WEB_AERIAL_METSOVO

Φωτογραφία Ν.Δ., 2007.

Το Μέτσοβο της Πίνδου

Στην αεροφωτογραφία εμφανίζεται ο οικισμός του Μετσόβου καθώς απλώνεται σε μία απότομη πλαγιά και σε μία υψομετρική κλίμακα που κυμαίνεται μεταξύ 1.050 και 1.300 μ. Η πυκνή δόμηση και η έντονη παρουσία στεγών από κεραμίδια, που αντικατέστησαν τον κυρίαρχο ως τα μέσα του 20ού αιώνα σχιστόλιθο (βλ. Εικόνα 1), συνιστούν χαρακτηριστικά στοιχεία της πρόσφατης ανάπτυξης του οικισμού. Μεταξύ του Μετσόβου και του οικισμού του Ανηλίου, που εμφανίζεται στην αριστερή πλευρά της αεροφωτογραφίας, διακρίνεται η κοιλάδα των πηγών του Μετσοβίτικου ποταμού, η οποία εκτείνεται έως το όρος Περιστέρι (Λάκμος) που δεσπόζει στο βάθος. Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα συνιστούσε τον δυτικό άξονα της σημαντικής διάβασης του Ζυγού και μία από τις υψηλότερες γεωργικές-αμπελουργικές ζώνες του ελλαδικού χώρου (βλ. Εικόνα 2). Σήμερα, κατά μήκος των παραποτάμιων εκτάσεών της εντοπίζονται ερείπια από χάνια, αγροικίες και υδροκίνητα εργαστήρια (βλ. Σχήμα 1).

Οι περιβαλλοντικές-γεωγραφικές συνθήκες του ορεινού χώρου της βόρειας Πίνδου, οι κληρονομημένες από τον Μεσαίωνα δομές των βλάχικων κοινωνιών της και οι ιστορικοί όροι κάτω από τους οποίους αυτές ανασυγκροτούνται κατά την οθωμανική περίοδο, συνθέτουν το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνεται η ορεινή κοινωνία του Μετσόβου ως μία οικιστική-πολιτισμική παρουσία μακράς διάρκειας.

Τα βουνά του Μετσόβου ήδη από τον Μεσαίωνα αποτελούν τόπο διαβίωσης ενός αγροτικού πληθυσμού, ο διττός χαρακτήρας του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά επεκτείνεται ταυτόχρονα και στο γεωγραφικό, οικιστικό χώρο. Η μία του πλευρά συνιστά τον κόσμο της μετακινούμενης κτηνοτροφικής κοινότητας. Ο περιβαλλοντικός, οικονομικός και οικιστικός της χώρος ορίζεται από τα υψίπεδα της περιοχής και πάντα σε εποχική βάση. Η άλλη πλευρά συγκροτεί τον "κόσμο της αγροικίας", έναν κατά βάση γεωργικό πληθυσμό που ζει μόνιμα εντός των ορεινών κοιλάδων της περιοχής. Οι ισορροπίες που διαμορφώνονται μεταξύ αυτών των ομάδων αναφορικά με τη χρήση και διαχείριση της γης, αποτελούν προϋπόθεση για την οικιστική τους ενοποίηση και τη συγκρότηση ενός ισχυρού εθιμικού πλαισίου, το οποίο συνιστά τη βάση για την συνοχή της κοινωνίας του Μετσόβου στους επόμενους αιώνες.

Η ανοδική πορεία του οικισμού κατά την οθωμανική περίοδο ερμηνεύεται συχνά ως απόρροια του γεγονότος ότι έλεγχε σημαντικά δερβένια (βλ. και 5). Παρά τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που προκαλεί η ολιγαρχική δομή, η περιουσιακή του διάρθρωση συντελεί στη διατήρηση της πολύμορφης και ισόρροπης χρήσης των εδαφών και των πόρων του οικισμού. Η επιλογή αυτή συνιστά χαρακτηριστική αντίθεση προς την κυρίαρχη τάση της εποχής να μετατραπεί η Πίνδος σε μία απόλυτα κτηνοτροφική ζώνη. Παράλληλα, ένα σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων που συσσωρεύει μέσω των διευρυμένων μεταπρατικών του δικτύων διοχετεύεται στην τοπική οικονομία ως κερδοσκοπικό ή κοινωνικό κεφάλαιο.

Η σημαντική δημογραφική μεγέθυνση, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, καθιστά την γεωργία ελλειμματική, ωστόσο δεν επιφέρει τον αφανισμό του κόσμου της. Το δημογραφικό πλεόνασμα, διοχετευόμενο σε επαγγέλματα που συνδέονται με το δάσος, τις καλλιέργειες, την οικοδομική τέχνη, τις μεταφορές και το εμπόριο, συγκροτεί ένα διακριτό κοινωνικό στρώμα. Αναγκαία προϋπόθεση για την διαβίωσή του, σε αυτόν τον ορεινό τόπο, η εξασφάλιση συμπληρωματικού εισοδήματος από την καλλιέργεια της γης, γεγονός που το καθιστά στυλοβάτη της γεωργικής δομής του Μετσόβου. Οικιστικά αυτή η εξέλιξη καταγράφεται ως μία διεύρυνση του αρχαϊκού μαχαλά των γεωργών, η οποία διαμορφώνει τις ανατολικές και δυτικές συνοικίες του Μετσόβου. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία της κτηνοτροφίας, αν και συνδέεται με την παραγωγή του μαλλιού και την ανάπτυξη του βιοτεχνικού φάσματος που εκδηλώνεται με την υφαντουργία. διατηρεί ακέραιες τις αρχαϊκές της δομές, οι οποίες την καθιστούν μία ανθεκτική, ωστόσο κλειστή, κοινωνική ομάδα.

Πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα εξαλείφουν την κοινωνική διαστρωμάτωση του Μετσόβου της προβιομηχανικής περιόδου. Η άρχουσα κοινωνία, δημιούργημα του οθωμανικού οικονομικού περιβάλλοντος, αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του βαλκανικού χώρου και αφανίζεται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Παρόμοια, οι πρώτοι γάμοι που συνάπτονται μεταξύ κτηνοτροφικών και μη κτηνοτροφικών στρωμάτων στα μέσα του 20ού αιώνα προμηνύουν την επικείμενη οικιστική και κοινωνική τους ανάμειξη. Αυτές οι ανακατατάξεις αντανακλούν την προσαρμογή του οικισμού στη σύγχρονη βιομηχανική εποχή. Στην υπόλοιπη ορεινή Ελλάδα αυτή η μετάβαση συντελεί στην οριστική αποδιάρθρωση των κοινωνιών της. Αντίθετα, για το Μέτσοβο συνιστά την απαρχή μία νέας περιόδου, η οποία το καθιστά πρότυπο οικισμό αναφορικά με την ανάπτυξη του ορεινού χώρου. Αναζητώντας τις αιτίες αυτής της παραδοξότητας ανακαλύπτουμε ότι το μεταπρατικό πνεύμα, η ισορροπημένη διαχείριση του ορεινού περιβάλλοντος και το πολιτισμικό υπόβαθρο που διαμόρφωσε η μακρά και πετυχημένη ιστορική εξέλιξη του οικισμού, ώθησε τους Μετσοβίτες σε μία επική προσπάθεια να μετεξελίξουν τις δομές του παρελθόντος σε βάση μίας σύγχρονης ανάπτυξης.

Η εκτροφή ζώων, η τυροκόμηση, η μεταποίηση του ξύλου και η οινοποίηση (βλ. Εικόνα 6), η προσφορά τουριστικών υπηρεσιών (βλ. Εικόνες 7 και 8), κλάδοι αιχμής για τη σημερινή οικονομία του οικισμού, δομήθηκαν ως δραστηριότητες πολλούς αιώνες πριν, στα δάση, τους βοσκότοπους, τις κοιλάδες και τα χάνια της περιοχής. Παρόμοια η σύγχρονη αρχιτεκτονική, κληρονομώντας σημαντικά στοιχεία από την αισθητική των παλιών κτισμάτων, δομεί το σύγχρονο οικιστικό τοπίο (βλ. Εικόνα 9).

Μπορεί το πανελλήνιο να γνωρίζει το Μέτσοβο ως πατρίδα εθνικών ευεργετών, ωστόσο αγνοεί ότι οι ενέργειές τους αποτελούν χαρακτηριστική εκδήλωση των πολιτισμικών αντιλήψεων που διακατείχαν την άρχουσα ομάδα του Μετσόβου. Επί αιώνες η επιβεβαίωση της κοινωνικής τους υπόστασης συνδεόταν με τη διαχείριση και διάθεση ευεργετικών κεφαλαίων. Σήμερα τα κληροδοτήματά τους αιμοδοτούν ακόμη την τοπική οικονομία.

Φ.Δ.

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Δασούλας, Θ. (2009) Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου κατά την οθωμανική περίοδο. Ο γεωργικός κόσμος της Χώρας Μετζόβου (18ος αι–19ος αι.), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα.

Λαμπρίδης, Ι. (1988/1993) “Μαλακασιακά”, Ηπειρωτικά Μελετήματα 5, Ιωάννινα: Ε.Η.Μ.

Πλατάρης, Γ. (1982) Κώδικας Χώρας Μετσόβου των ετών 1708-1907, Αθήνα.

Ρόκου, Β. (2007) Ορεινές κοινωνίες κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, Θεσσαλονίκη: Ερωδιός.

Σκαφιδάς, Β. (1961) “Ιστορία του Μετσόβου”, Ηπειρωτική Εστία, 10(116): 1056-1060.

Σκαφιδάς, Β. (1962) “Ιστορία του Μετσόβου”, Ηπειρωτική Εστία, 11(117): 16-21.

Σκαφιδάς, Β. (1962) “Ιστορία του Μετσόβου”, Ηπειρωτική Εστία, 11(120): 289-392.

Χαρίσης,  Β. (1992) “Μέτσοβο”, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Αθήνα: Μέλισσα.