - 18ος αι., Αθήνα: MIET.

Τσουγκαράκης Δ. (1998) “Η Βυζαντινή Κορυφώ: Κάστρον ή πόλις”, Νικηφόρου Α. (επιμ.) Κέρκυρα, μια μεσογειακή σύνθεση: νησιωτισμός, διασυνδέσεις, ανθρώπινα περιβάλλοντα, 16ος – 19ος αι., Κέρκυρα, σσ. 215-229.

Zucconi, G. (1994) “Η βρετανική Κέρκυρα: αρχιτεκτονική και αστικές στρατηγικές στην πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτους”, Concina, Ε., Νικηφόρου - Testone, Α. (επιμ.) Κέρκυρα: ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική 14ος-19ος αι., Κέρκυρα, σσ. 95-105.

 

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία