1 23 4

Φωτογραφίες: Πίνδος – Σούλι: Γ.Κ., 2001, Ροδόπη: Ε. Ε., 2000, Φτέρη – Ευρυτανία: Ν.Δ., 2007, Βαλδενίσι – Ευρυτανία: Ν.Δ., 2006.

Τα βουνά του Άγγελου Ελεφάντη: Στα ίχνη μιας τραγικής ζωής

Του Άγγελου Ελεφάντη

Από το περιοδικό Ο Πολίτης, τ. 98, Μάρτιος 2002.

(αναδημοσιεύεται με άδεια της Άννας Ελεφάντη)

Τον ελληνικό παραδοσιακό – κι όχι μόνο τον ελληνικό – ανθρωπογεωγραφικό χώρο τον συγκροτούν πέντε ενότητες: πρώτον, οι θάλασσες, με τα νησιά, τα καράβια, τα παράκτια, την ανοιχτότητα των θαλάσσιων δρόμων προς τα πέρατα της οικουμένης. δεύτερον, το πλέγμα των πόλεων, δηλαδή των μεγάλων συναθροίσεων ανθρώπων και λειτουργιών πάσης φύσεως, γιατί στο γεωγραφικό τους χώρο συναντιούνται πολλοί δρόμοι και πολλοί δρόμοι φεύγουν από αυτές ακτινωτά συνήθως προς την ενδοχώρα τους. τρίτον, οι κάμποι με τις μεγάλες δυνατότητες παραγωγής τροφής, τεράστιας σημασίας για τη ζωή των κοινωνιών, αφού μόνο με γεωργικοκτηνοτροφικά προϊόντα ζούμε οι άνθρωποι, αυτά τρώγονται. τέταρτον, τα μικρά και τα μεγάλα ποτάμια που αρδεύουν τη γη και συνάμα στα περάσματά τους, καθώς έρχονται από τα βουνά για να χυθούν στη θάλασσα, στους φυσικούς δρόμους που αυτά χαράζουν, φτιάχνονται και οι δρόμοι των ανθρώπων και οι δρόμοι των ζώων. και πέμπτον τα βουνά.

Αυτά τα πέντε στοιχεία συνιστούν μια ενότητα ενός γενικότερου χώρου αλλά και διαφοροποιημένου ταυτόχρονα, όπου επικοινωνούν άνθρωποι, γλώσσες, μηνύματα, εμπορεύματα, μορφές τέχνης, ήθη, έθιμα και θρησκείες ακόμη. Σ’ αυτό το πλαίσιο φτιάχνεται ένας ορισμένος πολιτισμός που φτάνει ως εκεί που αρχίζει ένας άλλος. Γιατί και οι πολιτισμοί έχουν όρια, σύνορα. Ωστόσο και τα πέντε στοιχεία του ελληνικού χώρου, ενώ επικοινωνούσαν, διατηρούσε το καθένα την ιδιαιτερότητά του. Ο σύγχρονος κόσμος, ή πιο σωστά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, διέσπασε αυτό το σχήμα, τείνει να το μετατρέψει σε μονοπολικό, με μοναδικό σχεδόν πόλο τις πόλεις. Λέω σχεδόν γιατί οι θάλασσες δεν περιφράσσονται, διατήρησαν τη σημασία τους χωρίς να έχουν υπαχθεί απολύτως στις πόλεις.

