WEB_AERIAL_PRESPES

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

O υγροβιότοπος των Πρεσπών:  ένα τοπίο σε μετάβαση

Σε πρώτο πλάνο στην αεροφωτογραφία εμφανίζεται η νήσος του Αγίου Αχιλλείου στη Μικρή Πρέσπα, με διεύθυνση από βορρά προς νότο. Σε δεύτερο επίπεδο προβάλλονται το Βιδρονήσι με τις αποικίες των κορμοράνων και οι επιβλητικοί ορεινοί όγκοι Βαρνούντας και Τρικλάριον με την πλούσια βλάστηση, δημιουργώντας ένα έντονο οπτικό όριο γύρω από τη λίμνη. Η αντανάκλασή τους στην ατάραχη επιφάνεια της λίμνης και το καθρέφτισμα του ουρανού δημιουργούν την αντίληψη ενός ενιαίου συνόλου ουρανού και γης. Η νεόχτιστη γέφυρα ενώνει το χερσαίο τμήμα της λίμνης με τον Άγιο Αχίλλειο και τον ομώνυμο παραδοσιακό και διατηρητέο οικισμό των 11 σπιτιών. Ένα χωμάτινο μονοπάτι ξεκινά στην απόληξη της γέφυρας, διασχίζει τον οικισμό και διατρέχει το νησί συναντώντας τα δύο σημαντικά ιστορικά μνημεία, τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου (10ος αι.)  και το μοναστήρι της Παναγιάς Πορφύρας (αρχές 16ου αι.). Λόγω του κυματιστού αναγλύφου αποκαλύπτονται στον περιηγητή ενδιαφέρουσες θεάσεις προς τη λίμνη , καθώς και σημεία στάσης κάτω από συστάδες δέντρων. Η υψηλή βιοποικιλότητα του νησιού σε συνδυασμό με την ενδιαφέρουσα δομή του (ακανόνιστο σχήμα, κυματοειδής μορφή) το καθιστούν κέντρο του συμπλέγματος των Πρεσπών και σημαντικό τουριστικό προορισμό. Όσον αφορά τα συστήματα βλάστησης του νησιού, περιμετρικά αναπτύσσεται η ζώνη με υγρά λιβάδια όπου βόσκουν βουβάλια και η ζώνη των καλαμιώνων, ενώ το υπόλοιπο νησί χαρακτηρίζεται από πλατύφυλλη  βλάστηση με κυρίαρχο είδος τις βελανιδιές. Εμφανίζονται επίσης σημάδια υπερτροφισμού, πράγμα που αποτελεί ένδειξη κακής διαχείρισης και γήρανσης του ευρύτερου οικοσυστήματος της λίμνης.


Πρέσπες:  το τοπίο

Οι Πρέσπες βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Αλβανίας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (Π.Γ.Δ.Μ.). Στην περιοχή αυτή συναντώνται τοπία σε μετάβαση, τοπία που μετασχηματίζονται εξαιτίας των ιστορικών και πολιτικών αλλαγών, και γίνονται αντιληπτά μέσω των κοινωνικοχωρικών σχέσεων που αναπτύσσονται με άμεσο αντίκτυπο στην ισορροπία του οικοσυστήματός τους (βλ. Εικόνα 1). Η ταυτοποίηση, η χαρτογράφηση και ο χαρακτηρισμός των στοιχείων εκείνων που αρθρώνουν αυτές τις επικράτειες, καθώς και ο εντοπισμός κριτηρίων πολιτιστικής αναπαράστασης των συνόρων, οδηγούν στην κατανόηση  της δομής και της λειτουργίας τους, καθώς και των δράσεων που προκαλούν το μετασχηματισμό τους.

Το 1913 με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου προσδιορίζονται τα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Αλβανία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Οι τροποποιήσεις των συνόρων στην ιστορία εκφράζουν νέες κοινωνικοχωρικές σχέσεις στο τοπίο. Τα σύνορα χαράσσονται ως γραμμές και βιώνονται ως χώρος (βλ. Σχήμα 1). Τα σύνορα αναπαριστούν το κοινωνικά υβριδικό, το παραμελημένο από τα κέντρα, και εξαιτίας του δυναμικού χαρακτήρα τους προβάλλουν νέες πτυχές της θεωρίας των ορίων και αποτελούν γέφυρα ανάμεσα στη μορφολογία, την οικολογία, τη μορφή και τις διαδικασίες. Αναφερόμενοι στα σύνορα εννοούμε την ευρύτερη χωρικά ζώνη επίδρασης του φαινομένου των συνόρων. Μεθοδολογικά αυτή θα μπορούσε να οριστεί από μια ζώνη 25 χλμ. που αποτελείται  από τις συγκοινωνούσες λίμνες Αχρίδα, Μεγάλη και Μικρή Πρέσπα, και τις πόλεις Φλώρινα (Ελλάδα), Κorçë (Αλβανία) και Bitola (Π.Γ.Δ.Μ.), που ιστορικά δημιουργούσαν μεταξύ τους ένα νοητό τρίγωνο ανταλλαγής και επικοινωνίας.

