WEB_AERIAL_AITOLIKO

Φωτογραφία Κ.Β., 2000.

Αιτωλικό, η πολιτεία του νερού

Στην αεροφωτογραφία κυριαρχεί το νησάκι του Αιτωλικού που επικοινωνεί με την προς ανατολή και προς δύση ξηρά μέσω δύο πολύτοξων πέτρινων γεφυριών, κάθε ένα εκ των οποίων έχει 300 μέτρα μήκος και 8 πλάτος. Το Αιτωλικό αποτελεί μια “πολιτεία του νερού” και περιβάλλεται από τις λιμνοθάλασσες του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου και τους ορεινούς όγκους της Βαράσοβας και του Ζυγού. Η απότομη και δυναμική τομή του όρους Αράκυνθου έρχεται να συναντήσει την πεδιάδα και το σύστημα των λιμνοθαλασσών, κυριαρχώντας οπτικά στο τοπίο. Ο ορεινός όγκος περιβάλει το συγκρότημα των λιμνοθαλασσών προστατεύοντάς το από τους ανατολικούς, βόρειους και δυτικούς ανέμους (βλ. Εικόνα 1). Όπως φαίνεται στην αεροφωτογραφία, τη βραχώδη, χαμηλή βλάστηση του Αράκυνθου ακολουθεί μια ζώνη με καλλιέργειες, ενώ η κυρίαρχη βλάστηση γύρω από την λιμνοθάλασσα εντοπίζεται στους αλμυρόβαλτους και τις αμμώδεις περιοχές. Τα λεπτά στρώματα γης (αποθέσεις χώματος) και οι εισχωρήσεις νερού σε αυτά δημιουργούν ένα ενδιαφέρον ανάγλυφο και ασυνεχή όρια στην ακτογραμμή.

Η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού αποτελεί τμήμα του συστήματος των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου, Αιτωλικού, Κλείσοβας (βλ. Σχήμα 1). Έχει έκταση 1.400 εκταρίων και προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ ως υγροβιότοπος υψηλής οικολογικής αξίας. Αποτελεί το βορειότερο τμήμα του υφάλμυρου οικοσυστήματος της περιοχής και επικοινωνεί προς Νότο με την κεντρική λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου μέσω των θολωτών ανοιγμάτων της γέφυρας της νήσου Αιτωλικού. Πρόκειται για τη βαθύτερη λιμνοθάλασσα της περιοχής με μέγιστο βάθος περίπου 30 μέτρα στο βόρειο τμήμα της. Ο υγροβιότοπος οριοθετείται ανατολικά από τον Εύηνο ποταμό, δυτικά από τον Αχελώο ποταμό, βόρεια από τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία και νότια από τον Πατραϊκό κόλπο (βλ. Εικόνα 2).

Η συνάντηση και ανάμειξη αλμυρού και γλυκού νερού δημιουργεί συνθήκες κατάλληλες για την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας στην πανίδα και τη χλωρίδα των υγροβιότοπων. Η υψηλή αλατότητα που προκαλείται το καλοκαίρι από την εξάτμιση του νερού, μετριάζεται με την εισροή γλυκού νερού στις λιμνοθάλασσες από τους γύρω αγρούς και κάποια μικρά ρέματα. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα εισρέουν ποσότητες γλυκού νερού, προερχόμενου εποχιακά από τους ποταμούς Αχελώο και Εύηνο. Οι λιμνοθάλασσες του Μεσολογγίου (βλ. Εικόνα 3) περιβάλλονται κυρίως από εκτεταμένους αλμυρόβαλτους, μεγάλο μέρος των οποίων αποξηράνθηκε αλλά παραμένει άγονο και αποτελεί βιότοπο άγριας ζωής. Παρά τη διαμόρφωση της γης, γύρω από τις λιμνοθάλασσες υπάρχουν ακόμα αλμυρόβαλτοι, λασπώδεις παραλίες και αμμώδεις περιοχές. Αναπτύσσεται με τον τρόπο αυτό μια μεγάλη ομάδα φυτοκοινωνιών από Salicornia και Arthrocnemum στους αλμυρόβαλτους, Ruppia, Enteromorpha, Zostera στα ρηχά νερά, και πυκνών καλαμιώνων (Phragmitetum) στα μέρη όπου εισρέει στις λιμνοθάλασσες γλυκό νερό.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του τοπίου συνίσταται στην άρρηκτη και δυναμική σχέση που ανέπτυξε κατά τη διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος με τη λιμνοθάλασσα. Η μικροκοινωνία των ψαράδων και οι παραδοσιακοί τρόποι αλιείας με τα “ιβάρια” και τις οικογενειακές βάρκες συνθέτουν έναν τύπο τοπικής οικολογίας.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες ψαράδων. Οι πρώτοι ασκούν τη δραστηριότητα της αλιείας μέσα στα κλειστά, με παραδοσιακό τρόπο οργανωμένα ιχθυοτροφεία, τα “ιβάρια” (βλ. Εικόνα 4), ακολουθώντας τις δεσμεύσεις του περιορισμένου ζωτικού χώρου, της συνεργασίας, της συλλογικότητας που διαμορφώνει η αναγκαστική συμβίωση μέσα σε αυτά. Η δεύτερη ομάδα ψαράδων, η ισχυρότερη και πολυπληθέστερη, είναι εκείνη των σκάπουλων, των αυτοδύναμων δηλαδή ως προς τα μέσα παραγωγής και εργασίας αλιέων, που συγκροτούν τη συλλογική τους ταυτότητα στη βάση του αυτόνομου στη δράση και στο πνεύμα ιδιοκτήτη-ψαρά (βλ. Εικόνα 5).

Η οικογενειακή εκμετάλλευση της παραγωγής στην περίπτωση αυτή δεν αποτελεί ένδειξη συντηρητισμού και επιβίωσης παραδοσιακών δομών. Αντιθέτως, συνθέτει ένα μόνιμο και εγγενές χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής υπαίθρου και οικονομίας και αποτελεί ένα πεδίο αντίστασης στις προβλεπόμενες κατηγοριοποιήσεις και καθιερωμένες διαδικασίες του εκσυγχρονισμού.

Η μελέτη επίσης της καθημερινής ζωής των ψαράδων παραπέμπει στην κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα των ίδιων των πόλεων του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου, των οποίων η πολιτισμική ταυτότητα προσδιορίζεται σημαντικά από την επιμέρους συλλογική ταυτότητα των ψαράδων και από τον ζωτικό τους χώρο, τη λιμνοθάλασσα.

Οι ψαράδες και οι πόλεις τους βίωσαν με τον χειρότερο τρόπο στις αρχές της δεκαετίας του '70 τις διαδικασίες ενσωμάτωσης στο λεγόμενο εκσυγχρονισμό της χώρας. Κατά την περίοδο της δικτατορίας το περιβάλλον επιβαρύνθηκε σημαντικά και τα λεγόμενα αναπτυξιακά έργα – αποξηράνσεις, επέκταση των αλυκών, δημιουργία της περιμετρικής οδού – επέφεραν δραματικές επιπτώσεις στο τοπίο (βλ. Εικόνα 6).

Παλιά το νερό, θυμούνται οι κάτοικοι, το χειμώνα κάλυπτε τη μισή πόλη και οι μετακινήσεις γίνονταν με βάρκες. Τα σπίτια τους χτίζονταν με τον παραδοσιακό τρόπο, και βρίσκονταν πάνω στη λίμνη (βλ. Εικόνα 7).

Όσον αφορά την κοινωνική υπόσταση των φύλων, είναι αξιοσημείωτο ότι οι ψαράδικες κοινωνίες οργανώνονται στη βάση της απουσίας των αντρών συνδέοντας το πεδίο δράσης τους με το "έξω". Από την άλλη οι γυναίκες δεν ανήκαν αναγκαστικά στο "μέσα", στο κλειστό, αλλά εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της λιμνοθάλασσας ανήκαν σε ένα σημασιολογικό πεδίο μεταξύ του "μέσα" και του "έξω". Οι γυναίκες ετοίμαζαν το παραγάδι τραγουδώντας. Έπρεπε να παράγουν γρήγορα και πολλά, γι' αυτό και η πραγματική δύναμη του νοικοκυριού βασιζόταν στις γυναίκες.

Σήμερα, οι αξιόλογες αυτές μικροκοινωνίες βρίσκονται σε κρίση. Η κοινωνική συνοχή των ψαράδων έχει διαταραχθεί και μαζί και η ισορροπία όλου του ευάλωτου και άμεσα εξαρτώμενου από τον άνθρωπο οικοσυστήματος. Η σύνθεση των ιβαράδων και των σκάπουλων είναι ρευστή και ευκαιριακή. Οι παλιές παραδοσιακές τεχνικές αλιείας έχουν εγκαταλειφθεί. Τα διάφορα αναπτυξιακά έργα, όπως η κατασκευή αναχωμάτων σε όλη την περίμετρο της κεντρικής λιμνοθάλασσας, για να δημιουργηθούν οι αλυκές, είχαν ως συνέπεια την αποκοπή της από όλους σχεδόν τους παράκτιους υγρότοπους, που ήταν εξαιρετικής σημασίας για την βιοποικιλότητά της. Επίσης δυσχέρανε την κυκλοφορία των νερών, αφού τα αναχώματα ανακόπτουν την ορμή των τοπικών ρευμάτων της λιμνοθάλασσας (βλ. Εικόνα 8).

Το μέλλον είναι αβέβαιο για το οικοσύστημα των λιμνοθαλασσών καθώς και για τη μικροκοινωνία των ψαράδων του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου, που συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα της αρμονικής σχέσης ανθρώπου και φύσης.

Δ.ΓΚ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Βουγιουκαλάκης, Γ., Δαλαμπάκης, Π., Δασενάκης, Μ., Κρασακοπούλου, Ε., Μαντζάρα, Β., Νικολαϊδης, Π., Ψαρά, Σ. (1990) Λιμνοθάλασσα Αιτωλικού: Αίτια και επιπτώσεις της οικολογικής καταστροφής του Νοεμβρίου 1990, Αθήνα: Ι.Γ.Μ.Ε., ΙΝ.ΥΠ.Ο., Εργαστήριο Χημικής Ωκεανογραφίας.

Γαλάνη, Μ. (2008) Αιτωλικό. Ένα όνομα χίλιες λέξεις, Αθήνα: Σαπλαούρας.

Μπάδα, Κ. (2004) Ο κόσμος της εργασίας. Οι ψαράδες της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου (18ος- 20ος αιώνας), Αθήνα: Πλέθρον.