Στην περίπτωση της Ελλάδας κυρίαρχος πόλος έγινε η Αθήνα, προς την οποία καταλήγουν όλες οι ροές. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Αθήνα. Μα θα αναρωτιόταν κανείς, ένας δρόμος που έρχεται στην Αθήνα δεν πάει κι απ’ την Αθήνα στην περιφέρεια, π.χ. στα βουνά; Όχι πάντα. Συχνά ο δρόμος είναι μονής κατευθύνσεως. Όταν τη δεκαετία του ’50 και ’60 οι δρόμοι, οι αυτοκινητόδρομοι, συνέδεσαν τα βουνά και τα βουνίσια χωριά με τις πόλεις, τα βουνά και τα χωριά άδειασαν από τον κόσμο τους και τα ζώα τους που μετακόμισαν κι αυτά μαζί με τους ανθρώπους. Κάποτε στο Βελούχι για παράδειγμα και στα πέριξ βουνά εκτρέφονταν πάνω από 30.000 γιδοπρόβατα, βοοειδή, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, άπειρες κότες, γάτες, σκύλοι. Έφυγαν οι άνθρωποι, στα χωριά έμειναν δέκα είκοσι γερόντοι και γερόντισσες, οπότε έφυγαν ακόμα και τα κοτσύφια. Διότι αυτή η εξημερωμένη και κατοικιδιοποιημένη πανίδα είναι ανθρωπογενής. Ζει με τον άνθρωπο και από τον άνθρωπο, παρόλο που τον τρέφει με τη σάρκα της, τον ντύνει με το δέρμα της και το μαλλί της, τον παπουτσώνει από τα χρόνια της πρωτογεωργίας και της πρωτοκτηνοτροφίας, κάπου στην Μαγδαλήνεια εποχή, πριν δέκα-δώδεκα χιλιάδες χρόνια.

Έφυγαν με τους δρόμους οι άνθρωποι απ’ τα βουνά, με την ανάπτυξη που θα λέγαμε διαφορετικά, αν και στην πραγματικότητα το άδειασμά τους έγινε κυρίως με τρόπο πολιτικό, όταν στον Εμφύλιο 700.000 με 800.000 κάτοικοι των ορεινών περιοχών μετακόμισαν βιαίως στις πόλεις για να μην έχουν οι αντάρτες πηγές ανεφοδιασμού, στρατολογίας και υπηρεσιών. Λίγοι από αυτούς επέστρεψαν στα χωριά τους το 1950 με τον επαναπατρισμό, όπως είχε ονομαστεί.

Έκτοτε και μέσα σε δύο δεκαετίες ο ανθρωπογεωγραφικός χώρος των βουνών άλλαξε ριζικά. Έκλεισαν τα σχολεία, ελλείψει μαθητών, έκλεισαν εκκλησίες ελλείψει εκκλησιάσματος, οι νεότερες ηλικίες μετανάστευσαν στην πόλη και στο εξωτερικό, τα χωράφια ρήμαξαν, τα οπωροφόρα δέντρα και τ’ αμπέλια αγρίεψαν παρατημένα, τα μονοπάτια χάθηκαν αφού δεν τα περπατούσαν πια άνθρωποι και κοπάδια, τα γεφύρια γκρεμίστηκαν, τα περισσότερα σπίτια ερειπώθηκαν, τα καφενεία έκλεισαν. Τα βουνά έπαψαν να είναι τόπος ζωής, δεν είναι καν κτηνοτροφο-γεωργικά συγκροτήματα κι ας λένε π.χ. «φέτα Παρνασσού». Γίδια κι άνθρωποι βλέπουν τον Παρνασσό με το κανοκιάλι. Τα πολλά ζώα ενσταυλίστηκαν.

Τι ήταν τα βουνά πριν απ’ αυτή τη μεγάλη αλλαγή; Εκτός απ’ αυτό που λέει η στενή έννοια ορεογραφία, που ονομάζει μάλιστα πολλά απ’ αυτά με τα αρχαία πελασγικά τους ονόματα, όπως Παρνασσός, Τυμφρηστός, Υμηττός κλπ., τα βουνά ήταν τόπος ζωής ανθρώπων. Χιλιάδες είναι τα χωριά στα ορεινά και ημιορεινά, στον χώρο που σήμερα περικλείεται εντός των ελληνικών συνόρων. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ορεισίβιοι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι άνθρωποι αυτοί ωστόσο, στην άγονη και λιγοστή γη τους, είχαν αναπτύξει μια αξιόλογη γεωργία, κτηνοτροφία, ιδιάζουσες βιοτεχνίες ξύλου, πέτρας, μαλλιού, ήταν περίφημοι χτίστες, υλοτόμοι, σιδηρουργοί, είχαν στα χέρια τους το ορεινό διαμετακομιστικό εμπόριο, τις ζωοπανηγύρεις, μιαν ακμάζουσα αγορά. Στα ορεινά αναπτύχθηκαν τρόποι ζωής και οικονομίας –εδώ τα πάντα θα έπρεπε να εξοικονομηθούν για τον επερχόμενο βαρύ χειμώνα- αλλιώτικη από εκείνη του κάμπου ή της θάλασσας. Ήταν αλλιώτικος και ο ανθρώπινος ιδεότυπος. Και βέβαια δεν συμμερίζομαι τη ρουμελιώτικη έπαρση που θέσπιζε ότι «ο κάμπος φτιάχνει βόδια, όχι ανθρώπους». Να πάρουμε όμως υπόψη ότι στα βουνά, τα νεότερα χρόνια, αναδείχθηκαν οι ηγέτες που προέκυπταν απ’ το πνεύμα της απείθειας, της ανυπακοής στο νόμο της Οθωμανικής Κατάκτησης. Η έκφραση «θα πάρω τα βουνά» αυτό ακριβώς λέει. Το βουνό, λοιπόν, είναι ο πολιτικός χώρος της ανυπακοής που κάποια στιγμή έγινε Επανάσταση. Ήταν καταφύγιο διωκόμενων, ολόκληρων κοινωνικών ομάδων ενίοτε, που έπαιρναν τα βουνά. Ήταν ο τόπος των οπλικών κοινωνιών, των sociétés d’ armes, τα ορμητήρια των ανθρώπων των όπλων. Η Επανάσταση του 1821, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του ‘40-’41, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, διεξάγονταν κυρίως στα βουνά, ήταν το γήπεδο ας πούμε των αδυνάτων. Στα βουνά ήταν αλλιώτικη η αρχιτεκτονική. ήταν της πέτρας και του ξύλου, όχι του πλινθόκτιστου και της καβαλίνας. Εδώ αναπτύχθηκε ο νομαδισμός, όπως και η ληστοκρατία, από εδώ αρχίζει η εδραιοποίηση των νομάδων. Συχνά άνθισαν στα βουνά σημαντικά πνευματικά κέντρα όπως στα Ζαγόρια, στο Πήλιο, τον Προυσσό, τη Φουρνά, την ορεινή Αρκαδία. Φτιάχτηκαν σ’ αυτά Σχολές και σχολεία, απ’ αυτά ξεκινούσε η μόρφωση και η λογιοσύνη. Δεν ήταν ο τόπος της ελονοσίας που θέριζε τον κάμπο. Η κρατική επιτήρηση ήταν χαλαρή, τα στρατιωτικά αποσπάσματα και η χωροφυλακή με δυσκολία επέβαλλαν το νόμο του κράτους. Αλλιώτικες ήταν και οι μαγειρικές, βασίζονταν κυρίως στις πίτες, το κρέας, τη μπομπότα, τα χόρτα. Που να βρεθεί ντομάτα στα 100 ή τα 800 μέτρα υψόμετρο για να αλλάξει τη μαγειρική! Στα βουνά μπόρεσε να καλλιεργηθεί το καλαμπόκι που αύξησε την τροφή ανθρώπων και ζώων και έγινε η βάση της δημογραφικής έκρηξης. Το κρασί εν πολλοίς φερτικό. Οι άνθρωποι, οι γυναίκες κυρίως, πέρναγαν μια ολόκληρη ζωή χωρίς να διαβούν τη γραμμή των οριζόντων που σχημάτιζαν οι πέριξ βουνοκορφές. Αλλιώτικος και ο τρόπος που τραγουδούσαν και χόρευαν, τα ίδια πολλές φορές τραγούδια και χορούς με εκείνα τα κάμπου. Οι ειδήσεις σπάνιες, προφορικές, της φήμης. Στα ορεινά επικρατούσε μια ιδιότυπη ενδογαμία. οι περισσότεροι γάμοι γίνονται μέσα στο ίδιο χωριό. Αν σχετικώς συχνά η νύφη ήταν φερτική, ο σώγαμπρος ήταν σπάνιος και γι’ αυτό αποσυνάγωγος, ξένος ως το τέλος της ζωής του.

Σταματώ αυτόν τον πρόχειρο, ιμπρεσιονιστικό κατάλογο ιδιαιτεροτήτων για τις οποίες γνωρίζουμε πολλά άλλα και πολλά άλλα περιμένουν τον μελετητή τους.

Σήμερα πλέον τα βουνά έπαψαν να είναι τόποι και τρόποι ζωής, δεν αντιστοιχούν πια σε βιωμένες πραγματικότητες. Λίγοι οι μόνιμοι κάτοικοι κι αυτοί γερόντοι. Τα καλοκαίρια μετατρέπονται σε ιδιόμορφα ΚΑΠΗ για τους ηλικιωμένους που αποθέτουν το γερασμένο βλέμμα τους στις βουνοκορφές που περπάταγαν στα νιάτα τους. Και παιδικές χαρές. Τα μικρά παιδιά μαζί με τη γιαγιά. οι γονείς στην Αστυπάλαια ή στη Σίφνο. Τα επισκέπτεται βέβαια το πλήθος ποικιλόχρωμων παραθεριστών-τουριστών για λίγες μέρες, που συν τοις άλλοις «αναβιώνουν» όπως λέγεται τα παλιά πανηγύρια κι αποχωρώντας αποθέτουν, δια ρίψεως, τις νάυλον σακούλες με τα σκουπίδια στο πρώτο ρέμα που θα βρεθεί μπροστά τους. Και καθημερινά τσακώνονται για το λιγοστό χώρο παρκαρίσματος. Τα παλιά σπίτια ανακαινίστηκαν, χτίστηκαν και καινούργια δεύτερης ή τρίτης κατοικίας, σε περίεργο ελβετο-μετσοβιτικο-μυκονιάτικο στυλ. Ως προς το κύριο τα βουνά είναι τόποι εισπνοής καθαρού αέρα των βεβαρυμένων από τους ρύπους της πόλης πνευμόνων, ορειβασίας, φωτογραφίας, ράφτινγκ, χιονοδρομιών, ένα γραφικό ντεκόρ, ένα τοπίο σαν σκηνικό που πλαισιώνει την έξοδο του Σαββατοκύριακου, το «Πάσχα ή Χριστούγεννα στο χωριό».

Ειλικρινά δεν απορρίπτω όλα αυτά, παρ’ όλο που μοιάζει να τα ψιλοειρωνεύομαι. Ωστόσο οι διαδικασίες είναι αναντίστρεπτες, όσα κι αν υπόσχονται οι περιφερειάρχες, οι βουλευτές και οι καποδιστριακοί δήμαρχοι. Γι’ αυτό δεν πιάνουν οι οικολογικές εκκλήσεις περί επιστροφής στη φύση. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να νοσταλγούμε τη ζωή του Κατσαντώνη, του Μπουκουβάλα, του ξυλοκόπου, του αρειμάνιου κλέφτη ή αντάρτη, ούτε την πίτα της γιαγιάς μας και τα ήθη της. Απλώς, σκέφτομαι, όπως για κάθε πράγμα που ξεπεράστηκε ιστορικά, ότι ίσως θα μπορούσαμε να δείχνουμε κάποια ευλάβεια γι’ αυτούς τους τόπους που έθρεψαν τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, λιγότερη αδιαφορία, κάποια κατανόηση τέλος πάντων που θα χρησίμευε για τη δική μας αυτογνωσία και για λιγότερη ασέλγεια πάνω στις ράχες τους.

Ωραία είναι και σήμερα τα βουνά και τα χωριά των βουνών με τα δάση τους, τις χαράδρες τους, τα τσουγκάνια, τις ψηλές χιονισμένες κορυφές, τις βαθίσκιες ρεματιές, τις ανηφοριές και τις κατηφοριές, όπου το περπάτημα κάνει πολύ καλό στο μυϊκό και το αναπνευστικό σύστημα και ρίχνει κιλά χωρίς δίαιτα. Δηλαδή εμείς τα βλέπουμε ωραία. τα ίδια δεν έχουν καμία αυτοσυνειδησία, όπως έλεγε ο Χέγκελ. Αλλά είπαμε: «έχετε γεια ραχούλες, λόγγοι βουνά, βρυσούλες». Δεν χρειάζεται κανένας λυρισμός, καμιά νοσταλγία σ’ αυτόν τον αποχαιρετισμό, που θα ήταν ψεύτικος πενθισμός άλλωστε. Μπορεί ωστόσο να υπάρξει ένα είδος ρέμβης, ένα είδος αναστοχασμού για το χρόνο που χάθηκε και τις μορφές ζωής που παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Η ιστορία, όλων των ειδών τα ιστοριογραφήματα, έχουν ανάγκη αυτόν τον αναστοχασμό. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αλλιώς αυτόν τον κόσμο, ούτε να τον φανταστούμε. Το να ξαναπερπατήσουμε σήμερα ένα χαμένο από το δάσος ή τις νεροσυρμές μονοπάτι μοιάζει με τη διαδικασία της ψυχανάλυσης γιατί πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό το χαμένο δρόμο, να τον φτιάξουμε σχεδόν από την αρχή, προσέχοντας τα ελάχιστα σωζόμενα ίχνη, σαν τα ελάχιστα θραύσματα μνήμης του ψυχαναλυόμενου κι αυτά παραφθαρμένα. Έτσι μέσα απ’ το δικό μας λαχάνιασμα στο πέρασμα του μονοπατιού, ίσως μπορέσουμε να νιώσουμε την ανάσα των ανθρώπων που φύλαγαν κάποτε τα κοπάδια, πολεμούσαν, έσκαβαν, συνόδευαν τις σαμαρίνες και τις γιδοβίτσες. Είναι ένα τεράστιο αρχειοτάξιο ορεογνωσίας όλα αυτά, καμιά φορά πιο εύγλωττο από τους σκονισμένους φακέλους των αρχείων. Μας βοηθάει κάπως να ακούσουμε τις φωνές του σώματος, τα νοήματα του σώματος των άλλοτε ζωντανών, αλλά νεκρών πια, ανθρώπων. Γιατί το σώμα νοεί με τον πιο υλικό κι αναντίλεκτο τρόπο. Ποια νόηση της πείνας είναι ακριβέστερη από εκείνη του πεινασμένου κορμιού όπου και το πιο ρωμαλέο δεν μπορεί να την αντέξει πάνω από τρεις-τέσσερις μέρες; Ας φαντασθούμε για παράδειγμα το θάνατο από την πείνα και το κρύο εκατοντάδων ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας μέσα στους πάγους και τα χιόνια του Χελμού, του Πάρνωνα, του Μαίναλου. Ας φαντασθούμε τους κολλημένους φαντάρους στο χιόνι και στον πάγο στο Τεπελένι της Αλβανίας το χειμώνα του 1941.

Δεν ήταν ειδυλλιακή η ζωή στα βουνά όπως μας την περιγράφει συχνά η λαογραφία, οι λυρικές εξάρσεις της βουκολικής ποίησης και ο τουρισμός. Είχε μια τραγικότητα η ζωή σ’ αυτά, ακόμα και στα χρόνια της ειρήνης που δεν ήταν πολλά. Μόνο μ’ αυτή την αίσθηση του τραγικού μπορούμε να ιστορήσουμε τη ζωή στα βουνά. Οι άνθρωποι υπέφεραν στα βουνά, αλλά και χωρίς αυτά δεν μπορούσαν να κάνουν…