WEB_AERIAL_PLOIO

Φωτογραφία Γ.Γ., 2008.

“Δημητρούλα”, οι υδάτινοι δρόμοι και οι σταθερές του νησιωτικού χώρου

 

Στην αεροφωτογραφία φαίνεται το επιβατικό και οχηματαγωγό “Δημητρούλα”, διάσημο για τις πολύωρες καθυστερήσεις του στις δεκαετίες 1980 και 1990, στο κλασικό πέρασμα για τους Κυκλαδίτες ανάμεσα Κύθνο και Τζια. Σύμβολο μιας εποχής, σε διαδικασία κατάσχεσης σήμερα, το πλοίο χαράσσει τα προσωρινά του ίχνη στους υδάτινους δρόμους του Αιγαίου, συνδέοντας το αρχιπέλαγος με το κέντρο, τον Πειραιά.

Στο νησιωτικό χώρο, αυτή τη διάσπαρτη γεωγραφική περιοχή με τη μεγάλη ποικιλία μορφών και περιπτώσεων, η  έννοια των συνόρων αποτελεί μία κοινή ιδιότυπη σταθερά. Η επικοινωνία και η απομόνωση ορίζονται από το θαλάσσιο ταξίδι, την ευχέρεια, τη συχνότητα και τις δυνατότητες ναυσιπλοΐας ανάμεσα στα νησιά και τις ηπειρωτικές ακτές που τα περιβάλλουν. Ιδιαίτερα για τα μικρότερα νησιά, σε κάθε εποχή και ιστορική συγκυρία, η επικοινωνία υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση των κατοίκων τους. Εκτός από την ασταθή επικοινωνία με τον έξω κόσμο, μια ακόμη σταθερά του νησιωτικού χώρου είναι η ανεπάρκεια φυσικών πόρων, η ελλειμματική αγροτική παραγωγή, η περιορισμένη ενασχόληση με την αλιεία. Ως ένα βαθμό, οι νησιωτικές κοινωνίες -μικρές και μεγάλες- αναπτύσσονταν, λειτουργούσαν και δραστηριοποιούνταν μέσα στα σαφή όρια που θέτει η θάλασσα, η οποία διαμορφώνει το φυσικό τους περιβάλλον. Γεωγραφικές, οικονομικές, κοινωνικές και γενικότερα ιστορικές συνθήκες προσδιόριζαν τις δυνατότητες επικοινωνίας κάθε νησιού, τη φυσιογνωμία και την ανάπτυξή του, που ορίστηκε με γνώμονα την υπέρβαση των θαλάσσιων συνόρων του.

Γιατί, κάθε ένα από αυτά τα νησιά είναι ένας κόσμος που δεν μπορεί να επιβιώσει, αν δεν συναλλάσσεται με τους υπόλοιπους. Υλικά και άυλα αγαθά, εμπορεύματα, ιδέες και άνθρωποι διακινούνται υπό μία προϋπόθεση: την πραγμάτωση του θαλάσσιου ταξιδιού. Ο καιρός είναι ένας καταρχήν φυσικός περιορισμός, ένας παράγοντας απρόβλεπτος που συχνά λειτουργεί απαγορευτικά. Οι δυνατότητες πλεύσης, η τεχνογνωσία, τα μέσα ναυσιπλοΐας είναι προϋποθέσεις πολύ πιο σύνθετες, που ποικίλλουν από νησί σε νησί. Δεν είχαν όμως στο παρελθόν όλα τα νησιά αυτή τη δυνατότητα της επικοινωνίας, γιατί δεν διέθεταν ούτε τα κατάλληλα μέσα και την τεχνογνωσία, ούτε και έμπειρους ναυτικούς για να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες ενός θαλάσσιου ταξιδιού.

Σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, τα νησιά έχουν χάσει τη σχετική αυτοτέλεια που διατηρούσαν στο παρελθόν. Οι όποιες παραγωγικές τους δυνατότητες αξιοποιούνται ελάχιστα, ενώ ο τουρισμός συνιστά συνήθως βασικό πόρο επιβίωσης και μοναδική προοπτική ανάπτυξης. Για τους κατοίκους τους είναι συχνά το μέτρο σύγκρισης του “τότε” με το “τώρα”, ο βασικός παράγοντας αλλαγής του χώρου και των χρήσεών του, αλλά και της ζωής και των δραστηριοτήτων τους. Τα νέα δίκτυα επικοινωνίας ορίζονται από τη ζήτηση των περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλών τουριστικών προορισμών, με κύριο χαρακτηριστικό την εποχικότητα.