Τα σύνορα μεταξύ των χωρών άλλοτε ταυτίζονται με τα φυσικά όρια (κορυφογραμμές, υδροκρίτες, ποτάμια) και άλλοτε επιβάλλονται στο έδαφος με όρους πολιτικούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα φυσικά όρια, τα βουνά Βόρας, Βαρνούντας και Τρικλάριον, λειτουργούν ως οικολογικοί “δρόμοι” που ενώνουν παρά διαχωρίζουν τις τρεις χώρες (βλ. Σχήμα 2). Το φαράγγι, πέρασμα ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία μεταξύ Τρικλάριου όρους και του όρους Βέρνον, χαράζει τον αγωγό διοχέτευσης της μετακίνησης και ροής ανθρωπίνου δυναμικού. Το οροπέδιο της Πελαγονίας ανάμεσα στο Βαρνούντα και το Βόρα αποτελεί την κοινή πεδιάδα αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής μεταξύ Ελλάδας και Π.Γ.Δ.Μ. Τέλος, οι λίμνες των Πρεσπών, σε συνδυασμό με το σύστημα λεκανών απορροής και των ρεμάτων που σχηματίζονται, είναι το υπόβαθρο για τη δημιουργία των οικισμών και των αγροκτημάτων, για την εστία των κορμοράνων, των αργυροπελεκάνων, των ερωδιών και άλλων πουλιών, καθώς και για μια μεγάλη ποικιλία συστημάτων βλάστησης (βλ. Εικόνα 2).

Σε αυτή τη ζώνη εμφανίζονται όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το πολιτιστικό αυτό τοπίο και που διαμορφώνουν και οπτικοποιούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Τα όρια έχουν τη δική τους αρχιτεκτονική έκφραση, γεωγραφία και αρχιτεκτονική του διαχωρισμού και του ελέγχου, που συνίσταται σε ψηλούς τοίχους από μπετόν, ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, κάμερες με υπέρυθρες ακτίνες, πύργους ελέγχου, φρούρια και μπλόκα, που ορίζουν διαρκώς το “μέσα” και το “έξω” (βλ. Εικόνα 3).

Οι ροές του ανθρώπινου δυναμικού συνθέτουν μια πολύπλοκη γεωγραφία μετακινήσεων προς ανεύρεση εργασίας, μετακινήσεις που διακινούν ταυτόχρονα όλες τις αποταμιεύσεις μιας οικογένειας ή ενός χωριού με την προσμονή οικονομικής ενίσχυσής τους ή τη μετέπειτα εγκατάσταση και των υπολοίπων μελών στη νέα χώρα. Η κινητικότητα που χαρακτηρίζει τα σύνορα και σχετίζεται με τη νόμιμη, εποχιακή μετανάστευση καθώς και με την παράνομη μετανάστευση αναδεικνύει τοπία παραγωγικά, όπου εργάζονται οι εποχιακοί μετανάστες, καθώς και τοπία “κρυμμένα”, που διασχίζουν οι “παράνομοι” μετανάστες στο πέρασμά τους (βλ. Σχήμα 3).

Τα σύνορα οπτικοποιούνται μέσω ενός στρατοκρατούμενου τοπίου, με τα πολεμικά φυλάκια της εποχής του Χότζα διάσπαρτα στους αλβανικούς αγρούς και κυριευμένα από άγρια βλάστηση, με το ξεχασμένο ναρκοπέδιο στο νότιο τμήμα του Τρικλάριου όρους, τα παρατηρητήρια ελέγχου, τις πινακίδες που απαγορεύουν τη διέλευση κ.ά. Η εγκατάλειψη, το εφήμερο, οι εθνικές ταυτότητες, η θρησκεία, η γλώσσα, τα διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία και ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστούνται στο χώρο συνθέτουν ένα πολύπλοκο μωσαϊκό (βλ. Εικόνα 4).

Μέχρι το 1940 οι Πρέσπες αποτελούσαν υπόδειγμα αρμονικής συμβίωσης του ανθρώπου με τη φύση. Οι παραπόταμοι έφταναν ελεύθεροι στη λίμνη, ανατροφοδοτώντας την διαρκώς με νερό και ανανεώνοντας την ποσότητα και την ποιότητα του νερού, ενώ ο κάμπος ήταν γεμάτος από οπωροφόρα δέντρα και δρύες. Οι λίμνες περιβάλλονταν από μεγάλη έκταση υγρών λιβαδιών και από καλλιέργειες με σιτάρι και οπωροφόρα δέντρα. Η μεγάλη βιοποικιλότητα στη βλάστηση προσέφερε τον ιδανικό τόπο για τη διαβίωση πολλών ειδών ψαριών, πουλιών, ερπετών και θηλαστικών. Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τη γη, ψάρευαν και έχτιζαν τα σπίτια τους ήταν σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με την εγκατάλειψη πολλών χωριών, βοσκότοπων και καλλιεργειών. Μερικά χρόνια μετά το 1960 ξεκινούν οι καθοριστικοί μετασχηματισμοί του τοπίου εξαιτίας της εκβιομηχάνισης της γεωργίας και των αρδευτικών συστημάτων. Το αρδευτικό σύστημα με τα πολλαπλά κανάλια και η εκτροπή πολλών παραποτάμων με σκοπό την εντατική υπερεκμετάλλευση του νερού άλλαξαν καθοριστικά την εικόνα των Πρεσπών (βλ. Εικόνα 5).

Σε μια τρίτη φάση, το 1981 που η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εικόνα του τοπίου αλλάζει εξαιτίας της εντατικής καλλιέργειας του φασολιού. Παλιότερα γύρω από τη λίμνη απλωνόταν πλούσια βλάστηση, ώσπου η εκβιομηχάνιση της γεωργίας επέβαλε την κοπή πολλών δέντρων για τη διευκόλυνση των μηχανών κατά το θερισμό και τη δημιουργία περισσότερων αγροτεμαχίων.

Τη δεκαετία του 1970, η περιοχή της Μικρής Πρέσπας που ανήκει στην Αλβανία μετασχηματίστηκε εξαιτίας της εκτροπής του ποταμού Δεβόλη στη λίμνη. Η επέμβαση αυτή προκάλεσε μεγάλη διαταραχή στην ισορροπία του οικοσυστήματος της λίμνης. Τα υλικά πρόσχωσης του ποταμού σταδιακά κάλυψαν την επιφάνεια της λίμνης. Με την εκτροπή του ποταμού, η οποία αποσκοπούσε στην άρδευση της πεδιάδας της Κορυτσάς κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, προκλήθηκε σταδιακή αποξήρανση της λίμνης με καταστροφικά αποτελέσματα για τον υγροβιότοπο και την οικονομία των χωριών. Στην Π.Γ.Δ.Μ. τα τελευταία 10 χρόνια, λόγω προβληματικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων, απειλείται η ισορροπία του οικοσυστήματος των λιμνών (βλ. Εικόνα 6).

Σήμερα η ιδιαιτερότητα των Πρεσπών έγκειται στο γεγονός ότι αποτελούν ένα σημαντικό υγροβιότοπο υψηλής οικολογικής αξίας όπου συναντώνται τα όρια τριών χωρών. Η δομή του τοπίου συνίσταται σε επάλληλες λεκάνες απορροής και σε μία έντονη τοπογραφία μεταξύ του υψομέτρου των λιμνών (850μ.) και των κορυφογραμμών που φτάνουν τα 2.400μ.

Αναλύοντας τις λίμνες και το ευρύτερο περιβάλλον τους διακρίνουμε τρεις ζώνες (βλ. Σχήμα 4). Η πρώτη, σε υψόμετρο ανάμεσα στα 850 και τα 900μ., αποτελείται από τον πυρήνα των λιμνών και τα υγρά λιβάδια που τις περιβάλλουν και που αποτελούν αναπόσπαστο και πολύτιμο κομμάτι του οικοσυστήματος τους, με τις φωλιές των πουλιών κρυμμένες ανάμεσα στους καλαμιώνες. Περιμετρικά, σε μία σχεδόν επίπεδη ζώνη, βρίσκονται οι εντατικού τύπου καλλιέργειες, που το όριό τους δεν είναι αυστηρά καθορισμένο σε σχέση με αυτό των υγρών λιβαδιών.

