WEB_AERIAL_ATHINA-AKSONAS-KIFISIAS

Φωτογραφία Ν.Δ., 2008.

WEB_MAP_ATHINA-AKSONAS KIFISIAS

Ο άξονας της λεωφόρου Κηφισίας και η κοινωνική αναδιάρθρωση στο Μαρούσι

Η πυκνή ροή των αυτοκινήτων κατά μήκος της λεωφόρου Κηφισίας και στον κόμβο με την Αττική Οδό, διακρίνεται καθαρά στην αεροφωτογραφία. Σε πρώτο πλάνο αποτυπώνεται η εντατική ανάπτυξη εμπορικών κέντρων και γραφείων στις δύο πλευρές της λεωφόρου. Στο βάθος το κτίριο του ΟΤΕ, τοπόσημο της περιοχής, και το πυκνοδομημένο Μαρούσι. Η πράσινη έκταση στο άνω άκρο της αεροφωτογραφίας είναι το Άλσος Συγγρού.

Το 1960 ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης προέβλεπε και σχεδίαζε τη μεταφορά του διοικητικού κέντρου της Αθήνας γύρω από την τομή τής Εθνικής Οδού και ενός μελλοντικού, κάθετου προς αυτήν, αυτοκινητόδρομου που θα οδηγούσε από τα Μεσόγεια στην Πελοπόννησο. Πενήντα χρόνια μετά, η πρόβλεψη αυτή πραγματοποιείται, εν μέρει και μετατοπισμένα, στον άξονα της λεωφόρου Κηφισίας, με επίκεντρο την τομή της με την Αττική Οδό (βλ. Εικόνα 1).

Πολλές από τις προβλέψεις του Κ. Δοξιάδη δεν επαληθεύτηκαν, επειδή η ελληνική πρωτεύουσα αναπτύχθηκε χωρίς συνολικό σχεδιασμό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι μεγάλες συγκοινωνιακές υποδομές αναπτύχθηκαν κατά κανόνα εκ των υστέρων και μοιάζουν συχνά με εξορθολογιστικές πληγές σε ένα σώμα που απειλεί να τις ξανακλείσει (βλ. αεροφωτογραφία).

Η σημερινή κατάσταση γύρω από τον κόμβο αυτό είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα σειράς παραγόντων και πρωτοβουλιών, εν πολλοίς ανεξάρτητων μεταξύ τους: η περιορισμένη επιφάνεια χώρων γραφείου, η ακαταλληλότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων και τα προβλήματα πρόσβασης στο κέντρο της πόλης, είχαν ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση μεγάλων, κυρίως, επιχειρήσεων σε θέσεις στην περιφέρεια της μητρόπολης. Η απουσία γενικότερου σχεδιασμού της μετακίνησης αυτής οδήγησε στην "αυθόρμητη" ανάπτυξη νέων χώρων γραφείων κατά μήκος των μεγάλων οδικών αξόνων, και ιδιαιτέρως της λεωφόρου Κηφισίας (βλ. Εικόνα 2). Μεταξύ των θετικών παραγόντων για την επιλογή της τελευταίας ήταν και η μικρή απόσταση από δυναμικά αναπτυσσόμενες περιοχές κατοικίας υψηλών και μεσαίων στρωμάτων στα βόρεια προάστια, οι οποίες αποτελούσαν δυνητική δεξαμενή στελεχών για τις εγκαθιστούμενες επιχειρήσεις. Παράλληλα, οι περιοχές αυτές μπορούσαν να στηρίξουν ενεργά τη ζήτηση για νέες υπηρεσίες ψυχαγωγίας και κατανάλωσης μακριά από το κέντρο. Επίσης, ο αραιός και χαμηλού συντελεστή πολεοδομικός ιστός σε μεγάλα τμήματα της περιοχής γύρω από τον άξονα της Αττικής Οδού επέτρεψε ειδικές παρεμβάσεις μεγάλης - για την Αθήνα τουλάχιστον - κλίμακας, χωρίς απαγορευτικό κόστος γης. Η πολιτική της τοπικής δημοτικής αρχής (Μαρούσι) συνέβαλε, επίσης, σημαντικά στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, έχοντας συστηματικά επιδιώξει την εξέλιξη προς μια τέτοια κατεύθυνση. Τέλος, στη συγκέντρωση σημαντικών υπερτοπικών δραστηριοτήτων συνέβαλε η κατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίες μετεξελίχθηκαν σε υποδοχείς της αποκέντρωσης κρατικών υπηρεσιών και προστέθηκαν σε παλαιότερες ανάλογες κατασκευές (κτίριο διοίκησης ΟΤΕ) (βλ. Εικόνα 3).

Όπως είναι αναμενόμενο, οι εξελίξεις αυτές επέφεραν σημαντικές μεταβολές στην άμεση και την ευρύτερη περιοχή του κόμβου (βλ. Εικόνα 4). Ο δήμος Αμαρουσίου, με επίκεντρο τον άξονα της λεωφόρου Κηφισίας, έγινε ο δεύτερος σημαντικότερος πόλος έλξης στην αγορά εργασίας της Αττικής (μετά τον δήμο Αθηναίων). Το 2001 εισέρρεαν καθημερινά στο Μαρούσι 33.500 εργαζόμενοι από άλλες περιοχές, με αφετηρία το σύνολο σχεδόν των δήμων της Αττικής. Μεγαλύτερη συμμετοχή στις μετακινήσεις αυτές είχαν κάτοικοι των πλησιέστερων δήμων, ενώ εμφανιζόταν και σαφής κοινωνικοεπαγγελματική διαφοροποίηση των μετακινουμένων ανάλογα με τον δήμο προέλευσης (βλ. Πίνακα 1).

Την τοπική αγορά εργασίας συμπλήρωναν περίπου 13.000 απασχολούμενοι που διέμεναν στα όρια του δήμου. Αυτοί εντάσσονταν σε χαμηλότερες κοινωνικοεπαγγελματικές θέσεις από εκείνους που εισέρρεαν από άλλες περιοχές, ενώ οι κάτοικοι του Μαρουσιού που μετακινούνταν για εργασία εκτός του δήμου τους είχαν ανάλογη κοινωνικοεπαγγελματική θέση με εκείνους που μετακινούνταν προς το Μαρούσι (βλ. Πίνακα 1), επιβεβαιώνοντας τη θετική συσχέτιση μεταξύ υψηλής κοινωνικοεπαγγελματικής θέσης και εύρους των μετακινήσεων για εργασία.

Οι μεταβολές στην περιοχή του συγκοινωνιακού αυτού κόμβου επηρέασαν και την κοινωνικοεπαγγελματική σύνθεση των κατοίκων της περιοχής. Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 2, ήδη το 2001 - την πιο πρόσφατη χρονολογία για την οποία διαθέτουμε στοιχεία - οι μεταβολές ήταν σημαντικές, ενώ είναι βέβαιο ότι επιταχύνθηκαν στη συνέχεια προς την ίδια κατεύθυνση. Κατά τη δεκαετία του 1990 η περιοχή του κόμβου (βλ. Σχήμα 1) αύξησε με συγκριτικά πολύ γρήγορους ρυθμούς τον πληθυσμό της, προσελκύοντας κατοίκους κυρίως από τις υψηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες (βλ. Πίνακα 2 και Σχήματα 2 & 3). Παράλληλα, στη μία πλευρά της (αριστερή με κατεύθυνση προς βορρά) απώλεσε σημαντικό ποσοστό τεχνιτών και υπαλλήλων σε χαμηλές θέσεις του τριτογενούς και είχε οριακή μόνο αύξηση του ποσοστού των ανειδίκευτων, παρά τη σημαντική αύξηση των τελευταίων στις περισσότερες περιοχές της πόλης μέσα στην ίδια δεκαετία, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι προσέλκυσε ελάχιστο αριθμό μεταναστών. Συνολικά, δηλαδή, οι επιχειρηματικές και άλλες πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή αυτή οδήγησαν σε έναν ιδιότυπο "εξευγενισμό" (gentrification), κάτι που δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί για τις περιοχές που αναπλάθονται στο κέντρο της πόλης, τουλάχιστον μέχρι το 2001.

Ο "εξευγενισμός" της περιοχής δεν αφορά μόνο την κοινωνική σύνθεση των κατοίκων. Αφορά περισσότερο την υψηλή συγκέντρωση νέων μορφών ψυχαγωγίας και κατανάλωσης (βλ. Εικόνα 5), με χαρακτηριστικότερα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τους κινηματογράφους με πολλαπλές αίθουσες. Οι επιλογές όσον αφορά τον τύπο των προϊόντων, την αισθητική και την "ασφάλεια" των χώρων, τα επίπεδα των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, τη χωρική και λειτουργική οργάνωση των καταστημάτων και της απαραίτητης υποδομής, παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά ζήτησης μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων. Παρόμοιες χωρικές συναρθρώσεις κατανάλωσης και ψυχαγωγίας έχουν αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες σε εξωαστικές περιοχές των ΗΠΑ (και αργότερα στη Δυτική Ευρώπη) στοχεύοντας στη ζήτηση των κοντινών σε αυτές και συνήθως αμιγώς μεσοαστικών προαστίων. Στην πολύ λιγότερο κοινωνικά διαχωρισμένη πραγματικότητα της Αθήνας, η χωροθέτηση ενός τέτοιου συμπλέγματος σε ένα συγκριτικά πολύ κεντρικότερο σημείο αποσκοπεί στην προσέλκυση των χωρικά πολύ πιο διασκορπισμένων μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργούν χώρους κοινωνικού διαχωρισμού με αντικείμενο την κατανάλωση και την ψυχαγωγία, παρά τον περιορισμένο στεγαστικό διαχωρισμό. Διαχωρίζουν, δηλαδή, κοινωνικά τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία της πόλης αναπτύσσουν και αναπαράγουν τον κοινωνικό διαχωρισμό στην εκπαίδευση με την καθημερινή μετακίνηση μαθητών από μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα που κατοικούν διασκορπισμένα σε διάφορες περιοχές της πόλης.

Θ.Μ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

 

Δοξιάδης, Κ. (1960) Η πρωτεύουσα και το μέλλον της, Αθήνα: Τεχνικό Γραφείο Δοξιάδη (σειρά εσωτερικών δημοσιεύσεων, RG-A 202).

ΕΚΚΕ - ΕΣΥΕ (2005) Πανόραμα απογραφικών δεδομένων 1991-2001, Αθήνα (Εφαρμογή βάσης δεδομένων για την άμεση πρόσβαση και επεξεργασία των σχετικών δεδομένων).

Κανδύλης, Γ. (2009) "Μετακινήσεις για εργασία, μετανάστευση και διαδικασίες αναπροσδιορισμού της λειτουργικής περιφέρειας της Αθήνας", Εμμανουήλ, Δ. Ζακοπούλου, Ε., Καυταντζόγλου, Ρ., Μαλούτας, Θ., Χατζηγιάννη, Α. (επιμ.) Κοινωνικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα των αρχών του 21ου αιώνα, Αθήνα: ΕΚΚΕ, σειρά Μελέτες - Έρευνες ΕΚΚΕ (9), σσ. 129-160.

Maloutas, T., Alexandri, G. (υπό δημοσίευση) "La gentrification dans les villes non gentrifiables? Rénovation urbaine et changement des structures sociales dans le centre d'Athènes", Preteceille, E., Rhein, C. (επιμ.) Ségrégation sociale et variations spatiales, Paris: La Découverte.