Καινούριοι και παλιοί, αστάθμητοι και σταθεροί παράγοντες διαμορφώνουν τις διαδρομές, τις ρότες των πλοίων και τη συχνότητα της επικοινωνίας ανάμεσα στη νησιωτική επαρχία και την πρωτεύουσα, αναδεικνύοντας το λογικό και το παράλογο κάθε νησιωτικής πολιτικής. Οι θαλάσσιες διαδρομές των ιστιοφόρων και οι παλιοί ναυτικοί δρόμοι διέσχιζαν τις υγρές εκτάσεις αναζητώντας οπτική επικοινωνία με την απέναντι στεριά, τα ασφαλή αγκυροβόλια, τις βίγλες, τους φάρους και τους οικισμούς. Αυτοί οι άυλοι υδάτινοι δρόμοι χάθηκαν χωρίς να αφήσουν τα ίχνη τους στον χώρο· αντικαταστάθηκαν από άλλους που υπακούουν στις σύγχρονες δυνατότητες και απαιτήσεις της ναυσιπλοΐας, σε νέες ανάγκες και προτεραιότητες.

Στα νησιά της “άγονης γραμμής” η γεωγραφική απομόνωση γίνεται πολύ πιο έντονη. Την επιβάλλει το μικρό μέγεθος, ο περιορισμένος αριθμός κατοίκων, το υψηλό κόστος των μεταφορών. Το χειμώνα, ιδιαίτερα, κάθε ταξίδι προϋποθέτει τις ευνοϊκές διαθέσεις του καιρού που συχνά αιφνιδιάζει με τις απότομες αλλαγές του, και κάθε μετακίνηση πρέπει να εναρμονιστεί με τη  συχνότητα των δρομολογίων που παρακολουθούν τη μειωμένη ζήτηση.

Η ζωή στα νησιά ακολουθεί τους ρυθμούς των πλοίων, όποια ώρα της ημέρας ή της νύχτας έρχονται στο λιμάνι. Η άφιξη του πλοίου της γραμμής εξασφαλίζει την τροφοδοσία, επιτρέπει προγραμματισμένες ή έκτακτες μετακινήσεις,  φέρνει και παίρνει οικεία πρόσωπα και άγνωστους επισκέπτες. Στιγμές έντασης και αναταραχής διαδέχονται τη μονότονη προσδοκία της αναμονής του πλοίου. Γιατί όλα πρέπει να γίνουν σε λίγα λεπτά: η μεταφορά των φορτίων, η μετακίνηση των αυτοκινήτων, οι αποχαιρετισμοί, η έξοδος και η είσοδος των επιβατών. Μια ρυθμικά επαναλαμβανόμενη τελετουργία με σταθερά και εναλλασσόμενα πρόσωπα. Η ματαίωση ενός δρομολογίου, η βλάβη του καραβιού, οι πολύωρες καθυστερήσεις αποτελούν μία ακόμη σταθερά του νησιωτικού κόσμου.

Η συλλογική μνήμη των νησιωτικών κοινωνιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα ονόματα και τα δρομολόγια των πλοίων. Το “Ηράκλειο”, ο “Κωστάκης Τόγιας”, ο “Μιαούλης”, ο “Καραϊσκάκης”, αλλά και πλοία με πολλά γυναικεία ονόματα όπως η “Μοσχάνθη”, η “Δέσποινα”, η “Αγγέλικα”, η “Μιμίκα” ή η “Δημητρούλα” της αεροφωτογραφίας, ανακαλούν βιωματικά περιστατικά κάποιες φορές τραγικά, ξεχωριστές προσωπικές στιγμές, αφηγήσεις συμβάντων του τόπου τους. Στιγμές διαφορετικές, πολύ πιο σύντομες με τα σύγχρονα “ανώνυμα” ταχύπλοα που ταξιδεύουν γρήγορα, αράζουν και φεύγουν βιαστικά από τα λιμάνια και έχουν αντικαταστήσει τα ονόματά τους με αριθμούς. Παρόλα αυτά, η απόσυρση του παλιού “σαπιοκάραβου”, η κατάργηση ή η δημιουργία ενός νέου δρομολογίου, οι αλλαγές στα λιμάνια που “πιάνει” το καράβι διαμορφώνουν ακόμη ιδιαίτερες χρονικές τομές για όσους συνέδεσαν τη ζωή τους με τη νησιωτική Ελλάδα.

 

Ε.O.