WEB_AMVRAKIKOS

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

Ακτές Διακοφτού και παραθαλάσσια Κορινθία

Στην αεροφωτογραφία φαίνεται η πεδινή έκταση του Διακοφτού, στην έξοδο του φαραγγιού του Βουραϊκού. Στο κέντρο της φωτογραφίας η πύκνωση του οικισμού δηλώνει το σταθμό του τραίνου όπου ξεκινά και ο οδοντωτός για τα Καλάβρυτα. Στο αγροτικό τοπίο με τις δενδρώδεις καλλιέργειες και τη διάσπαρτη δόμηση εντοπίζονται τέσσερα σημαντικά γραμμικά στοιχεία: η σιδηροδρομική γραμμή, ο άξονας προς το μικρό λιμάνι, η κοίτη του Βουραϊκού (δεξιά) και στο βάθος η εθνική οδός.

Η πελοποννησιακή ακτογραμμή του Κορινθιακού κόλπου εμφανίζεται σήμερα ως χώρος γενικευμένης οικιστικής ανάπτυξης με έμφαση, από την άποψη του δομημένου χώρου, στην παραθεριστική κατοικία και, από την άποψη των καλλιεργειών και της αγροτικής παραγωγής, ως χώρος αμπελουργίας και δενδροκαλλιεργειών. Είναι εύκολο να διακρίνουμε στην περίπτωση αυτή ένα σύγχρονο “περιαστικό” φαινόμενο (βλ. Εικόνες 1, 2 και 3). Ασφαλώς και οι δύο αυτές δραστηριότητες, οικιστική και παραγωγική, παίρνουν τη σημερινή μορφή τους στις συνθήκες του Αθηναϊκού γιγαντισμού (1945 περ. κεξ.) και αποτελούν παράγωγό του, αλλά τα φαινόμενα αυτά έχουν μεγαλύτερο ιστορικό βάθος και έχουν εμφανιστεί, σε απλούστερες μορφές, πολλές δεκαετίες νωρίτερα. Έχουμε πράγματι στη διάθεση μας επαρκή στοιχεία για την οικιστική κατάσταση και τις καλλιέργειες της περιοχής, από τη βενετοκρατία (1685-1715), και ειδικότερα το έτος 1700 ως σήμερα, που μας επιτρέπουν να έχουμε μια καθαρή εικόνα των πραγμάτων.

Με αφετηρία το 1700, και μέσα από αλλεπάλληλες πολεμικές αναστατώσεις (1715: επανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, 1770: Ορλωφικά και Αλβανική καταδυνάστευση) η περιοχή παραμένει στάσιμη αλλά και με ένα κρυμμένο δυναμισμό, αφού κατορθώνει να αναπαράγεται και να επουλώνει τις πληγές της, δημογραφικές και οικονομικές, συνεχίζοντας μακραίωνες μορφές οίκησης, καλλιεργειών και επιβίωσης. Και ως “μακραίωνες” μορφές οίκησης θεωρούμε το ορεινό οχυρό χωριό, βυζαντινής και μεταβυζαντινής καταγωγής, ως μακραίωνες δε μορφές καλλιεργειών, την αυτοδύναμη καλλιέργεια δημητριακών σε διάσπαρτα ορεινά και άγονα εδάφη και τη διατήρηση μιας στοιχειώδους οικιακής κτηνοτροφίας. Ως μακραίωνη μορφή επιβίωσης, την αυτοκατανάλωση.

Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια ματιά στην ιστορία της περιοχής για την περίοδο 13ου – 17ου αιώνα, οπότε εναλλάχθηκαν στην Πελοπόννησο τρεις κυριαρχίες, Φραγκική, Βυζαντινή, Τουρκική, οι οποίες ασφαλώς έχουν πολλά να μας διδάξουν. Για λόγους όμως οικονομίας της προσέγγισής μας θα χρησιμοποιήσουμε ως χρονολογία έναρξης τη Βενετοκρατία (1685 – 1715) προχωρώντας σταδιακά στη β’ Τουρκοκρατία, την Ελληνική Επανάσταση και τη ζωή στο ελεύθερο κράτος που φθάνει ως σήμερα.

Με βάση το έτος 1700 που διαθέτουμε αξιοποιήσιμα στοιχεία απογραφών και καταστιχώσεων, διαπιστώνουμε εύκολα την απουσία οικισμών και καλλιεργειών στην πεδινή και παραλιακή ζώνη, πλην ενός μικρού θύλακα στην πεδιάδα της Βόχας όπου εμφανίζεται μια συστάδα από πεδινά, όχι πάντως παραθαλάσσια, χωριά με πολύ μικρό αριθμό κατοίκων που μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι αποτελούν ένα μικρό πεδινό οικιστικό δίκτυο τοπικού ενδιαφέροντος. Έχω την αίσθηση ότι αυτή την εποχή η μικρή πεδινή οικιστική ενότητα της Βόχας ζει στη σκιά, δηλ. υπό την προστασία, του υπερ-τοπικού φρουρίου της Κορίνθου, του οποίου αποτελεί ένα καλλιεργητικό ανάπτυγμα και όχι τόσο σε επικοινωνία με την κορινθιακή ενδοχώρα όπως συνέβη αργότερα, κατά τον ύστερο 18ο και τον 19ο αιώνα. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας (c. 1700) αντίθετα προς την ερημιά της ακτογραμμής, εξαιρουμένου του θύλακα της Βόχας, το εσωτερικό της περιοχής έχει πυκνή (συγκριτικώς) οίκηση, όπως φαίνεται από τη διάταξη των τριών μεγαλύτερων οικισμών της μεταξύ Κορίνθου (φρουρίου και οικισμού) και Αιγίου (Βοστίτσας) περιοχής. Η διάταξη των δύο ακραίων οικισμών (Κορίνθου – Βοστίτσας) και κυρίως των τριών ενδιάμεσων (Τρικάλων, Ζάχολης, Διακοφτού) είναι χαρακτηριστική (βλ. Εικόνα 4). Πρόκειται για τρεις ορεινούς ή ημιορεινούς οικισμούς διασπασμένους σε μαχαλάδες (συνοικίες) που είναι και οι τρεις βυζαντινής, τουλάχιστον, καταγωγής και δεσπόζουν μιας ευρύτερης, σταθερά κατοικημένης, εσωτερικής– ορεινής γεωγραφικής ζώνης (βλ. Εικόνες 5 και 6). Η απουσία στοιχείων για την αγροτική παραγωγή και τις καλλιεργητικές συνθήκες αυτής της ζώνης δεν αποτελεί πρόβλημα. Τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει το ορεινό Πελοποννησιακό πρότυπο – δημητριακά, όσπρια, μικρή κτηνοτροφία – αφού η εμπορευματική σταφίδα δεν έχει ακόμη διεισδύσει στην περιοχή.

Για να εντοπίσουμε την επόμενη φάση της οικιστικής και αγροτικής μεταλλαγής πρέπει να περάσουν περισσότερα από εκατό χρόνια. Πράγματι, τα πρώτα αξιόπιστα απογραφικά στοιχεία εμφανίζονται το 1815 για την Κορινθία και την Αιγιάλεια και το 1829 για όλη την περιοχή με την λεγόμενη απογραφή Καποδίστρια που δημοσιεύτηκε συνολικά από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή λίγο αργότερα. Θεωρώντας ότι και οι δύο πηγές (1815 και 1829) καταγράφουν από την άποψη που μας ενδιαφέρει, μια κοινή πραγματικότητα, διαπιστώνουμε μια οικιστική εικόνα που παραπέμπει σε οικιστικά πρότυπα του προχωρημένου 19ου και του 20ού αιώνα, και όχι σε εκείνα που αποτυπώνονται στα στοιχεία των βενετικών απογραφών.

Βέβαια η απόσταση των 115 ή των 130 ετών από το 1700 δεν μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τις ενδιάμεσες φάσεις αυτής της αλλαγής, αλλά με βάση τις γενικές γνώσεις μας για την εποχή και την περιοχή, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα πρόδρομα φαινόμενα αυτής της μετάβασης, από το δημητριακό δηλ. πρότυπο στις εμπορευματικές καλλιέργειες (=σταφίδα), πυκνώνουν προς τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και ολοκληρώνονται στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης.

Η μετεπαναστατική φάση ανάπτυξης, αν και παρουσιάζει τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά με την προηγούμενη και αποτελεί συνέχεια της, ξεχωρίζει τώρα από τη μεγαλύτερη ελευθερία των μετακινήσεων, την ταχύτερη επέκταση των καλλιεργούμενων εδαφών και την κάθετη αύξηση της παραγωγής. Δεν μπορούμε να ορίσουμε με ακρίβεια το καταληκτικό χρονικό όριο αυτής της περιόδου. Αν οι απαρχές της τοποθετούνται στα ίδια τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης το τέλος της πρέπει να τοποθετηθεί στα χρόνια της σταφιδικής κρίσης, κάπου στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Άλλα ετερογενή γεγονότα μπορούν να συνυπολογιστούν: λειτουργία σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Πατρών, διάδοση σουλτανίνας, γενικότερα η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων διατροφής.

Ας επιστρέψουμε όμως στα πρώτα χρόνια της ζωής του ελεύθερου κράτους. Μετά την Ελληνική Επανάσταση εμφανίζεται ένα τεράστιο κύμα μετακίνησης ορεινών πληθυσμών της Πελοποννήσου προς τις ακαλλιέργητες πεδινές περιοχές, που αποτελεί ιστορικό σταθμό για την οικιστική οργάνωση της χερσονήσου. Ορισμένες κεντρικές επαρχίες έδωσαν μετακινήσεις σχετικώς μεγαλύτερων αποστάσεων όπως π.χ. η Γορτυνία που έστειλε πληθυσμό στις επαρχίες Μεσσήνης, Πυλίας, Ηλείας, Αχαΐας κ.ά., ενώ άλλες, όπως η ορεινή Κορινθία και το προς το Κορινθιακό τμήμα της Επαρχίας Καλαβρύτων, έδωσαν μετακινήσεις μικρότερων αποστάσεων. Εδώ, από τους καθ' αυτό ορεινούς όγκους της Ζήρειας, του Χελμού και εν μέρει του Παναχαϊκού καθώς και από τους προβούνους των, οι πληθυσμοί μετακινήθηκαν προς τη διαθέσιμη παραθαλάσσια λωρίδα του Κορινθιακού Κόλπου και ίδρυσαν νέους οικισμούς. Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι σε όλη την περιοχή Κορίνθου – Αιγίου (αλλά και σε εκείνη Αιγίου – Πατρών – Κάτω Αχαγιάς) επικρατεί αυτή την περίοδο ένα ενιαίο οικιστικό και καλλιεργητικό πρότυπο, πράγμα ευεξήγητο αφού η περιοχή παρουσιάζει σχεδόν ταυτόσημα γεωλογικά, εδαφολογικά, κλιματολογικά και καλλιεργητικά χαρακτηριστικά. Αλλά και το άμεσο οικονομικό κίνητρο της αλλαγής (βασικά η καλλιέργεια της μαύρης κορινθιακής σταφίδας) ωθεί σε μια ενιαία μεθοδολογία εποικισμού και καλλιεργητικών πρακτικών. Ο εμπορευματικός χαρακτήρας του προϊόντος είναι ο θεμελιώδης όρος της διάσπασης του κύκλου της αυτοκατανάλωσης των ορεινών χωριών και η προσχώρηση τους στην περιπέτεια της εσωτερικής μετανάστευσης.

Η ανυπαρξία ισχυρών οικισμών στην πεδιάδα γύρω από τους οποίους θα μπορούσαν να εγκατασταθούν οι νέοι οικιστές, ο σχεδόν εποχιακός χαρακτήρας της σταφιδοκαλλιέργειας που επέτρεπε την εποχιακή επίσης παρουσία των καλλιεργητών στις σταφιδαμπέλους και τη μη άμεση και οριστική εγκατάλειψη του σχετικώς πλησιόχωρου αρχικού ορεινού οικισμού, δίπλα σε άλλες σημαντικές γαιοκτητικές παραμέτρους που δεν εξετάζονται εδώ, είναι μερικοί από τους λόγους της δημιουργίας, στην πρώτη μετεπαναστατική φάση, ενός εύθραυστου δικτύου καλλιεργητικών και οικιστικών μικροπυρήνων, σε οικογενειακή – κοινοτική κυρίως βάση (Χαλκιάνικα, Βαλιμήτικα κ.λ.π), από τους οποίους πολλοί εξελίχθηκαν σε συμπαγείς οικισμούς, ενώ άλλοι διαλύθηκαν ή συγχωνεύτηκαν με παρακείμενους οικισμούς. Πάντως, ίχνη αυτής της αρχικής αστάθειας του εποικισμού διαιωνίζονται ως τις μέρες μας με την διάχυτη παρουσία παλαιών μεμονωμένων οικισμών στην περιοχή και τη δημιουργία νέων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει λόγος για ένα επίσης αξιόλογο στοιχείο της τοπικής παραγωγής, εννοώ την ελαιοκαλλιέργεια, η οποία απουσιάζει από την παρούσα προσέγγιση, και όχι χωρίς λόγο. Αντίθετα, ο πρωτοπόρος Έλληνας γεωγράφος Αντώνιος Μηλιαράκης στο σπάνιας ποιότητας βιβλίο του για τη Γεωγραφία της Κορινθίας (1888), σε κάθε ευκαιρία, όταν διαθέτει σχετικά στοιχεία, μιλάει για την επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας, για τον ελαιώνα του Δερβενίου κ.α. Ο λόγος όμως της δικής μας παράκαμψης, και όχι βέβαια αποσιωπήσης, της διάδοσης της ελιάς, δεν έχει να κάνει με υποτίμηση του πραγματικού γεγονότος, όσο με το ότι η ελιά δεν είναι ακόμη για την περιοχή, και μάλλον δεν έγινε ποτέ, εμπορευματική καλλιέργεια. Είναι συμπληρωματική καλλιέργεια που ασφαλώς συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών και του επιπέδου ζωής του αγροτικού νοικοκυριού, εξακολουθεί όμως σε μεγάλο βαθμό να σχετίζεται με την αυτοκατανάλωση και πάντως με την τοπική αγορά.

Η δυσκολία χρονολογικού προσδιορισμού του τέλους της περιόδου αυτής είναι φυσικό να μεταβιβάζεται ως δυσκολία προσδιορισμού έναρξης της επομένης, αυτής που σε γενικές γραμμές θα περιγράψουμε αμέσως παρακάτω.

Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η νέα περίοδος, ας την ονομάσουμε: του 20ου αιώνα, είναι άρρηκτα δεμένη με την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, την αστική ανάπτυξη της χώρας και μάλιστα των πόλεων της περιοχής (Πάτρα, Αίγιο, Κόρινθος κ.ά.) με αποκορύφωμα τον γιγαντισμό της Αθήνας από τα μέσα του 20ου αι. περίπου. Η περίοδος αυτή που ασφαλώς πρέπει να διαιρεθεί σε υποπεριόδους, παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α) οικιστική κατάσταση. Συνεχίζεται η ανοικοδόμηση χωρικών κατοικιών, διάχυτων εντός του αγροτικού τοπίου και ιδιαίτερα εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής και της παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών – Πατρών, και σε μικρότερη έκταση στην μεταξύ παλαιάς οδού και ακτής ζώνης. Σταδιακά, και με κλιμακούμενη ένταση, εμφανίζεται η οικοδόμηση εποχικών κατοικιών Αθηναίων κυρίως παραθεριστών στην παραθαλάσσια κυρίως ζώνη. Ας σημειωθεί πάντως ότι τέτοιες παραθεριστικές κατοικίες συναντάμε και στο εσωτερικό της περιοχής, σε κάποιους παλαιούς οικισμούς που εν μέρει εγκαταλείφθηκαν από τους αρχικούς κατοίκους τους ή σε άλλα σημεία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους,

β) καλλιεργητικές αλλαγές. Συνακόλουθα προς την οικιστική κατάσταση, η γεωργική αλλαγή παίρνει μια αρκετά πρωτότυπη μορφή. Αντικαθίστανται δηλαδή, σταδιακά βέβαια και αυθόρμητα, οι παλαιοί αμπελώνες κορινθιακής (μαύρης) σταφίδας με εσπεριδοειδή (λεμόνια, πορτοκάλια, μανταρίνια) και οπωροφόρα (βερίκοκα κ.α.) προοριζόμενα όλα για το εμπόριο (αγορά Αθήνας – εξαγωγές). Το ίδιο ισχύει και για παλιότερες δημητριακές γαίες στις οποίες επεκτάθηκε η δενδροκαλλιέργεια. Εδώ πρέπει να επισημανθεί μια ιδιοτυπία. Η επιβίωση της Σουλτανίνας. Η ποικιλία αυτή γνωστή στη διεθνή αγορά ως σταφίδα Σμύρνης, εισήχθη στην Ελλάδα μετά την Ελληνική Επανάσταση και κατέλαβε έκτοτε ένα μεγάλο μέρος του σταφιδαμπελώνα της Κορινθίας. Δεν γνωρίζουμε τις αναλογίες καλλιεργουμένων εδαφών και παραγωγής των δύο προϊόντων (Κορινθιακής-μαύρης, Σουλτανίνας- ξανθιάς) αλλά η σταφιδική κρίση του 19ου αιώνα και οι καλλιεργητικές αλλαγές του 20ου επηρέασαν φαίνεται λιγότερο τη Σουλτανίνα από ότι την Κορινθιακή (μαύρη), λόγω της σταδιοδρομίας της πρώτης ως επιτραπέζιου σταφυλιού εσωτερικής κατανάλωσης και εξαγωγής και του περιορισμού της καλλιέργειας στη ζώνη που μελετάμε, ενώ η καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας είχε επεκταθεί στο σύνολο των πελοποννησιακών εδαφών.

Οι συνθήκες της αλλαγής είναι άκρως ενδιαφέρουσες και βέβαια αλληλοϋποστηριζόμενες. Το φυσικό καλλιεργημένο τοπίο ήταν παραγωγικό, το εντός αυτού οικιστικό δίκτυο ήταν ζωηρό και ευχάριστο, η γειτονία μιας υπέροχης θάλασσας και η ελάχιστη απόσταση ενός φιλικού βουνού και, τέλος, η “αρίστη” (optimum) απόσταση από το μεγάλο αστικό κέντρο (Αθήνα), δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για ένα αξιοπρόσεκτο τύπο αγροτικής – περιαστικής ανάπτυξης. Η κορινθιακή παραλία, εκτός από τη μαύρη σταφίδα που έστελνε στο εξωτερικό, έστελνε (και στέλνει) στην Αθήνα εσπεριδοειδή, επιτραπέζια σταφύλια και άλλα φρούτα, και δεχόταν στους κόλπους της Αθηναίους παραθεριστές. Έτσι καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί σήμερα ο προαστιακός σιδηρόδρομος της Αθήνας φθάνει ως το Κιάτο.

Β.Π.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Bory de Saint-Vincent, J. B.  (1832-1836) Expédition scientifique de Morée. Section des Sciences physiques, τ. I-V, Paris: Chez F.G. Levrault.

Ζωγράφος, Δ. (1976) Ιστορία της ελληνικής γεωργίας, τ. Α΄-Γ΄, Αθήνα: Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας [1921-1924].

Ζωγράφος, Δ. (1930) Ιστορία της σταφίδος, Αθήνα: Τυπ. Κ.Δ. Τσερώνη

Καλλιβρετάκης, Λ. (1990) Η δυναμική του αγροτικού εκσυχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα: Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος.

Κορδώσης, Μ. (1981) Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους, Αθήνα: Καραβίας.

Leake, W. M. (1830) Travels in the Morea. With a map and plans, (3 vols.), London: John Murray.

Leake, W. M. (1846) Peloponnesiaka: a supplement to the Travels in the Morea, London: J. Rodwell

Μηλιαράκης, Α. (1886) Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία, του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήνα.

Ντόκος, Κ., Παναγόπουλος, Γ. (1993) Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα: Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος.

Παναγιωτόπουλος, Β. (1985) Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο-Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.

Pouqueville, F. C. H. L. (1825-1826) Voyage de la Grèce, β΄ εκδ., τ. I-VI, Paris.

Σακελλαρίου, Μ. (1939) Η Πελοπόννησος κατά την Δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα: Ερμής.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία