WEB_AERIAL_NAUPAKTOS

Φωτογραφία Ν.Δ., 2008.

Οι παραδοσιακοί οικισμοί του Πηλίου: Βυζίτσα

Στις κατάφυτες πλαγιές του Πηλίου και κατά μήκος των ισοϋψών, αναπτύσσεται σε πρώτο πλάνο η Βυζίτσα. Ο κεντρικός δρόμος προς τις Μηλιές (διακρίνονται στο βάθος) διέρχεται μέσα από τον οικισμό. Είναι ευδιάκριτη η αραιή δόμηση και η κυριαρχία του πρασίνου.

Το μικρό χωριό Βυζίτσα βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πηλίου, στο μυθικό βουνό των Κενταύρων, στη χερσόνησο που κλείνει τον Παγασητικό κόλπο (βλ. Εικόνα 1). Είναι ένα από τα 25 φημισμένα παραδοσιακά χωριά που είχαν αναπτυχθεί στο βουνό τον Μεσαίωνα, σε υψόμετρο 500 μέτρων, 10 χιλιόμετρα από τη θάλασσα και 32 χιλιόμετρα νοτιο-ανατολικά από τον Βόλο. Το φυσικό τοπίο γύρω από το χωριό είναι κατάφυτο, τυπικό γνώρισμα του Πηλίου. Ψηλά κυριαρχούν οι καστανιές και οι οξιές και χαμηλότερα τα φρουτόδεντρα, οι ελιές και τα πλατάνια, ένδειξη των άφθονων νερών του μυθικού βουνού. Ο οικισμός είναι προσανατολισμένος προς το νότο, προφυλαγμένος από τους βόρειους ανέμους, με μοναδική ορατότητα προς τον Παγασητικό, το Τρίκερι και, σε διαυγείς ημέρες, μέχρι τις κορυφές του όρους Όθρυς.

Η Βυζίτσα, οικισμός με 278 μόνιμους κατοίκους (2001), αποτελεί τμήμα του ευρύτερου δήμου Μηλιών και τετραπλασιάζει τους κατοίκους της το καλοκαίρι (βλ. Σχήμα 1). Ο οικισμός διατηρεί τον αγροτικό του χαρακτήρα, αλλά υφίσταται έντονες πιέσεις για τουριστική ανάπτυξη. Ωστόσο αυτές δεν έχουν επιφέρει μέχρι σήμερα (2009) σημαντικές αλλαγές, επειδή έχουν επιβληθεί αυστηροί όροι προστασίας από το 1980 και το αυτοκίνητο δεν κυκλοφορεί σε όλο τον οικισμό. Η οδική προσπέλαση από τον νότο καταλήγει στη μικρή κεντρική πλατεία σε ένα cul-de-sac, για την εξυπηρέτηση κατοίκων και επισκεπτών. Στην προστασία έχουν συμβάλει και οι επισκευές και μετατροπές σε ξενώνες 12 μεγάλων σπιτιών στη δεκαετία του 1970 από τον ΕΟΤ, οι οποίες λειτούργησαν ως πρότυπο διατήρησης της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Η γραμμική οργάνωση του οικισμού, παράλληλα με τις κλίσεις του εδάφους (15-30%), έχει διαμορφωθεί σε διάφορες φάσεις από τον 16ο αιώνα και διατηρεί μέχρι σήμερα την αρχική του μορφή. Η συγκεκριμένη θέση  εντάσσεται στο ευρύτερο δίκτυο των οικισμών του Πηλίου, όπου ο κάθε οικισμός κατανέμονταν σε σχέση με την αξιοποίηση των αγροτικών και δασικών πόρων, την ύπαρξη πηγών, τον προσανατολισμό και την απόσταση από τη θάλασσα. Η οργάνωση ακολουθεί ένα ανοικτό και ελεύθερο πάτερν, επηρεασμένο από τη μορφολογία του εδάφους. Τα κτίρια και τα οικόπεδα οργανώνονται ως μεγάλες, ακανόνιστου σχήματος νησίδες, όπου το φυσικό περιβάλλον κυριαρχεί και απουσιάζουν οι γειτνιάσεις κτηρίων (βλ. Σχήμα 2). Το μεγάλο μέγεθος των ιδιοκτησιών διατηρείται μέχρι σήμερα. Ένα ασαφές δίκτυο πεζοδρόμων (ελάχιστοι έχουν μετατραπεί για χρήση αυτοκινήτου, λόγω κλίσεων και σκαλοπατιών) ενώνει τις επιμέρους οικιστικές νησίδες και διαμορφώνει ομάδες κτιρίων και αυλών/κήπων. Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς του Πηλίου, η Βυζίτσα δεν διαθέτει δημόσιους χώρους, η πλατεία της με τον στοιχειώδη κοινωνικό εξοπλισμό παραπέμπει στον παραδοσιακά αγροτικό χαρακτήρα της. Τις περισσότερο ”αστικές” λειτουργίες της πλατείας κάλυπταν οι γειτονικές Μηλιές.

Η πυκνότητα είναι ιδιαίτερα χαμηλή και οι κατασκευασμένες δομές είναι ελεύθερα τοποθετημένες στα οικόπεδά τους (βλ. Εικόνα 2). Ωστόσο, η ορατότητα του πεζού που κινείται στον οικισμό είναι περιορισμένη επειδή υπάρχουν υψηλές μάντρες και αναλυματικοί τοίχοι (μέχρι και 2,5 μέτρα) που διαμορφώνουν κήπους και περιβόλια, καθώς και ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση εντός και εκτός των ιδιοκτησιών (βλ. Σχήμα 3). Αντιθέτως, η ορατότητα από τους ορόφους των ψηλών παραδοσιακών κατοικιών ανοίγεται σε όλο τον οικισμό και προς τον Παγασητικό κόλπο.

Η ανάγκη για προστασία κτιρίων και αναλυματικών τοίχων από τις βροχές και την έντονη απορροή των επιφανειακών υδάτων, οδήγησε τους κατοίκους σε έναν συγκεκριμένο, τοπικό, παραδοσιακό κανονισμό, το “δίκαιο της αστρέχας”, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται υποχρεωτική απόσταση  0,60 έως 1,00 μ. μεταξύ κτιρίων ή άλλων δομημένων στοιχείων, έτσι ώστε τα νερά της βροχής να βρίσκουν διέξοδο (βλ. Σχήμα 4). Ο κανονισμός αυτός έχει συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση του τοπίου του οικισμού.

Οι κατοικίες είναι μεγάλες σε όγκο (επιφάνειες 6x8 και 10x12 μ.) και αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής. Σήμερα η πλειοψηφία τους έχει χρήση δεύτερης κατοικίας ή ξενώνων/ξενοδοχείων. Η αρχική μορφολογία της κάτοψης είναι ορθογώνια αλλά απαντώνται και κατόψεις σε σχήμα Γ. Συνήθως έχουν τρεις ορόφους, με ανοίγματα και "λιακωτά" προς το νότο. Η κατασκευή και τα υλικά συγκροτούν μια επαναλαμβανόμενη ιεραρχία καθ’ ύψος: θεμέλια, υπόγεια, ισόγειο και πρώτο όροφο από πέτρα (σχιστόλιθοι και ασβεστόλιθοι). Για τους άλλους ορόφους χρησιμοποιούνται ελαφρύτερα υλικά, όπως ο “τσασμάς” (άργιλος, τρίχες κατσίκας και μικρά ξύλα), και ξύλινη οροφή με κάλυψη από τους χαρακτηριστικούς σχιστόλιθους του Πηλίου. Διακρίνουμε τρεις τύπους κατοικιών (βλ. Σχήμα 5). Ο τύπος Α εμφανίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα, με ανοικτή, ορθογώνια κάτοψη, ο τύπος Β στις αρχές του 18ου αιώνα με πέτρινες κατασκευές σε όλους τους ορόφους και ο τύπος Γ από τα μέσα του 19ου αιώνα, με ορθογώνια και συμμετρική κάτοψη και εμφανείς επιρροές από τα αστικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου (βλ. Εικόνες 3 και 4).

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αναγνώστου, Μ., κ.ά. (1967) Τουριστική αξιοποίηση Πηλίου, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ (πολυγραφημένο).

Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ARTEMIS - Το Μεσογειακό Τοπίο (2001), Συμμετοχή Τμ. Γεωγραφίας – Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.

Καρυδάκης, Κ. Π. (1968) Πηλιορείτικη λαογραφία, Βόλος.

Λεωνιδοπούλου - Στυλιανού, Ρ. (1995) "Πήλιο", Φιλιππίδης, Δ. (επιμ.) Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική: Θεσσαλία - Ήπειρος, Αθήνα: Μέλισσα.

Μακρής, Κ. (1958) Συμβολή στη μελέτη της πολεοδομίας των χωριών του Πηλίου, Αθήνα.

Μακρής, Κ. (1976) Η λαϊκή τέχνη του Πηλίου, Αθήνα: Μέλισσα.