WEB_AERIAL_MANTOUDI

Φωτογραφία Ν.Λ., 2009.

Μαντούδι, το βιομηχανικό και εξορυκτικό τοπίο

Στην αεροφωτογραφία εμφανίζεται το βιομηχανικό συγκρότημα της πρώην εταιρείας Σκαλιστήρη στους Φούρνους, ανατολικά του οικισμού του Μαντουδίου, περιτριγυρισμένο από δασωμένους όγκους. Σε πρώτο επίπεδο οι πλατείες με αποθέσεις λευκόλιθου. Σε δεύτερο πλάνο αναπτύσσεται το βιομηχανικό συγκρότημα, στο οποίο ξεχωρίζει ο επίπεδος όγκος του εργοστασίου πυρίμαχων, που επεκτείνεται προς τα δεξιά, με τις εγκαταστάσεις εμπλουτισμού και τις πυργοειδείς εγκαταστάσεις της μονάδας φρύξης να δεσπόζουν, ενώ στο βάθος υψώνεται η μονάδα της επίπλευσης. Στα δεξιά των εργοστασίων, ακριβώς στους πρόποδες του δασωμένου λοφίσκου, διακρίνεται ο μικρός οικισμός για το επιστημονικό προσωπικό της εταιρείας.

Η μεταλλοφορία του μαγνησίτη ή λευκόλιθου αναπτύσσεται στη βόρεια Εύβοια σε μια ζώνη εύρους 10-15 χλμ. μεταξύ Αιγαίου Πελάγους και Ευβοϊκού Κόλπου, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον κορμό του νησιού και εκτείνεται μεταξύ Λίμνης - Μαντουδίου - Προκοπίου και Μονής Γαλατάκη. Η έκταση αυτή καλύπτεται από μεταλλευτικές παραχωρήσεις (βλ. Σχήμα 1) και φιλοξενεί όλους τους χώρους εξόρυξης και τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις πρωτογενούς και δευτερογενούς επεξεργασίας του λευκόλιθου.

Η εξόρυξη του λευκόλιθου άρχισε στη δεκαετία 1870, στη θέση Γερόρεμα κοντά στο σημερινό Προκόπι, από τους Έλληνες μεγαλοϊδιοκτήτες της γης. Το μετάλλευμα εξαγόταν από το Κυμάσι, επίνειο του Μαντουδίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ίδια ορυχεία που λειτούργησαν στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς και οι πρώτες βιομηχανικές και λιμενικές εγκαταστάσεις, διατηρήθηκαν στις ίδιες ουσιαστικά θέσεις μέχρι σήμερα, αυξανόμενα προοδευτικά σε μέγεθος. Το Παρασκευόρεμα (βλ. Εικόνα 1) είναι το πλησιέστερο στο Μαντούδι και το επιβλητικότερο σε μέγεθος ορυχείο, που στην ακμή του τη δεκαετία του 1970 απασχολούσε 1.500 άτομα. Ο Κάκαβος, που γεωγραφικά υπάγεται στην ενότητα της Λίμνης, είχε επίσης τεράστιο μέγεθος, με δύο επιφανειακές εκμεταλλεύσεις πλάτους 500 μ. και μήκους 3 χλμ. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν στον Δαφνοπόταμο, στην ανατολική πλευρά του κόλπου του Μαντουδίου.

Από το 1870 μέχρι το 1999 η μεταλλευτική δραστηριότητα αναλήφθηκε από έναν σημαντικό αριθμό εταιρειών. Η άνθηση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην περιοχή σημειώθηκε τις δεκαετίες 1960 και 1970, με κορύφωση στις αρχές της δεύτερης. Την εποχή εκείνη μόνο η εταιρεία Σκαλιστήρη έφτασε να απασχολεί 5.000 εργαζόμενους. Το προσωπικό προέρχονταν από την άμεση περιοχή του Μαντουδίου, αλλά και νοτιότερα, από την περιοχή των Ψαχνών. Επίσης, προσέλκυε εργαζόμενους από άλλες περιοχές της χώρας, ενώ μετά τη βελτίωση του οδικού δικτύου στους οικισμούς της Ιστιαίας (1970) αυξήθηκε η συμμετοχή εργαζομένων από το βορειότερο τμήμα της Εύβοιας. Αξιοσημείωτη ήταν η συμμετοχή του γυναικείου εργατικού δυναμικού στη χειροδιαλογή του μεταλλεύματος.

Το ωμό ανθρακικό μαγνήσιο που εξορυσσόταν, αλλά και τα βιομηχανικά του προϊόντα (καυστική και δίπυρη μαγνησία), εξάγονταν στη Δυτική Ευρώπη για την κατασκευή πυρίμαχων πλίνθων, με τους οποίους επενδύονταν οι κλίβανοι που χρησιμοποιούνταν στην υαλουργία, στην κεραμική ή στα στιλβωτήρια. Μετά την καθετοποίηση της παραγωγής και την κατασκευή εργοστασίου πυρίμαχων πλίνθων (βλ. Εικόνα 2), οι εξαιρετικών ιδιοτήτων πλίνθοι απορροφούνταν στις χαλυβουργίες για την επένδυση των υψικαμίνων. Κατά συνέπεια, η μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή επηρεαζόταν στενά από τις τάσεις στην παγκόσμια βιομηχανική αγορά, με αποτέλεσμα να υποστεί τις συνέπειες από τις υφέσεις το 1930, τη δεκαετία του 1950 και στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Ο ανταγωνισμός από τις ασιατικές αγορές κατέστησε ακόμα δυσμενέστερη την κατάσταση για τον ελληνικό λευκόλιθο, με αποτέλεσμα να αρχίσει η φθίνουσα πορεία για τις δύο σημαντικότερες επιχειρήσεις της περιοχής, Παπαστρατή και Σκαλιστήρη, που απασχολούσαν τότε περίπου 4.000 εργαζόμενους. Η κρίση, ειδικά στην εταιρεία Σκαλιστήρη, σηματοδότησε μια δυσχερή περίοδο για τη βόρεια Εύβοια με μαζικές απολύσεις, καταλήψεις και απεργίες. Από το 1974 η εταιρεία είχε αρχίσει τη διαδικασία μείωσης προσωπικού, ενώ την ίδια χρονιά σημειώθηκαν τρία θανατηφόρα ατυχήματα. Οι δυσμενείς συνθήκες οδήγησαν το Μάρτιο του 1976 σε μια από τις μεγαλύτερες απεργίες της μεταπολίτευσης (διάρκειας 40 ημερών) και σε δυναμικές κινητοποιήσεις που κορυφώθηκαν μεταξύ 1 και 6 Απριλίου. Η επέμβαση αστυνομικών δυνάμεων για τη λύση της απεργίας (βλ. Εικόνα 3) και η σύγκρουση με τους απεργούς προκάλεσαν επεισόδια που απασχόλησαν σοβαρά την ελληνική κοινή γνώμη και έγιναν πρωτοσέλιδα στον ημερήσιο Τύπο της εποχής.

Στη δεκαετία του 1980 οι δύο εταιρείες χαρακτηρίστηκαν προβληματικές και πέρασαν στην εποπτεία του Ο.Α.Ε. Στα επόμενα χρόνια ένα μέρος του προσωπικού επαναπροσλήφθηκε, αλλά απολύθηκε πάλι το 1992, μετά την πολιτική απόφαση παύσης της εταιρείας του Σκαλιστήρη και διάλυσης του Ο.Α.Ε. Η βελτίωση των συνθηκών στη διεθνή αγορά σηματοδότησε και την επαναλειτουργία της επιχείρησης (μετά την ιδιωτικοποίησή της) από κοινοπραξία με το όνομα ΒΙΟΜΑΓΝ. Ωστόσο, μόνο 400 εργαζόμενοι απορροφήθηκαν στη νέα εταιρεία, που διέκοψε τις εργασίες της το 1999 και η περιοχή χαρακτηρίστηκε θύλακας ανεργίας με ποσοστό 75%.

Πρόσφατα αναβίωσαν οι προσπάθειες για οικονομική αναζωογόνηση της περιοχής, μέσω της εταιρείας ΕΛΜΙΝ, καθώς και σχεδίων για την εγκατάσταση μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με πρώτη ύλη τον λιθάνθρακα. Παρά την επιθυμία της τοπικής κοινωνίας για ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς της με την κατασκευή λιθανθρακικής ενεργειακής μονάδας συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις, ανάλογες με αυτές των κατοίκων άλλων περιοχών της χώρας που ήρθαν αντιμέτωποι με παρόμοια σχέδια.

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα από τη μεταλλεία είχαν προκαλέσει τη δυσφορία των κατοίκων της περιοχής και στο παρελθόν, με επίκεντρο τη λειτουργία του ορυχείου του Παρασκευορέματος. Το ορυχείο αναπτύσσεται ανατολικά του κεντρικού άξονα προς βόρεια Εύβοια και περικλείει την κοίτη του Κηρέα. Το ποτάμι υπέστη συχνά τις επιπτώσεις από τη διοχέτευση των αποβλήτων του εργοστασίου, λόγω κορεσμού του φράγματος που δεχόταν τα απόνερα του εμπλουτισμού. Επίσης έντονες αντιδράσεις σημειώθηκαν για να μην επεκταθεί η εξόρυξη προς την οικολογική ενότητα του Κηρέα και να προστατευθούν τόσο τα ύδατα, όσο και η ζώνη αιωνόβιων πλατανιών από τον Παγώντα μέχρι τις εκβολές του ποταμού. Οι υπόλοιπες οχλήσεις από την εκμετάλλευση του λευκόλιθου (αλλοίωση του τοπίου, κατάληψη δασικών εκτάσεων, σκόνη) έτυχαν λιγότερων αντιδράσεων.

Η εξέλιξη του Μαντουδίου (βλ. Εικόνα 4) παρακολούθησε αυτήν της μεταλλευτικής δραστηριότητας, τόσο από πληθυσμιακή άποψη, όσο και από πλευράς οικονομικής δραστηριότητας. Με μόλις 700 κατοίκους το 1879 προσέλκυσε εργαζόμενους από την υπόλοιπη Εύβοια, αλλά και ολόκληρη τη χώρα, αυξάνοντας διαρκώς τον πληθυσμό του, με κορύφωση το 1981. Η οικονομική ευμάρεια της περιόδου 1960-1975 αντανακλά στη μορφή του οικισμού και στον τρόπο ζωής των κατοίκων. Ωστόσο, ο οικονομικός μαρασμός που προκάλεσε η ύφεση της βασικής τοπικής δραστηριότητας μείωσε τον πληθυσμό τις δύο επόμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα αυτός να επανέλθει στο επίπεδο του 1928.

Λ.Κ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Karka, H. (1995) Ιndustrie minière et développement touristique sur le littoral  de la Grèce (Chalcidique - Milos), Thèse de Doctorat Université Paris I – Panthéon – Sorbonne, Paris.

Palantzas, I. (2007) Die Magnesitgewinnung und-verarbeitung in der griechischen Region Nord Euböa während des 19. und 20. Jhs. auf der Grundlage von Archivquellen, Inauguraldissertation, Freie Universität Berlin.

Σαμούρης, Ι. (2005) Περιδιαβαίνοντας τις αναμνήσεις από την εργασία μου στα Μεταλλεία, Μέγαρα.

Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (1979) Ο ελληνικός ορυκτός πλούτος, Αθήνα.

Xριστοδουλάκης, Α. (2007) “Ανασταίνεται το Μαντούδι”, Το Βήμα της Κυριακής, 2 Ιουλίου 2007.