WEB_AERIAL_OINOFYTA

Φωτογραφία Ν.Δ., 2002.

WEB_MAP_NAYPLIO

Η βιομηχανική συγκέντρωση των Οινοφύτων

Στην αεροφωτογραφία φαίνεται (από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά) τμήμα της “άτυπης” βιομηχανικής περιοχής των Οινοφύτων στην πεδιάδα της Βοιωτίας. Στο κέντρο, ο βασικός οδικός άξονας της χώρας, γνωστός ως ΠΑΘΕ/E-75, ο οικισμός των Οινοφύτων και στον ορίζοντα η Πάρνηθα.

Η περιοχή Οινοφύτων-Σχηματαρίου-Τανάγρας στη Βοιωτία συνιστά τη μεγαλύτερη βιομηχανική συγκέντρωση στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Έχει αναπτυχθεί σε μια έκταση 15.000 στρεμμάτων δίπλα στα σύνορα του νομού με την Αττική κατά μήκος του οδικού άξονα ΠΑΘΕ/E-75 και της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας–Θεσσαλονίκης-Ειδομένης, που αποτελούν τμήματα του Διεθνούς Ευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (βλ. Εικόνα 1). Πρόκειται για μια “άτυπη” βιομηχανική περιοχή που αποτελεί δορυφορική ανάπτυξη του βιομηχανικού συγκροτήματος της Αθήνας. Η δημιουργία της οφείλεται στο Προεδρικό Διάταγμα 84/1984 το οποίο απαγόρευε την ίδρυση νέων αλλά και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων βιομηχανιών στην Αττική και έδινε κίνητρα σε όσες χωροθετούνταν σε απόσταση μεγαλύτερη από 60 χλμ. από την Αθήνα. Η βιομηχανική συγκέντρωση των Οινοφύτων βρίσκεται ακριβώς στο όριο που έθεταν οι τότε αναπτυξιακοί νόμοι όπως και οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις προς την Κόρινθο και στις γειτονικές περιοχές της Θεσσαλονίκης. Τα επενδυτικά σχέδια των περισσότερων μονάδων που είναι εγκατεστημένες στα Οινόφυτα έχουν χρηματοδοτηθεί στα πλαίσια αναπτυξιακών νόμων, παρά τα σημαντικά χωροθετικά πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η περιοχή.

Οι επιχειρήσεις απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα των ισχυρών εξωτερικών οικονομιών αστικοποίησης από τη γειτνίαση με το μεγάλο αστικό κέντρο της πρωτεύουσας, χωρίς να επιβαρύνονται από τις αρνητικές εξωτερικές οικονομίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που έχουν χωροθετηθεί εντός του αστικού κέντρου. Στα μέσα της δεκαετίας 1980 η βιομηχανική συγκέντρωση των Οινοφύτων γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη με περισσότερα από 300 εργοστάσια και 60.000 εργαζόμενους/ες. Πρόσφατα στοιχεία εκτιμούν ότι στην περιοχή είναι χωροθετημένες λιγότερες από 200 μεταποιητικές μονάδες (βλ. Εικόνα 2). Οι περισσότερες από αυτές είναι μικρές μονάδες που δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα κλαδικών ειδικεύσεων. Ξεχωρίζει ένας μικρός αριθμός μεγάλων μονάδων για τα ελληνικά δεδομένα που κατέχουν ηγετική θέση στον κλάδο τους και αποτελούν πολύ σημαντικούς εργοδότες. Οι μεγάλες μονάδες δραστηριοποιούνται κυρίως στους κλάδους της μεταλλουργίας, των μεταλλικών κατασκευών και της χημικής βιομηχανίας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι χημικές βιομηχανίες ICI και BERLING, οι μεταλλουργικές βιομηχανίες BIOΧΑΛΚΟ, ΜΑΪΛΗΣ καθώς και το εργοστάσιο της Ε.Α.Β.

Η συμβολή τους στην τοπική απασχόληση δεν είναι μικρή. Ένας σημαντικός αριθμός ντόπιων και οικονομικών μεταναστών που έχει εγκατασταθεί μόνιμα στους γειτονικούς οικισμούς εργάζονται στις βιομηχανίες της περιοχής. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων οι γειτονικοί οικισμοί έχουν πολλαπλασιάσει τον πληθυσμό τους. Επιπλέον εκτιμάται ότι περίπου 10.000 εργαζόμενοι/ες μετακινούνται σε ημερήσια βάση, συχνά με λεωφορεία των επιχειρήσεων, από την ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας προκειμένου να εργαστούν στα Οινόφυτα. Είναι προφανές ότι οι εργαζόμενοι/ες αυτοί εκτελούν τις πιο εξειδικευμένες εργασίες και απολαμβάνουν τις καλύτερες αμοιβές.

Ωστόσο οι επιχειρήσεις αυτές, κατά κανόνα, δεν ανέπτυξαν ισχυρές διασυνδέσεις με την περιοχή εγκατάστασης τους και η συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη είναι περιορισμένη. Συνήθως ανήκουν σε επιχειρηματίες που κατοικούν εκτός της περιοχής, έχουν την έδρα τους στην Αθήνα και προμηθεύονται πρώτες ύλες, ενδιάμεσες εισροές και υπηρεσίες εκτός της περιοχής. Δηλαδή, τα εισοδήματα που δημιουργούνται από τη δραστηριότητα των μονάδων είτε ως επιχειρηματικά κέρδη είτε ως αμοιβές της εργασίας και των άλλων παραγωγικών συντελεστών διαρρέουν εκτός της περιοχής, με κύρια κατεύθυνση την Αττική. Η αύξηση λοιπόν του ΑΕΠ του νομού Βοιωτίας είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική.

Η άτυπη και άναρχη βιομηχανική ανάπτυξη στα Οινόφυτα είχε ως αποτέλεσμα οι μονάδες να μην έχουν πρόσβαση σε απαραίτητες τεχνικές υποδομές όπως βασικά δίκτυα οδοποιίας και υδροδότησης, κεντρικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης και, κυρίως, εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων και λυμάτων. Οι ελλείψεις αυτές, σε συνδυασμό με τους πλημμελείς ελέγχους σε επίπεδο επιχείρησης, έχουν οδηγήσει στη σοβαρή περιβαλλοντική υποβάθμιση της ευρύτερης περιοχής. Το σοβαρότερο περιβαλλοντικό πρόβλημα προκαλείται από την ανεξέλεγκτη λειτουργία 60 περίπου εργοστασίων της περιοχής που δεν διαθέτουν ή δεν θέτουν σε λειτουργία τον απαραίτητο εξοπλισμό επεξεργασίας αποβλήτων και λυμάτων με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον (βλ. Εικόνα 3). Οι μονάδες αυτές, που δραστηριοποιούνται κυρίως στην επεξεργασία μετάλλων, διοχετεύουν ακατέργαστα υγρά απόβλητα στον ποταμό Ασωπό με αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων εξασθενημένου χρωμίου στα νερά του ποταμού και την επιμόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα της ευρύτερης περιοχής. Το εξασθενημένο χρώμιο είναι καρκινογόνο οξειδωτικό που έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνει την προδιάθεση για ανάπτυξη καρκίνου σε ζωτικά όργανα. Μετρήσεις σε γεωτρήσεις στα Οινόφυτα και τον Ωρωπό έχουν ανιχνεύσει εξασθενές χρώμιο σε ανώτερα επίπεδα από το κατώφλι των 50 μικρογραμμάριων ανά λίτρο που έχει θέσει ως όριο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.  Εκτός από τον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής που κατοικεί σε οικισμούς που υδροδοτούνται από τα υπόγεια ύδατα της περιοχής, δυνητικά είναι εκτεθειμένοι στη ρύπανση και κάτοικοι άλλων περιοχών που καταναλώνουν αγροτικά προϊόντα τα οποία ποτίζονται με νερό από τα τοπικά δίκτυα ή μεταποιημένα τρόφιμα παραγόμενα με το νερό αυτό. Το πρόβλημα της ρύπανσης ανέδειξαν οι κινητοποιήσεις και αντιδράσεις των κατοίκων των περιοχών, των περιβαλλοντικών οργανώσεων και η προβολή του από ΜΜΕ μεγάλης εμβέλειας. Η ρύπανση του ποταμού Ασωπού αναγνωρίζεται επίσημα από το ΥΠΑΝ ως “χρόνιο και σύνθετο πρόβλημα” χωρίς όμως να έχει γίνει μέχρι το 2009 κάποια σημαντική ενέργεια (βλ. Εικόνες 4 και 5).

Στα πλαίσια του Εθνικού Χωροταξικού για την Βιομηχανία (βλ. Σχήμα 1) έχει προγραμματιστεί η ποιοτική αναδιάρθρωση της περιοχής και η δημιουργία Β.Ε.ΠΕ. (Βιομηχανική και Επιχειρηματική Περιοχή) εθνικής εμβέλειας σε περιοχή έκτασης 2.000 στρεμ. στη ζώνη Οινοφύτων–Σχηματαρίου–Τανάγρας, στην οποία θα εγκατασταθούν και αποθηκευτικοί χώροι και κέντρα διανομής του τριτογενή τομέα. Στα πλαίσια της ΒΕΠΕ πρόκειται να κατασκευαστούν τα απαραίτητα έργα για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος (οργανωμένος χώρος υποδοχής επιχειρήσεων, εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού, δίκτυο αποχέτευσης ακαθάρτων, κ.α.). Ωστόσο οι εργασίες υλοποίησης των έργων είναι εξαιρετικά αργές και τα προβλήματα επιτείνονται.

Σ.Σ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Βέργου, Ν. (2007) “60 μεταλλοβιομηχανίες του Ασωπού μάς... εξασθενούν”, Ελευθεροτυπία 17/09.

ΕΤΒΑ (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης) (2004) “Μελέτη προσανατολισμού της παρέμβασης του επιχειρησιακού προγράμματος Ανταγωνιστικότητα στον τομέα των νέων βιομηχανικών και επιχειρηματικών περιοχών εθνικής εμβέλειας”.

Καλογήρου, Ν., Καραγιάννη, Σ., Λαμπριανίδης, Λ. (1989) “Οι επιπτώσεις των κινήτρων στην περιφερειακή ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας”, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 73, σσ. 353-370.

Κανέλλης, Β. (2008) “Αποθήκες… χρυσάφι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη”, Ημερησία 1/03.

Υπουργείο Ανάπτυξης (2006) “Σχετικά με το θέμα της ρύπανσης του Ασωπού ποταμού από τις παρακείμενες στη Βιομηχανική Ζώνη Οινοφύτων–Σχηματαρίου–Τανάγρας βιομηχανίες”, Δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το Γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων ΥΠΑΝ, 18/09.

ΥΠΕΧΩΔΕ (2008) “Ειδικό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τη βιομηχανία”.