Στη δεύτερη ζώνη, ανάμεσα στο υψόμετρο των 900μ. και 1.100μ., αναπτύσσονται οι οικισμοί που εξαιτίας της ελονοσίας αναγκάστηκαν να μεταφερθούν σε μεγαλύτερη απόσταση και υψόμετρο από τη λίμνη και που διατηρούν αρκετά αρχιτεκτονικά παραδοσιακά δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μία μεταβατική ζώνη ανάμεσα στην περιοχή των εντατικών  καλλιεργειών και της λίμνης, και στην τρίτη ζώνη που εκτείνεται σε υψόμετρο από 1.100μ. έως 2.400μ. Στη μεταβατική αυτή ζώνη εξακολουθούν λόγω κλίσης να υπάρχουν καλλιέργειες μικρού μεγέθους και εκτατικού τύπου. Σε αυτά τα τοπία μετάβασης της δεύτερης ζώνης υπάρχουν επιπλέον συστάδες από το δάσος με τις οξιές, το οποίο χαρακτηρίζει κυρίως την τρίτη ζώνη (υψομ. 1.100-2.400μ.). Την τελευταία χαρακτηρίζει τέλος και η υποαλπική βλάστηση στις κορυφές.

Οι εντατικές αγροτικές εργασίες στην ελληνική πλευρά έχουν άμεσο αντίκτυπο στο ευάλωτο οικοσύστημα των λιμνών. Στο ελληνικό τμήμα των Πρεσπών και κυρίως της μικρής Πρέσπας, που ανήκει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα,  το τοπίο παρουσιάζει ομοιογένεια εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων καλλιεργειών φασολιού. Επιπλέον, σε συνδυασμό με το έντονο αρδευτικό τους σύστημα, οι καλλιέργειες επιδρούν όχι μόνο οπτικά αλλά και λειτουργικά στο οικοσύστημα της λίμνης. Τα υγρά λιβάδια – με τα ασαφή όρια τους σε σχέση με τις καλλιέργειες – συνεχώς μειώνονται και πολλά πουλιά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την λίμνη. Η εντατική χρήση του νερού της λίμνης και των παραποτάμων από τις καλλιέργειες, καθώς και η απόθεση των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται για μεγιστοποίηση της παραγωγής, υποβαθμίζουν τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα του νερού της λίμνης.

Στην Π.Γ.Δ.Μ. η εικόνα του τοπίου είναι διαφορετική εξαιτίας των καλλιεργειών με μηλιές που αγγίζουν το όριο των υγρών λιβαδιών και την παραλία της λίμνης. Εξαιτίας του βάθους της λίμνης και των ακτών, καθώς και του γεγονότος ότι η Π.Γ.Δ.Μ. δεν έχει πρόσβαση στη θάλασσα, αναπτύχθηκαν τουριστικές και παραθεριστικές δραστηριότητες που όμως και αυτές εξαιτίας των πολιτικών διενέξεων παρουσιάζουν εικόνα εγκατάλειψης. Κατασκηνώσεις κλειστές με κατασκευές φθαρμένες από το χρόνο, ομπρέλες παρατημένες στην παραλία, η εικόνα παραπέμεπει σε τουριστικό θέρετρο-φάντασμα (βλ. Εικόνα 7) .

Στο τμήμα της Μικρής Πρέσπας που ανήκει στην Αλβανία γίνεται προσπάθεια τα τελευταία χρόνια να αποκατασταθεί η ισορροπία των υδάτων της λίμνης, απαγορεύοντας αρχικά την εκτροπή του ποταμού Devoll και επιβραδύνοντας τον υπερτροφισμό της λίμνης με την συμβολή βιολόγων. Επίσης γίνεται μια σημαντική προσπάθεια από την Ε.Π.Π. (Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών), με την εγκαθίδρυση Κέντρων Πληροφόρησης και παρατηρητηρίων στο ελληνικό τμήμα της Μικρής Πρέσπας, στο Φράγμα,  καθώς και στο Zagradec, ένα μικρό χωριό στην Αλβανική πλευρά. Το αποκατεστημένο κέντρο πληροφόρησης παρέχει στέγη στο μικρό σχολείο του χωριού και ενισχύεται από το γυναικείο συνεταιρισμό του χωριού μέσω ενός τοπικού καφενείου. Η ποικιλία των διαφορετικών μοτίβων στο τοπίο, η μικρή γεωμετρία στα αγροτεμάχια, η έλλειψη επαρκών μηχανών και η χρήση ζώων στις καλλιέργειες,  σε συνδυασμό με τους χωματόδρομους που δυσχεραίνουν την πρόσβαση και οδηγούν στα πλίνθινα, φτωχά χωριά με έντονα τα σημάδια της εγκατάλειψης, συνθέτουν την εικόνα  ενός τόπου όπου ο χρόνος κυλάει αργά.

Μελετώντας το οδικό σύστημα διαπιστώνουμε ασυνέχειες και αδιέξοδα που αποτρέπουν τη σύνδεση και πρόσβαση σε χωριά και τόπους γειτονικούς. Η γραμμή του συνόρου δημιουργεί σημεία έντασης και διακόπτει βίαια την επικοινωνία μεταξύ χωριών και περιοχών με παρεμφερείς χρήσεις γης. Η οικονομική ετερογένεια μεταξύ των χωρών γίνεται έκδηλη μέσω των διαφοροποιήσεων που παρουσιάζει το οδικό δίκτυο της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα και την Π.Γ.Δ.Μ. οι κύριοι άξονες και οι τοπικοί δρόμοι είναι από άσφαλτο, σε αντίθεση  με την Αλβανία όπου οι τοπικοί δρόμοι είναι χωμάτινοι ή από χαλίκι. Για το λόγο αυτό πολλά χωριά στην Αλβανία γύρω από τη λίμνη είναι δυσπρόσιτα και απομονωμένα (βλ. Σχήμα 5).

Αναλύοντας το ευάλωτο τοπίο των Πρεσπών βλέπουμε ότι προκύπτουν κάποιες δυναμικές που ορίζουν το χαρακτήρα και την ταυτότητά του. Οι μεταβάσεις συναντώνται σε κλίσεις προσβάσιμες κατά μήκος των αξόνων κυκλοφορίας στην περιοχή γύρω από τη γραμμή των συνόρων και των τελωνείων. Ορίζονται από την αλλαγή στη δομή του τοπίου, τις χρήσεις, την τοπογραφία, τη βλάστηση ή από την αλλαγή στη γεωμετρία, τις αναλογίες, τις διαστάσεις και τέλος από την αλλαγή στην εικόνα του τοπίου. Σε κάθε περίπτωση οι ζώνες σε μετάβαση δημιουργούν ορισμένες ενότητες μέσω καταστάσεων και στοιχείων αντικρουόμενων. Οι αντιθέσεις παράγουν νέες κοινωνικοχωρικές δυναμικές. Από την άλλη υπάρχουν κάποιες πιο απομονωμένες ζώνες εξαιτίας κυρίως της τοπογραφίας, οι οποίες αποτελούνται από χωριά ημιεγκαταλελειμμένα, εκτατικές καλλιέργειες, κενά και κομμάτια αποσυνδεδεμένων και διαταραγμένων συστημάτων. Εκτός από τις ζώνες σε μετάβαση, τις περιοχές "έντασης" και θραυσμάτων, συναντώνται επίσης οικολογικοί διάδρομοι (ecological corridors) όπως είναι οι κεντρικές οδικές αρτηρίες και τα ποτάμια.

Στα σύνορα αποκτά αξία κάθε συνθήκη που επιτρέπει διαπερατότητα και ελαστικότητα, ενισχύοντας τις ευκαιρίες για ανταλλαγή και αλληλοσυσχέτιση  διαφορετικών στοιχείων. Η σύνθεση των αξιών και των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Αλβανίας και Π.Γ.Δ.Μ. αποκαλύπτουν τοπία αναδυόμενα, τοπία ευκαιριών. Η πολιτιστική ποικιλότητα όπως αυτή εκφράζεται μέσω της πρόσμιξης διαφορετικών εθνοτήτων και ταυτοτήτων αποτελεί μια από τις σημαντικές αξίες του τοπίου. Το τοπίο μετατρέπεται σε δυναμικό εργαστήριο ιδεών και συνηθειών που εκδηλώνονται μέσω των δραστηριοτήτων του ανθρώπου.

Πέρα από τη δεδομένη σημασία της εποίκισης, των νέων χρήσεων και της προώθησης της κινητικότητας, οι ασυνέχειες και τα αδιέξοδα που προκύπτουν στο οδικό δίκτυο θα μπορούσαν να δώσουν ένα πιθανό τρόπο επανεξέτασης του ορίου και των προσβάσεων, ειδικότερα όταν υπάρχει μια διαδοχή από παρεμφερείς χρήσεις και δραστηριότητες. Παράλληλα, η ζώνη σε μετάβαση μεταξύ του έντονου ορεινού ανάγλυφου και της επίπεδης ζώνης γύρω από τη λίμνη με τα παραδοσιακά χωριά και την αγροδασική ζώνη με τις εκτατικές καλλιέργειες περικυκλώνει τις δύο λίμνες και ενοποιεί εγκάρσια  τα σύνορα. Αυτή η ζώνη σε συνδυασμό με κάποια θραύσματα εκτατικών καλλιεργειών στην Αλβανία, είναι αξίες που αντιστέκονται στην πλήρη εκβιομηχάνιση και την ομογενοποίηση  γύρω από τις λίμνες (βλ. Σχήμα 6).

Όσον αφορά επίσης τις νέες ευκαιρίες και δυνατότητες του τόπου αυτού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ιστορικά η σχέση που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους οι τρεις πόλεις – Φλώρινα (Ελλάδα), Κορυτσά (Αλβανία), Bitola (Π.Γ.Δ.Μ.) σε επίπεδο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό – και η οποία διαταράχθηκε εξαιτίας των πολιτικών μετασχηματισμών – θα μπορούσε να ορίσει ένα θεωρητικό τρίγωνο επικοινωνίας και ανταλλαγής υπό νέους πολιτικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς όρους.

Μια άλλη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού του συνόρου στη συγκεκριμένη περιοχή προκύπτει από το εφήμερο και την κινητικότητα, που αναπαριστούνται έντονα μέσω των πινακίδων, επιγραφών, και εφήμερων κατασκευών, οι οποίες χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα την περιοχή σε απόσταση 5 χλμ. από τα σύνορα και τα τελωνεία, και προβάλλουν επιτακτικά την ανάγκη να φανταστούμε μια νέα εικόνα για το τοπίο (βλ. Σχήμα 7).

Με βάση όλα τα στοιχεία που αναλύσαμε παραπάνω για το πολιτικό όριο σε συνδυασμό με τον πλούτο και την αξία των Πρεσπών ως υδάτινου οικοσυστήματος καταλήγουμε στην εικόνα ενός τοπίου γεμάτου αντιθέσεις αλλά ταυτόχρονα δυναμικού και αναδυόμενου. Τα στοιχεία αυτά παρέχουν την ευκαιρία να συμπεριληφθούν κριτήρια ανάλυσης και ερμηνείας του τοπίου που χαρακτηρίζουν σε γενικό επίπεδο τα σύνορα και τα όρια, καθώς και κάποια πιο ειδικά κριτήρια όπως αυτά που αφορούν τον υγροβιότοπο των Πρεσπών. Με αυτά τα κριτήρια θα μπορούσε να είναι εφικτή μια από κοινού διαχείριση και οργάνωση στρατηγικών και από τις τρεις χώρες. Ένα βασικό κριτήριο είναι η διατήρηση της ποικιλίας και των διαφορετικοτήτων, καθώς και της ενότητας και αρμονίας σε μια ισορροπία. Διατηρώντας τα θραύσματα σε μια νέα μορφή συνέχειας θα μπορούσε να παραχθεί μια εικόνα αναγνώσιμη για όλους τους κατοίκους, μετανάστες και ταξιδευτές. Η ποικιλία εμπλουτίζει γιατί πολλαπλασιάζει τις προσδοκίες, τα βλέμματα και τη γνώση, και η ενότητα τη μοναδικότητα και τη σύγκλιση πέρα από τις διαφωνίες και τη ματαιότητα.

Τέλος, τα σύνορα την ίδια στιγμή χωρίζουν αλλά και ενοποιούν. Στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης είναι ακόμα δυσκολότερο να φανταστούμε ποια θα μπορούσε να είναι η αναγνωρίσιμη και δίκαιη εικόνα που επιθυμούμε για αυτό το τοπίο. Η μετασχηματιζόμενη και δυναμική εικόνα των συνοριακών τοπίων θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα γραμματική για τα σύγχρονα τοπία όπου συχνά συναντούμε τέτοιου είδους συγκρούσεις, αντιφάσεις, όρια, θραύσματα και ροές. Τα σύνορα δεν είναι απλώς μια ιδέα αλλά ένα νέο εργαλείο για να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε και να αξιολογήσουμε άλλα οριακά τοπία.

Δ.ΓΚ.

 

Πρέσπες:  ο υγροβιότοπος

Η Πρέσπα αποτελεί το μεγαλύτερο Εθνικό Δρυμό της χώρας, ο οποίος καλύπτει έκταση 257 τ.χλμ. και ιδρύθηκε το 1974. Ο πυρήνας του Δρυμού καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Μικρής Πρέσπας, εκείνο που ανήκει στην Ελλάδα. Γενικότερα οι λίμνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα βρίσκονται στο βόρειο άκρο της οροσειράς της Πίνδου, σε υψόμετρο 850 περίπου μέτρων και μοιράζονται ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αλβανία και την Π.Γ.Δ.Μ. Οι δύο λίμνες βρίσκονται στη μέση ενός υψίπεδου με τους ορεινούς όγκους που το περιβάλλουν να φτάνουν σε υψόμετρο κοντά στα 2.000μ..

Η Μικρή Πρέσπα έχει έκταση 47,5 περίπου τ.χλμ., ενώ η Μεγάλη Πρέσπα έχει πενταπλάσιο μέγεθος που φτάνει στα 253τ.χλμ. Η επιφάνεια της Μικρής Πρέσπας στέκει λίγο ψηλότερα από εκείνη της Μεγάλης, οπότε τα νερά χύνονται στην τελευταία μέσω του διαύλου της Κούλας.

Ιδιαίτερα σημαντικό σχετικά με την ορνιθοπανίδα της περιοχής είναι το γεγονός ότι η Πρέσπα είναι το μοναδικό μέρος της Ευρώπης όπου αναπαράγονται τόσο ο αργυρο- όσο και ο ροδοπελεκάνος. Κύριος τόπος φωλιάσματος στη περιοχή της Πρέσπας είναι 3-4 νησίδες που περιβάλλονται από καλαμιώνες στο εσωτερικό της Βρωμολίμνης. Σημαντικός κάτοικος της Πρέσπας είναι και η λαγγόνα ή μικρός κορμοράνος (Phalacrocorax pygmaeus).  Η Πρέσπα αποτελεί σημαντικό βιότοπο και για τους ερωδιούς. Τα ενδιαιτήματα τροφοληψίας των ερωδιών είναι τα έλη, τα ποτάμια και τα υγρολίβαδα (βλ. Εικόνες 8 και 9).

Η λιμναία βλάστηση διαχωρίζεται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες φυτικών διαπλάσεων:

α) πλευστές φυτοσυστάδες που αναπτύσσονται ελεύθερα στην επιφάνεια των νερών της λίμνης.

β) μια διαφορετικής δομής και φυσιογνωμίας φυτοσυστάδα είναι αυτή που αποτελείται από το πτεριδόφυτο Salvinia natans και το μονοκότυλο Hydrocharis morsus-ranae και αναπτύσσεται σε στάσιμα νερά και σε έλη.

γ) τα υδρόφυτα που είτε διαβιούν υποβρύχια είτε στερεώνονται στον πυθμένα οπότε μόνο το πάνω τμήμα τους (φύλλα, άνθη, ταξιανθίες) επιπλέει ή αναδύεται από την επιφάνεια του νερού (νυμφαία, νούφαρο κ.ά) (βλ. Εικόνα 10).

Από την πλευρά τους οι καλαμιώνες σχηματίζουν τις ελοφυτικές ημιβυθισμένες φυτοσυστάδες, αναπτύσσονται περιφερειακά στην παράλια ζώνη της λίμνης και συγκροτούν αδιαπέραστους σχηματισμούς, ενώ και τα υγρά λιβάδια είναι από τους σημαντικότερους σχηματισμούς στην Πρέσπα.

Χαρακτηριστικός δασικός σχηματισμός της περιοχής είναι οι κέδροι του Αγ. Γεωργίου. Πρόκειται για γηραιά κωνοφόρα δένδρα άριστης ανάπτυξης και μεγάλης ζωτικότητας, όπου επικρατούν άτομα του είδους Juniperus foetidissima και δευτευρευόντως του Juniperus excelsa. Τα φυλλοβόλα δάση δρυός καλύπτουν το μεγαλύτερο χερσαίο τμήμα του Δρυμού των Πρεσπών. Στο δυτικό τμήμα του Δρυμού και αποκλειστικά πάνω σε ασβεστολιθικά εδάφη αναπτύσσεται το αειθαλές δάσος με κέδρα, γαύρους και μακεδονική δρυ, ενώ οι αείφυλλες διαπλάσεις του πυξού (Buxus sempervirens), καλύπτουν το δυτικό τμήμα του Δρυμού. Τέλος τα δάση της οξιάς εντοπίζονται αποκλειστικά στο ανατολικό και νότιο τομέα του Δρυμού και σε υψόμετρο από 1.200 έως 1.800μ., ενώ συναντώνται και συστάδες από οξιά και έλατο (Abies alba). Πάνω και από τα 1.800μ. εκτείνεται η υποαλπική και αλπική βλάστηση που αποτελείται από νανώδεις θάμνους ανάμικτους με πολυετή ψυχροανθεκτικά ποώδη και αλπικά λιβάδια (βλ. Εικόνα 11).

Tο 1974 το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αποδέχθηκε τη συνθήκη Ραμσάρ και έτσι η Μικρή Πρέσπα έγινε ένας από τους 11 προστατευόμενους υγροβιότοπους που βρίσκονται στον Ελλαδικό χώρο. Ο Εθνικός Δρυμός της Πρέσπας είναι σημαντική περιοχή για τα πουλιά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, και πρέπει να προστατατεύεται σύμφωνα με τις οδηγίες για την προστασία των πουλιών, την προστασία της βιοποικιλότητας, τη διατήρηση των ενδιαιτημάτων της άγριας πανίδας και χλωρίδας και τη διασφάλιση της καλής ποιότητας των υδάτων. Σπουδαία στοιχεία που επιβάλλουν τη διαχείριση της περιοχής είναι η πλούσια χλωρίδα και πανίδα (1326 είδη φυτών, 23 είδη ψαριών, 11 αμφιβίων, 211 ερπετών, 42 είδη θηλαστικών και περίπου 260 είδη πτηνών), η τοπική φυλή βοοειδών, οι πληθυσμοί των αργυρο- και ροδοπελεκάνων που αναπαράγονται στη περιοχή, η αρχιτεκτονική των σπιτιών, οι μοναδικοί τρόποι ψαρέματος (πελαίζια και πεζόβολα), τα Βυζαντινά και μετα-Βυζαντινά μνημεία της περιοχής, και τέλος η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις φυσικές διεργασίες και τις ανθρώπινες δραστηριότητες που δημιουργεί ευκαιρίες για έρευνα και περιβαλλοντική εκπαίδευση.

Η Εταιρεία Προστασίας της Πρέσπας ανέλαβε το 1990 ρόλο ευαισθητοποίησης του τοπικού πληθυσμού και συμμετοχής του στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Το 1992 δημιουργήθηκε το Κέντρο Πληροφόρησης στον Άγιο Γερμανό. Εκεί εργάζονται και άτομα από την τοπική κοινωνία ως οικο-οδηγοί, και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε 6000 επισκέπτες που περνούν από το κέντρο κάθε χρόνο. Από την πλευρά τους τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ελκύουν ετησίως 5000 μαθητές. Παρέχεται τεχνική υποστήριξη στους καλλιεργητές που ενδιαφέρονται για τη βιολογική γεωργία ενώ γίνονται και προσπάθειες να διατηρηθεί η τοπική φυλή των αγελάδων. Το Κέντρο έχει επίσης την εύθύνη για την παρακολούθηση και προστασία των πελεκάνων.

Τα υγρά λιβάδια αποτελούν ενδιαιτήματα αναπαραγωγής των ψαριών και τροφοληψίας των πουλιών, γι’ αυτό και η διατήρηση τους υπόκειται σε καθεστώς διαχείρισης. Η εξάπλωση των υγρών λιβαδιών εξαρτάται από την εξάπλωση των καλαμιώνων και από τη στάθμη του νερού. Η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των καλαμιώνων ελέγχεται από το 1991 με κοπή, βόσκηση από βουβάλια, καύση καθώς και από τον συνδυασμό τους, ενώ η στάθμη του νερού εξαρτάται από τον υδατοφράκτη που ελέγχει την έξοδο του νερού από τη Μικρή Πρέσπα.

Γ.ΣΤ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 

Alberό, P. (2000) Estudio Crítico, Theo Angelopoulos: La Mirada de Ulises - To vlemma tou Odyssea, Paidós Ibérica.

Augé, M.  (2007) Por una Antropologia de la Movilidad, Barcelona: Gedisa.

Balaguer, M., Martinell, E., Torres, A., (2002) Fronteras: Lengua, Cultura e Identidad, Institut Català de Cooperació Iberoamericana.

Centre de Cultura Contemporània de Barcelona (2007) Fronteres, Barcelona: CCCB.

Clément, G. (2007), Manifiesto del Tercer Paisaje, Barcelona: GG Mínima.

Colegio Oficial de Arquitectos de la Comunidad Valenciana (2004) Paisaje de los Paisajes, Valencia: COACV.

Corner, J., Maclean A. (1996) Taking Measures across the American Landscape, New Haven - London: Yale University Press.

Houben, F., Calabrese, L. (2003) Mobility: Α Room with a View, Rotterdam: ΝΑi Publishers

Κατσαδωράκης, Γ. (1996) Πρέσπα, Άγιος Γερμανός: Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών.

Ramírez, M. Y. (2000)  Un Landscape Latino: Dynamicas Socioespaciales Migratorias en un Paisaje Urbano, Barcelona: Tesina MAP.

Woods, L., Rehfeld, E. (2000) Borderline, New York: Springer.

Zanini, P. (1997) Significati del confine, Milano: Montadori.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία