WEB_GREVENA

Φωτογραφία Γ.Γ., 2008.

WEB_MAP_GREVENA

Το δασικό τοπίο των Γρεβενών

Στην αεροφωτογραφία, τραβηγμένη το χειμώνα, αποτυπώνεται ο χρόνος ως βασική παράμετρος μετασχηματισμού του ορεινού δασικού τοπίου. Οι φυλλοβόλες οξιές αφήνουν να φανεί η κατακορυφότητα των κορμών και το σταχτί καφέ χρώμα του χειμώνα, σε έντονη αντίθεση με το αποψιλωμένο για καλλιέργειες-κενό τμήμα του δάσους, τώρα σταχοχώραφο που μόλις έχει βλαστήσει. Στα όρια του πράσινου χωραφιού, το ανάγλυφο ορίζεται από μικρές χαραδρώσεις και χαμηλή βλάστηση.

Το δασικό τοπίο του νομού Γρεβενών δεν έχει μόνο οξιές και δεν χαρακτηρίζεται μόνο από δυο χρώματα. Γενικά, σε επίπεδο χρήσεων γης τα δάση κυριαρχούν, καλύπτοντας το 57,38% της έκτασης του νομού, ακολουθούν οι αγροί με 26,18%, οι βοσκότοποι με 12,16% και, σε απόσταση, οι δασικές εκτάσεις (1,86%), τα άγονα εδάφη (1,75%) και οι οικισμοί (0,67%). Από τα δάση, η πλειοψηφία ανήκει στην κατηγορία των πλατύφυλλων φυλλοβόλων (73,42%) και ακολουθούν τα κωνοφόρα (24,35%) και τα μικτά (2,22%) (βλ. Σχήμα 1). Στην περιοχή εμφανίζονται πολλές κατηγορίες οικοσυστημάτων στις αντίστοιχες ζώνες δασικής βλάστησης, από τις οποίες σημαντικότερες είναι δύο:

Α. Ζώνη δασών οξιάς-ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia, ορεινή-υποαλπική) με δυο υποκατηγορίες:

Α1. Οικοσυστήματα ψυχροβιότερων πλατύφυλλων - Δάση οξιάς (βλ. Εικόνες 1 και 2)

Η οξιά σχηματίζει αμιγείς συστάδες σε μεγάλη έκταση (βλ. Εικόνα 3) ή μικτές συστάδες με μαύρη και λευκόδερμο πεύκη (βλ. Εικόνα 4) σε μικρότερη έκταση. Οι συστάδες της βρίσκονται κύρια μεταξύ 1.200-1.700 μ., και μεμονωμένα μέχρι τα 1.850 μ. Στις ψηλότερες θέσεις, λόγω της πίεσης του χιονιού έχουν χαμηλή και στρεβλή ανάπτυξη. Σε κλειστές συστάδες οξιάς απουσιάζει η παρεδαφιαία βλάστηση. Η εντατική υλοτόμηση σε συνδυασμό με την (υπερ-)βόσκηση οδήγησαν στην οικολογική και γενετική υποβάθμιση πολλών συστάδων.

Α2. Οικοσυστήματα ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων

Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται η πεύκη (Pinus nigra), που αποτελεί και το κυρίαρχο είδος, και η υβριδογενής ελάτη (Abies borisii regis). Η εξάπλωση της πεύκης εξαρτάται από τη φύση του υπεδάφιου πετρώματος. Τα οικοσυστήματα της μαύρης πεύκης εμφανίζονται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο εξάπλωσης της οξιάς και της ελάτης (βλ. Εικόνα 5). Αμιγείς συστάδες μαύρης πεύκης καταλαμβάνουν προσήλιες θέσεις και σε υψόμετρα μέχρι 1.650 μ., ενώ οι μικτές συστάδες με λευκόδερμο πεύκη μέχρι τα 1.800 μ. Αμιγής μαύρη πεύκη βρίσκεται και σχηματίζει την τελική φυτοκοινωνία στις προσήλιες και σχετικά ξηρότερες θέσεις, ενώ στους καλύτερους σταθμούς υπάρχουν στάδια διαδοχής. Τα οικοσυστήματα ελάτης εμφανίζονται σε διάσπαρτα άτομα (βλ. Εικόνες 6 και 7) ή σε μικρές συστάδες κυρίως με οξιά ή σε μικτές συστάδες οξιάς - λευκόδερμου πεύκης - μαύρης πεύκης.

 

Β. Ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia, ορεινή-υποαλπική) (βλ. Εικόνα 8)

Στη ζώνη αυτή εμφανίζονται δύο ψυχρόβια κωνοφόρα: η δασική πεύκη (Pinus silvestris), η οποία εξαπλώνεται σε πυριτικά πετρώματα και  εμφανίζεται σε δύο μεμονωμένες ομάδες 30-35 ατόμων σε μίξη με μαύρη πεύκη ή με μαύρη πεύκη και οξιά. Αποτελεί το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης στη Βαλκανική. Το άλλο είδος είναι η λευκόδερμος πεύκη (Pinus leucodermis) (βλ. Εικόνα 4), που εμφανίζεται σε ασβεστολιθικά και οφειτικά πετρώματα. Αμιγή δάση της εμφανίζονται σε υψόμετρα πάνω από 1.500 μ. μέχρι τις κορυφές. Γενικά οι συστάδες είναι χαλαρές εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών, των πυρκαγιών και της βόσκησης. Η μαύρη πεύκη έχει τάση δυναμικής επέκτασης και καταλαμβάνει νέες εκτάσεις σχηματίζοντας αμιγείς συστάδες, ενώ όπου υπάρχει αρκετή εδαφική υγρασία η μαύρη πεύκη βρίσκεται σε μίξη με οξιά (βλ. Εικόνα 9).

 

Στην ποικιλότητα του δασικού τοπίου σημαντικό ρόλο παίζει και η υπόλοιπη χλωρίδα. Από τα θαμνώδη είδη, χαρακτηριστική είναι η εξάπλωση του πυξού (Buxus sempervirens), ιδιαίτερα στις πιο ξερές τοποθεσίες και στα χαμηλότερα σημεία. Ο πυξός είναι πρόδρομο είδος και κάτω από την κόμη του ευνοείται η αναγέννηση των πεύκων. Σε περιοχές που επικρατεί ο σερπεντίνης εμφανίζονται τα ακόλουθα φυτά: Bornmellera baldaccii, Bornmellera typhaea, Leptoplax emarginata, Campanula hawkinsiana, Viola dukadjiinica, Silene pindicola και το τοπικό ενδημικό είδος Centaurea vlachorum που φυτρώνει κοντά στις κορυφές. Συναντώνται, επίσης, τα ενδημικά φυτά της Βαλκανικής όπως τα Allium breviradium, Dianthus deltoides spp. Degenii, Minuartia baldacii, και άλλα ενδημικά μόνο της Ελλάδας και Αλβανίας, όπως το Cistus albanicus, Viola albanica, Thymus teucrioides, Lilium carniolicum και Bornmuellera baldaccii. Τέλος, υπάρχουν ορισμένα πολύ σπάνια φυτά, χωρίς να είναι ενδημικά, όπως το Polygonatum verticillatum, Onosm stellulata, Leucorchis frivaldii και Trifolium pilzcii.

Η διαχείριση των δασών γίνεται με βάση τις διαχειριστικές μελέτες, δεκαετούς διάρκειας για τα δημόσια δάση και πενταετούς για τα μη δημόσια. Όλες λαμβάνουν υπ' όψιν την αειφορία των καρπώσεων, αλλά και τις σύγχρονες αρχές της δασοπονίας πολλαπλών σκοπών. Ως σύστημα διαχείρισης εφαρμόζεται αυτό των επιλεκτικών υλοτομιών, με επιδιωκόμενη δασοπονική μορφή την υποκηπευτή. Η υποκηπευτή μορφή των δασών είναι, για τις υπάρχουσες συνθήκες, η σταθερότερη από οικολογική και αισθητική άποψη, διότι σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα διάκενα συντελεί στη διατήρηση της βιοποικιλότητας των ειδών χλωρίδας και πανίδας και αναδεικνύει το δασικό τοπίο. Τέλος, τα δασοτεχνικά έργα και οι σχετικές εργασίες είναι κυρίως δασικής οδοποιίας, ορεινών βοσκοτόπων, ορεινής οικονομίας και δασικής αναψυχής. Είναι προσαρμοσμένα στο περιβάλλον και δεν υπάρχουν γενικά δυσμενείς επιπτώσεις απ’ αυτά.

Στον ορεινό δασικό χώρο της περιοχής ζουν μεγάλα και σπάνια θηλαστικά, όπως η αρκούδα, ο λύκος και η βίδρα, ενώ η παρουσία του λύγκα φαίνεται να είναι περιστασιακή. Άλλα σπάνια θηλαστικά είναι ο αγριόγατος, το αγριόγιδο και το ζαρκάδι. Στην περιοχή φωλιάζουν πάνω από 70 είδη πουλιών, εκ των οποίων τα περισσότερα ανήκουν στα στρουθιόμορφα και φωλιάζουν στα δάση κωνοφόρων και οξιάς του Δρυμού. Η μεγάλη σημασία του έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχουν 10 αρπακτικά είδη και 8 είδη δρυοκολαπτών. Στον Δρυμό παρατηρήθηκε ένα ζευγάρι βασιλαετού, το οποίο αναπαρήχθη με επιτυχία. Τέλος, μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 7 αμφίβια και 10 ερπετά, τα περισσότερα εκ των οποίων αναφέρονται στο παράρτημα ΙV της οδηγίας 92/43 της Ε.Ε. και απαιτούν αυστηρή προστασία. Η οχιά παρατηρείται σε ορεινά λιβάδια και ο πληθυσμός της είναι απομονωμένος από τους υπόλοιπους του είδους, κοινούς στα υπομεσογειακά οικοσυστήματα.

 Γ.ΜΕΛ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αδαμοπούλου – Ματσούκα, Π. (1989) Συμβολή στη μελέτη της χλωρίδας της ΒΑ Πίνδου, Γρεβενά: Δ/νση Δασών Γρεβενών, σσ. 6-8.

Δ/νση Δασών Γρεβενών (1995) Εθνικός Δρυμός Πίνδου, Δ/νση Δασών Γρεβενών.

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών, Τ.Ε.Δ,Κ. Ν. Ιωαννίνων, Τ.Ε.Δ.Κ. Ν. Γρεβενών (1995) Πρόταση προγράμματος: Ανάπτυξη και διατήρηση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στη Β. Πίνδο, Β’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Περιβάλλον”.

Τρακόλης, Δ., Πλατής, Π., Τσόντσης, Α., Σπανός, Κ., Μελιάδης, Ι., Μαλαμίδης, Γ. (1996) Σχέδιο Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πίνδου.

ΥΠΕΧΩΔΕ (1992) Μελέτη οικολογική – χωροταξική χαρακτηριστικών οικοσυστημάτων ορεινών όγκων Β. Πίνδου, Αθήνα.