WEB_AERIAL_FENEOS

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

WEB_MAP_FENEOS

To αγροτικό τοπίο στο οροπέδιο του Φενεού

Το οροπέδιο παρουσιάζεται στην αεροφωτογραφία από ανατολικά προς δυτικά και οριοθετείται από τις οροσειρές του Σαϊτά και Ολύγυρτου αριστερά, στο βάθος από τον Χελμό και δεξιά από τις πρόποδες της Ζήριας. Η γεωμετρικότητα του μωσαϊκού των καλλιεργειών προκύπτει από την κανονικότητα του αναδασμού και των δικτύων αποστράγγισης.  Τα τελευταία δεν εμποδίζουν τις εποχικές πλημμύρες και τη μερική επανεμφάνιση της λίμνης που υπήρχε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι συστάδες των δέντρων ακολουθούν και εμπλουτίζουν τη γεωμετρικότητα του τοπίου.

Το οροπέδιο του Φενεού βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του Νομού Κορινθίας σε υψόμετρο 750 μέτρων, περίπου 100 μέτρα ψηλότερα από το οροπέδιο της Τρίπολης και σε απόσταση 75 χιλιομέτρων από την Κόρινθο. Η κοιλάδα μαζί με τα βουνά που την περιβάλλουν – η Κυλλήνη (Ζήρια) από βόρεια/βορειοανατολικά, οι οροσειρές του Σαϊτά και του Ολύγυρτου από το Νότο και τα Αροάνια (Χελμός) από δυτικά – αποτελούν μια γεωγραφική ενότητα (βλ. Εικόνες 1, 2 και 3). Τα νερά της μεγάλης αυτής λεκάνης απορροής συγκεντρώνονται σ’ ένα ρέμα, το Φονιάτικο ποτάμι· πρόκειται για τον αρχαίο ποταμό Όλβιο ή Αροάνιο που κατεβαίνει από το βορρά και που άλλοτε σχημάτιζε τη λίμνη του Φενεού, η οποία φαίνεται στον ιστορικό χάρτη του Α. Μηλιαράκη (1886 – βλ. Σχήμα 1). Η στάθμη της λίμνης αυξομειωνόταν από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η αυξομείωση αυτή οφειλόταν στο ότι το νερό σταδιακά διάβρωνε τα ασβεστολιθικά πετρώματα σχηματίζοντας υπόγειες ρωγμές/καταβόθρες, που αποφράσσονταν με την εναπόθεση των φερτών υλών του χειμάρρου, και περιοδικά παρασύρονταν λόγω της μεγάλης πίεσης που ασκούσε η υδάτινη μάζα της λίμνης. Έτσι, τα νερά ξανάβγαιναν στην επιφάνεια, ως πηγές πια του ποταμού Λάδωνα αρκετά μακρύτερα, δυτικά της Φενεατικής κοιλάδας, στην περιοχή του χωριού Λυκούρια, που βρίσκεται στο νομό Αχαΐας. Οι Φενεάτες βρίσκονταν διαχρονικά  σε συνεχή αγώνα  με τα στοιχεία της φύσης,  για να εξασφαλίσουν  προς καλλιέργεια τα γόνιμα εδάφη του οροπεδίου. Από την αρχαιότητα επιχείρησαν να διευθετήσουν την κοίτη του Ολβίου ποταμού με έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, οδηγώντας τα νερά στην καταβόθρα της Όρυξης, κοντά στο σημερινό χωριό Μάτι, η διάνοιξη της οποίας αποδιδόταν στον Ηρακλή.

Η αρχαία πόλη της Φενεού, που πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο ήρωα, ήκμασε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Η κοιλάδα του Φενεού, με έκταση 40.000 στρεμμάτων περίπου, αποτελείται από εδάφη πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποξήρανση του μεγαλύτερου μέρους της λίμνης  περί τα τέλη του 19ου αιώνα (βλ. Σχήμα 1), καθώς τα νερά αποσύρθηκαν σχεδόν πλήρως όταν ξανάνοιξαν από μόνες τους οι καταβόθρες. Αμέσως μετά την απομάκρυνση των νερών, οι κάτοικοι της περιοχής προσπάθησαν να  κατασκευάσουν το πρώτο δίκτυο αποστράγγισης, μια και το ελληνικό κράτος δεν διέθετε τότε τα απαραίτητα μέσα. Τα αποστραγγιστικά έργα ολοκληρώθηκαν πολλές δεκαετίες μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με τη διάνοιξη κατάλληλων αποστραγγιστικών αυλακιών, χωρίς ωστόσο να διασφαλιστεί πλήρως ολόκληρη η πεδινή έκταση από τις πλημμύρες (βλ. Εικόνα 4). Το 1996 ολοκληρώθηκε η κατασκευή φράγματος στο χείμαρρο “Δόξα”, χωρητικότητας 5,5 εκατ. κυβικών μέτρων στην περιοχή των Καλυβίων (Αρχαίας Φενεού), μπροστά στην ιστορική Μονή του Αγίου Γεωργίου. Από τον υπερχειλιστή τα νερά καταλήγουν στον ποταμό Όλβιο και μέσω των διευρυμένων καταβοθρών τελικά στις πηγές του Λάδωνα. Η δημιουργία του φράγματος έγινε τόσο για την αύξηση της αρδευόμενης  έκτασης του κάμπου, πέραν των υπαρχουσών γεωτρήσεων, όσο και για την ενίσχυση της αντιπλημμυρικής προστασίας. Η αξιοποίησή του όμως για αρδευτικούς σκοπούς είναι εντελώς περιορισμένη, καθώς  υστερεί η κατασκευή κατάλληλου αρδευτικού δικτύου. Έχει όμως ολοκληρωθεί ο αναδασμός στον κάμπο, ο οποίος προβλέπεται να επεκταθεί στις παρακείμενες επικλινείς εκτάσεις. Στο δεξιό μέρος της αεροφωτογραφίας διακρίνεται η οφιοειδής κοίτη του Ολβίου, ο οποίος ακόμα και σήμερα υπερχειλίζει κατά τη χειμερινή περίοδο, αναλόγως με το ύψος των εκάστοτε ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Διακρίνονται επίσης το τετραγωνισμένο σύστημα των αποστραγγιστικών αυλακιών με τους δρόμους προσπελάσεως και οι ετήσιες καλλιέργειες σιτηρών (πράσινο). Τα ανοιχτόχρωμα τμήματα καλλιεργημένης γης είναι αγροί που έχουν προετοιμαστεί για τη σπορά εαρινών φυτών (αραβόσιτος, βίκος, μηδική, λαθούρι, φασόλι) (βλ. Εικόνα 5).

Ο Δήμος Φενεού (2.019 κάτοικοι) περιλαμβάνει εννέα δημοτικά διαμερίσματα, πρώην Κοινότητες, που είναι εγκατεστημένες αμφιθεατρικά ως προς τη λεκάνη. Ακολουθώντας την περίμετρό της, από το βορειότερο σημείο της με κατεύθυνση νοτιοδυτική, ο επισκέπτης συναντά την Κάτω Ταρσό, το Φενεό, τα Καλύβια (Αρχαία Φενεός), το Πανόραμα, το Μάτι, τη Μοσιά (βλ. Εικόνα 6), το Μεσινό, τη Γκούρα και το Στενό. Στο Σχήμα 2 φαίνεται η εξέλιξη του πληθυσμού 1951-2001, με τάσεις σταθεροποίησης μετά το 1991 και στο Σχήμα 3 αποτυπώνεται η προβληματική ηλικιακή δομή του πληθυσμού, τυπική εικόνα της αγροτικής υπαίθρου.

Η παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τα 40.000 στρέμματα πεδινής έκτασης της λεκάνης και από τα 84.000 στρέμματα των βοσκοτόπων της ορεινής ζώνης. Παρά τη σχετικά μικρή απόσταση των εννέα οικισμών από την πρωτεύουσα του νομού αλλά και από το αστικό κέντρο των Αθηνών, η γεωμορφολογία και οι κλιματικές συνθήκες άσκησαν κατά το παρελθόν αποφασιστική επίδραση, ώστε να δημιουργηθεί μια σχετικά κλειστή οικιακή οικονομία με πλήρη επάρκεια στα βασικά είδη διατροφής (ζωοκομικά, σιτηρά, όσπρια και λίγα κηπευτικά), με πολύ χαμηλότερο, βέβαια, επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος και κατανάλωσης από το σημερινό.

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η περιοχή επηρεάστηκε σημαντικά από τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις με την πληρέστερη ενσωμάτωσή της στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Μετά δε την πλήρη ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η υπαγωγή της τοπικής οικονομίας στην ευρύτερη αγορά προχώρησε με γοργούς ρυθμούς, γεγονός που υπογραμμίζεται από την πλήρη εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και τη συνεχή συρρίκνωση της ιδιοκατανάλωσης. Η οικονομία της περιοχής εξαρτάται σχεδόν πλήρως από την πρωτογενή παραγωγή (ζωική και φυτική). Η κτηνοτροφία (αιγοπροβατοτροφία και λίγα βοοειδή) έχει δεσπόζουσα θέση στην τοπική οικονομία, μολονότι δεν ασκείται με τους καλύτερους δυνατούς όρους, καθώς η ορθολογική αντιμετώπιση των συναφών τεχνικών και οργανωτικών προβλημάτων υστερεί σημαντικά. Η εκτέλεση όμως αρκετών εγγειοβελτιωτικών έργων στην ορεινή ζώνη έχει συντελέσει στην καλύτερη αξιοποίηση των εκτεταμένων βοσκοτόπων, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του ζωικού κεφαλαίου (50.000 αιγοπρόβατα περίπου). Οι αποδόσεις στη φυτική παραγωγή (σιτηρά, αραβόσιτος, κτηνοτροφικά φυτά, πατάτες, όσπρια και λίγα κηπευτικά), κυμαίνονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, καθώς η εισαγωγή βελτιωμένων τεχνικών στην παραγωγή έχει εν πολλοίς πραγματοποιηθεί. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση στην παραγωγή κτηνοτροφικών φυτών για τη στήριξη της κτηνοτροφίας, γεγονός που έχει ενισχύσει το γεωργικό εισόδημα. Όμως, παρά τη σχετική επάρκεια σε φυσικούς πόρους (νερό, καλλιεργήσιμη πεδινή γη και εκτεταμένους βοσκότοπους), ο κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός δεν φαίνεται να πραγματοποιείται με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς, γεγονός που υπογραμμίζεται από τη συνεχή συρρίκνωση και γήρανση του τοπικού πληθυσμού.

Ν.Μ.