WEB_AERIAL_KASTORIA.KRANIONAS

Φωτογραφία Ε.Ε., 2000.

WEB_MAP_KASTORIA.KRANIONAS

Ο εγκαταλελειμμένος οικισμός του Κρανιώνα

Ο πυκνοδομημένος Κρανιώνας με τα μεγάλα διώροφα και τριώροφα πλίνθινα σπίτια που αναπτύσσονται σε ένα οργανικό σύνολο, είναι ένα από τα πολλά εγκαταλελειμμένα χωριά της παραμεθορίου. Στην αεροφωτογραφία διακρίνεται η ελεύθερη διάταξη των σπιτιών, χωρίς σαφή όρια ως προς τις καλλιέργειες, η οποία επιτρέπει τη διέλευση των αγροτικών δρόμων. Στο αριστερό τμήμα της αεροφωτογραφίας ξεχωρίζει το δημοτικό σχολείο, το μόνο με σαφή όρια αυλής (βλ. Εικόνα 1).

Στις αρχές του 20ού αιώνα άνθιζε στην περιοχή της Πρέσπας μια διαφοροποιημένη οικονομία (αλιεία, καλλιέργειες και κτηνοτροφία, ξυλεία, επεξεργασία δερμάτων και εμπόριο) που συντηρούσε πολυάνθρωπους οικισμούς με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.  Στα χωριά της περιοχής των Κορεστείων κυριαρχούσε εντυπωσιακά η ωμή πλίνθος, φτιαγμένη από το βαθυκόκκινο χώμα της περιοχής (βλ. Εικόνες 2, 3 και 4). 60-70 σπίτια αποτελούσαν μια οικιστική ενότητα, ενώ σε μικρή απόσταση υπήρχε συχνά μια δεύτερη (Άνω Κρανιώνας, Άνω Μελάς κ.ά.). Εκκλησία, σχολείο (που κατά περίπτωση μόνον διασώζονται) και χάνια για τους ταξιδιώτες ήταν τα μόνα μη ιδιωτικά κτίσματα.

Μέχρι το 1940, δυο διαδρομές συνέδεαν την Καστοριά με τη Φλώρινα: ο "αμαξιτός" δρόμος στα βορειοδυτικά, βατός ακόμη και τον χειμώνα, ανηφόριζε από την Καστοριά στην κοιλάδα της Κορέστης που εκτείνεται από το Πισοδέρι ως την Σλίβενη (σημερινή Κορομηλιά). Με κατάφυτα και συχνά χιονισμένα ψηλά  βουνά τριγύρω (βλ. Εικόνα 5), άλλοτε απλωμένη κι άλλοτε στενή και στριφογυριστή, με μυστικά λημέρια ληστών, η κοιλάδα ακολουθούσε τη ροή του παραποτάμου του Αλιάκμονα (Βίστριτσα). Τέσσερις ώρες μετά, ο δρόμος συναντούσε το Γκαμπρέσι (Γάβρος), χωριό πλινθόκτιστο, με 300 χριστιανούς και εκκλησία, και λίγο αργότερα έστριβε δυτικά, για την Κορυτσά και τα λιμάνια της Αδριατικής. Η διαδρομή μέχρι τη Φλώρινα απαιτούσε 11 ώρες συνολικά, αλλά ένας καβαλάρης μπορούσε να πάρει το μονοπάτι βορειοανατολικά (την "ημιονική οδό") και να φθάσει σε 8 ώρες. Ανάμεσα στις δύο διαδρομές βρίσκονταν ο Κρανιώνας, ο Μαυρόκαμπος, τα Χάλαρα, ο Άγιος Αντώνιος, πιο βόρεια το Μακροχώρι και ο Μελάς, που από το 1999 αποτελούν το δημοτικό διαμέρισμα των Κορεστείων.

Σήμερα το τοπίο είναι αρκετά αλλαγμένο. Η εθνική οδός Ε-86, πάνω στην παλιά χάραξη, συναντά και πάλι την αυξημένη κίνηση προς το μεθοριακό φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής που συνδέει την Ελλάδα με την Αλβανία (βλ. Σχήμα 1). Τα 65 χιλιόμετρα μεταξύ Φλώρινας και Καστοριάς διασχίζονται γρήγορα. Ο Κρανιώνας, ο Γάβρος (ερειπωμένα πλέον), ο Νέος Οικισμός (Κορέστεια) (βλ. Εικόνα 6) αφηγούνται με την εικόνα τους τις περιπέτειες του παραμεθόριου ορεινού χώρου στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, μετά τον Εμφύλιο.

Μέχρι το 1923 μουσουλμάνοι ζούσαν στον Άγιο Αντώνιο (τότε Ζερβαίνη), ενώ τα υπόλοιπα χωριά κατοικούνταν από χριστιανούς, ανάμεικτους όσον αφορά τις συμπάθειές τους στην ελληνορθόδοξη και στην εξαρχική εκκλησία. Με μέσο μέγεθος 600 έως 700 κατοίκων και ονομασίες που υποδήλωναν το σλαβόφωνο ιδίωμα της περιοχής, αντιμετώπισαν με μικρές απώλειες την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος το 1912. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, 50 προσφυγικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Αντώνιο, διατηρώντας σταθερό τον αριθμό των 4.000 κατοίκων στους επτά οικισμούς μέχρι το 1940.

Ο πόλεμος και στη συνέχεια ο εμφύλιος έπληξαν οδυνηρά την περιοχή, η οποία αντιμετωπίσθηκε με καχυποψία από τους νικητές λόγω της παρουσίας σλαβόφωνων. Οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν εκουσίως ή ακουσίως σε κέντρα ασφαλείας του στρατού, ενώ πολλοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα.  Η απογραφή του 1951 καταγράφει σοβαρότατες απώλειες στους επτά οικισμούς (-43,25%), σχεδόν διπλάσιες από εκείνες στο σύνολο του νομού Καστοριάς, που είναι οι μεγαλύτερες στην επικράτεια. Η πληθυσμιακή μείωση στην επαρχία Καστοριάς (που γίνεται νομός το 1941) μεταξύ 1940 και 1951 ανέρχεται σε 17.868 άτομα, δηλαδή 27,80%. Είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη μείωση στην Ελλάδα, και έπεται ο νομός Φλωρίνης (21,94%). Βλάχικοι πληθυσμοί από τη Θεσσαλία μεταφέρθηκαν στα γύρω χωριά σε μια μάλλον αποτυχημένη εποικιστική προσπάθεια. Η έξοδος συνεχίσθηκε προς τις πόλεις και τη Γερμανία, ενώ ελάχιστοι "επαναπατριζόμενοι" επωφελήθηκαν από χρηματικές ενισχύσεις για επισκευές.

Με τη δημιουργία ενός οικισμού σε νέα θέση (βλ. Εικόνα 6), η πολιτεία επιδίωξε να αναστρέψει την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας και τη φυγή του εναπομείναντος πληθυσμού. Σταδιακά από το 1974, οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στα Κορέστεια, που το 2001 είχαν 420 κατοίκους επί συνόλου 1.142 στο διαμέρισμα. 40 εκτάρια μοιράζονται σε δημόσιους χώρους που παραμένουν αδιαμόρφωτοι, και σε 250 οικόπεδα με εμβαδόν 800 τ.μ. κατά μέσον όρο. Δημαρχείο, πολιτιστικό και αθλητικό κέντρο, σχολείο, εκκλησία και ξενώνες συμπληρώνουν τον "εξοπλισμό" της κωμόπολης, ενώ στους κατοίκους παρασχέθηκε μια ποικιλία τύπων κατοικίας.

Η περιοχή ζει από την παραγωγή φασολιών και προσβλέπει στην ανάπτυξη του αγροτουρισμού για να κρατήσει τους νέους της. Το υποβλητικό σκηνικό των ερειπωμένων πλίνθινων σπιτιών της θα μπορέσει ίσως να στηρίξει τις ελπίδες της.

Α.Κ.Γ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Γούναρης, Β. (2002) Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Μαργαρίτης, Γ. (2001) Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Αθήνα: Βιβλιόραμα.

Παπαϊωάννου, Ι. (1975) "1920-1960", Η κατοικία στην Ελλάδα: Κρατική δραστηριότητα, Αθήνα: ΤΕΕ.

Πελαγίδης, Ε. (1994) Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία 1923-1940, Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη.

Σχινάς, Ν. Θ. (1886) Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, Αθήναι: Τύποις Messager d' Athènes.

Χαλκιόπουλος, Α. (1910) Μακεδονία, Βιλαέτια Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, Αθήναι: Τυπογραφείον Νομικής.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία