WEB_AERIAL_DEH.PTOLEMAIDA

Φωτογραφία Ε.Ε., 2000.

Το ενεργειακό τοπίο της Πτολεμαΐδας

Στην αεροφωτογραφία του Βόρειου Πεδίου, πολύ κοντά στην Πτολεμαΐδα, αναδεικνύονται με δραματικό τρόπο οι αλλαγές στο ανάγλυφο του τοπίου από τις επιφανειακές εξορύξεις. Κυριαρχούν τα γραμμικά στοιχεία των αναβαθμών εξόρυξης και των ταινιόδρομων μεταφοράς λιγνίτη. Διακρίνεται επίσης η αντίθεση της κλίμακας και των χρωμάτων μεταξύ των τοπίων εξόρυξης και των περιοχών αναδάσωσης του Κεντρικού Πεδίου, δεξιά στην αεροφωτογραφία.

Η ευρύτερη περιοχή του νομού Κοζάνης κυριαρχείται από την παρουσία της λιγνιτοφόρου λεκάνης της Εορδαίας όπου ο εξορυσσόμενος λιγνίτης αποτελεί την πρώτη ύλη για τους Ατμοηλεκτρικούς Σταθμούς (Α.Η.Σ.) (βλ. Εικόνα 1) παραγωγής ενέργειας. Το Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας (Λ.Κ.Δ.Μ.), με έκταση που  ξεπερνά τα 150.000 στρέμματα (βλ. Σχήμα 1), είναι το μεγαλύτερο ενεργειακό κέντρο της χώρας και δίκαια αποκαλείται "ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας" ή "βιομηχανικό Ρουρ των Βαλκανίων" (βλ. Εικόνα 2). Αναπτύσσεται ολόκληρο στο έδαφος της δυτικής Μακεδονίας, με ετήσιο ρυθμό παραγωγής λιγνίτη περίπου 50.000.000 τόνους και συνολική διακίνηση 230.000.000 κυβικών μέτρων μαζών, τιμή που ισοδυναμεί με 15 φορές τον όγκο του Λυκαβηττού. Η παραγωγικότητα των ορυχείων αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και επιτεύχθηκε έτσι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα επίδοση (162,8 κ.μ./8ωρο). Στο Λ.Κ.Δ.Μ. από τους έξι Α.Η.Σ. παράγεται ενέργεια ίση με 4.438 MW, που αναλογεί στο 85% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας από λιγνίτη και στο 65% της συνολικής εγχώριας εγκατεστημένης ισχύος (βλ. Πίνακες 1, 2 και 3). Όλες οι λιγνιτικές μονάδες χρησιμοποιούν τη συμβατική τεχνολογία καύσης του κονιοποιημένου άνθρακα.

Η λειτουργία της εκσκαφής είναι συνεχής, κάτι που σημαίνει αδιάλειπτη εργασία ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Οι εξορυκτικές δραστηριότητες της Δ.Ε.Η. επεκτείνονται κυρίως νότια και δυτικά των υπαρχόντων εγκαταστάσεων. Τα πεδία εξόρυξης που βρίσκονται σήμερα σε λειτουργία είναι το Νότιο Πεδίο, το Βόρειο, το Δυτικό, το Πεδίο Καρδιάς - Τομέας 6, το Πεδίο Αμυνταίου, εκείνο της Αχλάδας - Μελίτης και των Κομνηνών. Στα ορυχεία του Κύριου Πεδίου, του Πεδίου Κομάνου και του αρχικού Πεδίου Καρδιάς, η εξόρυξη έχει σταματήσει.

Για την εξόρυξη χρησιμοποιείται ο τυπικός γερμανικός τρόπος. Είναι απλός και οικονομικός και γι' αυτό προτιμήθηκε. Η εκμετάλλευση του λιγνίτη γίνεται επιφανειακά, με τη μέθοδο της συνεχούς λειτουργίας των ορθών βαθμίδων (βλ. Εικόνα 3). Στις όρθιες βαθμίδες το πέτρωμα εξορύσσεται κατακόρυφα (βλ. Εικόνα 4) επί της επιφάνειας, το κατώτερο άκρο της οποίας διαμορφώνεται ως επίπεδο.

Οι τρεις βασικές φάσεις εκμετάλλευσης ενός λιγνιτικού κοιτάσματος είναι η εξόρυξη, η μεταφορά και η απόθεση. Στην μέθοδο αυτή χρησιμοποιούνται ηλεκτροκίνητα μηχανήματα συνεχούς εκσκαφής - μεταφοράς - απόθεσης. Σήμερα, στο Λ.Κ.Δ.Μ. για την εξόρυξη του λιγνίτη λειτουργούν 42 ηλεκτροκίνητοι καδοφόροι εκσκαφείς, 16 ηλεκτροκίνητοι αποθέτες υλικών, 210 χλμ. ταινιόδρομων και περίπου 1.000 ντιζελοκίνητα μηχανήματα.

Για την προστασία των ορυχείων γίνεται άντληση υδάτων, επειδή το βάθος της εξόρυξης προχωρά χαμηλότερα του υδροφόρου ορίζοντα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξάντληση του υδροφόρου ορίζοντα και τη ρύπανσή του, λόγω διοχέτευσης νερού από τα ορυχεία. Διάφορα υλικά που είναι προσκολλημένα στα στείρα και τα οποία μετά την εξόρυξη έχουν πολύ λεπτό διαμερισμό, γίνονται προσβάσιμα στο νερό και μεταφέρονται μέσω αυτού στους επιφανειακούς και στους υπόγειους αποδέκτες. Επίσης, η εξόρυξη του λιγνίτη μπορεί να επηρεάσει την τοπική υδρόσφαιρα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι πολύ πιθανό στους νέους χώρους των αποθέσεων να μη σχηματισθούν ποτέ ξανά υδροφόροι ορίζοντες.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλείται από τους Α.Η.Σ. πλήττει σχεδόν ολόκληρο τον νομό Κοζάνης. Σε ορισμένες περιοχές η ρύπανση είναι τόσο εμφανής, ώστε να μη χρειάζονται επιστημονικά όργανα για να το πιστοποιήσουν. Κύρια εστία αποτελούν τα αιωρούμενα σωματίδια σκόνης και τέφρας (12,7 kg/h). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι εκπομπές σε SO2 των Α.Η.Σ. Καρδιάς, Αγ. Δημητρίου και Πτολεμαΐδας κυμαίνονται από 50.000 τόνους/έτος μέχρι 80.000 τόνους/έτος, έκαστος. Όσον αφορά τις εκπομπές σωματιδίων, οι υψηλότερες συναντώνται στους Α.Η.Σ. Καρδιάς και Πτολεμαΐδας, οι οποίες παρουσιάζουν διακυμάνσεις από 35.000 τόνους/έτος έως 70.000 τόνους/έτος.

Η αλλοίωση του τοπίου και η ρύπανση αποτελούν τα κατεξοχήν προβλήματα της λεκάνης Κοζάνης - Πτολεμαΐδας - Αμυνταίου (βλ. Εικόνα 5). Τα ελληνικά λιγνιτικά κοιτάσματα δεν εμφανίζουν καλή αναλογία λιγνίτη - άγονων υλικών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εκσκαφές μεγάλων διαστάσεων και ογκώδεις αποθέσεις μη χρήσιμων υλικών. Η μεγαλύτερη επίπτωση σχετίζεται με την αλλοίωση της ίδιας της επιφάνειας του εδάφους και της μορφολογίας του. Η σημερινή εικόνα του τοπίου, το οποίο κατά το παρελθόν χαρακτηριζόταν από το ιδιαίτερα ομαλό ανάγλυφο των πλούσιων γεωργικών εκτάσεων, αποτελείται από μία εναλλαγή λοφωδών εκτάσεων και κοιλωμάτων με επίπεδες και κεκλιμένες χωμάτινες μάζες και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος μη αντιστρεψιμότητας των δυσμενών περιβαλλοντικών συνθηκών. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα το λεκανοπέδιο Κοζάνης - Πτολεμαΐδας να αποτελεί σήμερα μία από τις πλέον υποβαθμισμένες περιβαλλοντικά περιοχές στην Ελλάδα.

Κατά κανόνα, οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας σχετίζονται περισσότερο με το σκέλος της ηλεκτροπαραγωγής και λιγότερο με την εξόρυξη του λιγνίτη. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι η ρύπανση που προκαλεί η καύση του λιγνίτη στους Α.Η.Σ. είναι αμεσότερα αντιληπτή (βλ. Εικόνα 6) και διαχέεται σε μεγαλύτερη έκταση. Μέχρι σήμερα, έχουν μετεγκατασταθεί τρεις οικισμοί: της Καρδιάς, της Χαραυγής και της Εξοχής. Όμως, εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της επέκτασης των δραστηριοτήτων των ορυχείων πραγματοποιείται σήμερα η μετεγκατάσταση και των οικισμών Κομάνου και Κλείτους. Oι άσχημες περιβαλλοντικές συνθήκες καθιστούν αναγκαία την μεταφορά και άλλων δύο οικισμών, της Μαυροπηγής και της Ποντοκώμης, η οποία ήδη σχεδιάζεται. Γι' αυτό το λόγο και άλλοι οικισμοί όμοροι των ορυχείων ζητούν επίμονα εδώ και χρόνια τη μετεγκατάστασή τους.

Συστηματικές ενέργειες για την αποκατάσταση των εδαφών ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, περίπου 25 χρόνια μετά την έναρξη των εκμεταλλεύσεων (βλ. Εικόνα 7). Σε γενικές γραμμές, η πλειοψηφία των νέων εκτάσεων δεν γίνονται επίπεδες όπως ήταν πριν την εξόρυξη. Τα εκτελεσθέντα έργα αποκατάστασης ακολουθούν κάποιες γενικές κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις οποίες γίνεται κατασκευή τεχνητών λιμνοδεξαμενών στα κοιλώματα του εδάφους, δενδροφύτευση των κεκλιμένων εκτάσεων και απόδοση σε γεωργικές καλλιέργειες ή οπωρώνες των οριζόντιων. Σύμφωνα με στοιχεία της Δ.Ε.Η., μέχρι σήμερα έχουν αποκατασταθεί 13.700 στρέμματα με δάση και 8.600 με γεωργικές εκτάσεις.

Ν.ΚΟΖ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Δημητρακόπουλος, Δ. (1997) "Λιγνιτικές εκμεταλλεύσεις και υδατικό περιβάλλον", Τ.Ε.Ε.

Ι.Γ.Μ.Ε. (1992) Η λιγνιτοφορία της λεκάνης Πτολεμαΐδας. Λιγνίτης και ενεργειακό ισοζύγιο.

Κολοβός, Χ. (1999) Εξόρυξη του λιγνιτικού κοιτάσματος Μαυροπηγής με καδοφόρους εκσκαφείς, Τ.Ε.Ε.

Μπούσιος, Α. (1997) Το έργο της Πτολεμαΐδας, Κέντρο Τεχνολογίας Εφαρμογών Στερεών Καυσίμων.

Παπαθανασίου, Κ. (1995) Περιβαλλοντικός έλεγχος λεκάνης Κοζάνης - Πτολεμαΐδας, διπλωματική εργασία,  Θεσσαλονίκη.

Τριανταφύλλου, Α. (1992) Πειραματική και θεωρητική μελέτη των συνθηκών διασποράς - διάχυσης ατμοσφαιρικών ρύπων στον άξονα Αμυνταίου - Πτολεμαΐδας - Κοζάνης - Σερβίων, διδακτορική διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Φίλιος, Φ. (2001) Η αποκατάσταση του περιβάλλοντος στο λιγνιτικό κέντρο Πτολεμαΐδας - Αμυνταίου, Δ.Ε.Η.

Χατζηγιάννης, Γ. (1997) "Περιβαλλοντικά θέματα που σχετίζονται με την αξιοποίηση λιγνιτών", Τ.Ε.Ε.