WEB_AERIAL_HYDRA

Φωτογραφία Ν.Δ., 2000.

WEB_MAP_HYDRA

Η διατήρηση του τοπίου της Ύδρας

Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ύδρας σήμερα, κι εκείνο που καθορίζει τη μορφή και τον χαρακτήρα της, είναι η γειτνίασή της με τον Πειραιά και η αυστηρή προστασία της από την Αρχαιολογική Υπηρεσία που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950. Το πρώτο, σε συνδυασμό με την αμφιθεατρική διάταξη του σύγχρονου, ικανού μεγέθους, ιστορικού οικισμού της (βλ. Εικόνες 1 και 2) κατέστησε την Ύδρα ασυναγώνιστη ως τουριστικό προορισμό για διαμονή σύντομης διάρκειας, την εποχή που απογειωνόταν η σχετική βιομηχανία στην Ελλάδα, στις αρχές του '60. Αυτά τα χαρακτηριστικά εξυπηρετούσαν εξίσου ιδανικά ξένους και έλληνες κοσμικούς με βάση την Αθήνα, που αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις, πιο ευέλικτες, σε σύγκριση με τη Ρόδο και την Κέρκυρα, τότε κύρια τουριστικά κέντρα της χώρας. Στη δημιουργία της κατάλληλης εικόνας είχαν τότε συμβάλει ιδιαίτερα η προβολή της ταινίας "Το παιδί και το δελφίνι" (1957), η καλλιτεχνική κίνηση και η κάλυψη από τον τύπο κάθε ξένης προσωπικότητας που επισκεπτόταν το νησί. Με άλλα λόγια, η Ύδρα, με το να γίνει «της μόδας», προηγήθηκε της Μυκόνου και της Σαντορίνης.

Από την άλλη πλευρά, η Ύδρα εξακολουθεί να συγγενεύει με την Πάτμο και τη Μονεμβασία, καθώς μοιράζεται μαζί τους την ίδια πολιτική προστασίας. Εκείνο δηλαδή που εδραίωσε και εξασφάλισε την επιβίωσή της στην κρίσιμη περίοδο της αρχικής της "ανακάλυψης" και "ανάπτυξης", ήταν το είδος και η συνέπεια της προστασίας που επιβλήθηκε στον οικισμό. Η επίσημη πολιτική προστασίας, σε συνδυασμό βέβαια με την υψηλή εισοδηματική στάθμη και την πλεονεκτική παιδεία των νεώτερων κατοίκων της, επέβαλε ένα ευρύτατα αποδεκτό καθεστώς ελέγχου του δομημένου περιβάλλοντος (βλ. Εικόνα 3). Η κοινωνική αποδοχή σε ιδεολογικό επίπεδο, που ως ένα σημείο απέρρεε από την οικονομικά επωφελή απόδοση της εκεί ακίνητης περιουσίας, σύντομα οδήγησε σε σειρά πρακτικών μέτρων όπως η απαγόρευση τροχοφόρων (βλ. Εικόνα 4) και ο αυστηρός έλεγχος επέκτασης του οικισμού. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις η επιβολή μορφολογικού κανονισμού για τις οικοδομές, ώστε να τηρηθεί το ενδεδειγμένο "τοπικό χρώμα», θα είχε πολύ λιγότερο νόημα.

Τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες μπορεί η Ύδρα να έχασε μέρος από την άλλοτε κοσμοπολίτικη αίγλη της, αλλά εξακολουθεί να αποκρούει με επιτυχία τις συχνές απόπειρες εκμαυλισμού της από επιθετικά κεφάλαια μεγάλων τουριστικών επενδύσεων. Με αυτό τον τρόπο παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη ως τουριστικός προορισμός σε ισορροπία ανάμεσα σε "μόνιμο" και "εποχικό" πληθυσμό εδώ και μισό αιώνα - κι αυτό δεν είναι λίγο. Ο σταθερός αυτός χαρακτήρας διακρίνεται σε φωτογραφικές απεικονίσεις του οικισμού, μετωπικές ή από αέρος, αλλά και σε πλησιέστερες λήψεις στα στενά δρομάκια με τα ασβεστωμένα, κλειστά μέτωπα των σπιτιών. Οι τουριστικές χρήσεις, όπως είναι φυσικό, έχουν διαβρώσει την παραλιακή ζώνη ως ένα ελεγχόμενο βάθος, αλλά το νησί δεν ενέδωσε στην ανάγκη δημιουργίας μιας τεχνητής πλαζ, που σήμερα λείπει, ούτε θέλησε να εξαφανίσει τα άλλοτε κυρίαρχα στοιχεία του αστικού εξοπλισμού της Ύδρας, όπως τα Καλά Πηγάδια (βλ. Εικόνα 5) και τα μεγαλόπρεπα αρχοντικά, δείγματα της ιστορίας της.

Αυτή η ηθελημένη "απολίθωση" της Ύδρας σε καθορισμένη μορφή πολεοδομική και αρχιτεκτονική, είναι πρωτοφανής στην ιστορία του νησιού, καθώς σε κάθε προηγούμενη χρονική τομή της, από την αρχική της δημιουργία ως το 1950, η Ύδρα χαρακτηριζόταν από έντονες αλλαγές. Θέλοντας να αποφύγουν τους διωγμούς μετά την οθωμανική κατάκτηση, πρόσφυγες Αλβανοί από τη γειτονική Πελοπόννησο (μέσα 15ου αι.) κατέφυγαν στο άγονο και άνυδρο, έρημο τότε, νησί απέναντι στις πελοποννησιακές ακτές (βλ. Σχήμα 1). Από αυτούς προήλθαν οι έμπειροι ναυτικοί που ανοίχτηκαν στο θαλάσσιο εμπόριο από τα μέσα του 17ου αι. και  μέσα σε ένα αιώνα πλούτισαν επεκτείνοντας τα ταξίδια τους από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Αλεξάνδρεια και την Τεργέστη, κι αυτοί με τη σειρά τους οδήγησαν στους τολμηρούς καπετάνιους που διασπούσαν τον αγγλικό αποκλεισμό στους ναπολεόντειους πολέμους και στους ήρωες της Επανάστασης που πρόσφεραν τα πλοία τους στον Αγώνα  (βλ. Σχήμα 2). Αντίστοιχα, εκείνη η άφταστη ακμή πριν την Επανάσταση θα οδηγούσε στην οικονομική καταστροφή του νησιού και την ερήμωση μετά την Απελευθέρωση, όταν εκποιήθηκαν τα άλλοτε δοξασμένα σκαριά και μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε στον Πειραιά. Ο αιώνας που ακολούθησε δεν άλλαξε σε τίποτα την κατάσταση μέχρι το "ξύπνημα" της Ύδρας στον τουρισμό στα μέσα του 20ού αι.

Οι παραπάνω εναλλαγές εκφράστηκαν με μεγάλη σαφήνεια στο χώρο. Ο Κωνσταντίνος Ε. Μιχαηλίδης (1967) χαρτογράφησε πρώτος τη σταδιακή εξέλιξη του οικισμού από την Κιάφα, την αρχική εγκατάσταση σε φυσικά οχυρωμένο σημείο σε απόσταση από τη θάλασσα, πλάι στα πολύτιμα για την εποχή Καλά Πηγάδια και με εποπτεία του λιμανιού όπου ήδη βρισκόταν – κατά ένα περίεργο τρόπο – η Μονή της Κοίμησης της Παναγίας στην προβλήτα  (βλ. Εικόνα 6), ως την μεταγενέστερη σταδιακή του εξάπλωση προς το λιμάνι, ακολουθώντας τρεις βασικούς ακτινωτούς άξονες. Δική του επίσης ήταν η διαφωτιστική σύγκριση της δομής του οικισμού με εκείνη ενός αρχαίου θεάτρου (βλ. Σχήμα 3). Ουσιαστική επίσης είναι η παρατήρηση για το υδραίικο τοπίο του Δημήτρη Φατούρου (2003), που υπογράμμισε τη “συνδυαστική, [το] συντονισμό και [τη] σύνθεση από τις μάντρες και τα σπίτια που αναπτύσσονται στις πλαγιές […] έτσι ώστε να συντίθεται μια απροσδόκητα πολύπλοκη γεωμετρία” (βλ. Εικόνα 7), την οποία “μεταμόρφωσε σε ένα σύνολο υψηλής αισθητικής” η ζωγραφική του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα (βλ. Εικόνα 8).

Σε μορφολογικό επίπεδο αρχιτεκτονικής, επίσης, καταγράφηκαν εξίσου εντυπωσιακές αλλαγές από τα αρχικά ορθογώνια κτίσματα με δώμα, που διακρίνονται σε απεικονίσεις του τέλους του 18ου αιώνα, στα νεωτερικά με κεραμίδια, χτισμένα (τα πιο σημαντικά, τα “αρχοντικά”) από ξένα, ιταλικά συνεργεία, πάνω σε μια τυπολογία που αργότερα θα διαδοθεί στην ευρύτερη περιοχή, από τις Σπέτσες μέχρι τη ΝΑ Πελοπόννησο (Τσακωνιά), με την οποία η Ύδρα διατηρούσε εμπορικές σχέσεις. Η αρχιτεκτονική αυτή, ιδιότυπο μίγμα παλιότερων τύπων και κατασκευαστικών μεθόδων από την ύπαιθρο της Πελοποννήσου, διακοσμητικών στοιχείων δανεισμένων από την Ευρώπη και την οθωμανική αρχιτεκτονική και νεώτερων αστικών (νεοκλασικών) προτύπων είναι μοιραία πλουσιότερη από την τυποποιημένη αρχιτεκτονική που προωθείται μέσα από σύγχρονους μορφολογικούς κανονισμούς.

 Δ.Φ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αρναούτογλου, Χ. Κ. (1986) "Ύδρα", Φιλιππίδης, Δ. (επιμ.) Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική τόμ. 4: Πελοπόννησος Α', Αθήνα: Μέλισσα, σσ. 279-312.

Michaelides, C. E. (1967) Hydra: A Greek Island Town, Chicago: Τhe University of Chicago Press.

Φατούρος, Δ. (2003) "Αργοσαρωνικός", Φιλιππίδης, Δ. (επιμ.) Νησιά του Αιγαίου. Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Μέλισσα.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία