Φωτογραφία Π.Μ., 2009.
Παραδοσιακοί ανεμόμυλοι στην Πάρο
Στην αεροφωτογραφία παρουσιάζεται ομάδα τεσσάρων ανεμόμυλων σε οροπέδιο της Πάρου, ανάμεσα στις Λεύκες και τον Πρόδρομο. Βρίσκονται σε ημιερειπειώδη κατάσταση – με εξαίρεση τον τελευταίο –, διακρίνεται όμως το “αλεστικό” τους μέτωπο που είναι ελεύθερο προς τον βορρά. Το τυπικό κυκλαδίτικο μωσαϊκό του αγροτικού τοπίου περιλαμβάνει καλλιεργημένους αναβαθμούς, ελαιόδεντρα, χέρσο και χαμηλά φρύγανα. Στο βάθος της αεροφωτογραφίας, ο κόλπος της Μάρπισσας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νησιών, κυρίως του κεντρικού και του νότιου Αιγαίου, είναι τα κτίσματα των ανεμόμυλων. Η κατασκευή τους αποτέλεσε μία από τις πιο συχνές ανθρώπινες παρεμβάσεις στο τοπίο και η ενσωμάτωσή τους στη φυσιογνωμία της περιοχής ήταν τόσο πετυχημένη, ώστε στη συνείδηση του κόσμου θεωρήθηκαν αναπόσπαστο στοιχείο της.
Είναι γνωστό ότι από τα αρχαία χρόνια ως και την πρωτοβιομηχανική εποχή, τα δημητριακά αποτέλεσαν τη βάση της διατροφής των νησιώτικων κοινωνιών. Τα νησιά, όμως, δεν υπήρξαν ποτέ αυτάρκη στην παραγωγή τους και έτσι πάντοτε γινόταν εισαγωγή, ιδίως κριθαριού. Για το άλεσμα των δημητριακών κτίστηκαν οι ανεμόμυλοι, μια και η περιοχή είχε κατάλληλους ανέμους για τη λειτουργία τους περισσότερες από 310 μέρες το χρόνο (βοριάδες, κυρίως μελτέμια 2-7 Β και νοτιάδες 3-6 Β), ενώ στα περισσότερα νησιά το νερό ήταν λιγοστό για να λειτουργήσουν νερόμυλοι. Επιπλέον, στο κέντρο του Αιγαίου, στο Ρέμα της Μήλου, υπήρχε εξαιρετικής ποιότητας μυλόπετρα. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα στις Κυκλάδες συναντάμε τη μεγαλύτερη πυκνότητα αλεστικών ανεμόμυλων τόσο ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (π. 1 ανά 4 τ.χλμ.) όσο και ανά αριθμό κατοίκων (π. 1 ανά 190) με συνολικό αριθμό π. 650 (βλ. Πίνακα 1), ενώ σε ολόκληρο το Αιγαίο πρέπει να έφταναν τους 2.000, υπολογίζοντας και αυτούς των παράκτιων περιοχών, ιδίως της Μικράς Ασίας.
Παραμένει όμως άγνωστο πότε πρωτοκατασκευάστηκαν στην περιοχή. Υπάρχουν ενδείξεις ότι στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα υπήρχαν ήδη στη Ρόδο και τον 14ο είχαν πια εξαπλωθεί σε όλο το Αιγαίο, ενώ από τον 16ο αι. οι περιηγητές τούς απεικονίζουν σχεδόν σε όλα τα νησιά (βλ. Εικόνα 1). Ιδιοκτήτες ήταν προύχοντες που είχαν την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια για την κατασκευή τους, οι οποίοι στη συνέχεια τους πάκτωναν σε επαγγελματίες μυλωνάδες, με επαχθείς πολλές φορές όρους. Μόνο στο στάδιο της παρακμής τους περιήλθαν στους μυλωνάδες, όταν το κέρδος μειώθηκε λόγω της λειτουργίας βιομηχανικών μύλων, και η αμοιβή τους παρέμενε πάντα στο 10% πάνω στο παραγόμενο αλεύρι.
Σχεδόν στο σύνολο τους ανήκαν στον τύπο των “πέτρινων μεσογειακών πυργόμυλων”, με κωνική στέγη από ξύλινο σκελετό, καλάμια και κάλυψη με χόρτο. Η αρχιτεκτονική τους, όμως, προσαρμόστηκε απόλυτα στις τοπικές κατασκευαστικές συνήθειες και έτσι, εκτός από τα ξύλινα δάπεδα από φίδες και πατωσάνιδα που αποτελούσαν τον κανόνα, βρίσκουμε εσωτερικά τόξα (βόλτα) από σχιστόλιθο όπου υπήρχε, εκφορικές κατασκευές με μεγάλες σχιστόπλακες (Άνδρος, Τήνος), θολωτές (Θήρα) κ.ά. Το ίδιο συνέβη και στις φτερωτές, όπου η χρήση των πανιών (βλ. Εικόνα 2) αποδίδεται στους ναυτικούς κατοίκους των νησιών, ενώ στην Ευρώπη χρησιμοποιούνταν ξύλινες.
Βασική επιδίωξη κατά την κατασκευή ενός ανεμόμυλου, ήταν να βρεθεί κάποιο μυλοτόπι κοντά στον ή στους οικισμούς που θα εξυπηρετούσε (βλ. Εικόνα 3). Η επιλογή της θέσης γινόταν από έμπειρο μυλομαραγκό, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους, σε κορυφή, σε πλαγιά, σε λοφοσειρά (βλ. Εικόνα 4), σε οροπέδιο (βλ. αεροφωτογραφία), σε χείλος γκρεμού, σε σελάδι, σε πεδιάδα ή τέλος, τα νεότερα χρόνια, σε παραλία (βλ. Εικόνα 5). Επειδή τα κατάλληλα σημεία δεν ήταν πολλά, συχνά συναντάμε τους μύλους συγκεντρωμένους σε μικρές ομάδες ή μεγάλα συγκροτήματα (βλ. Σχήμα 1 και Εικόνα 4). Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την ανέγερση κάποιου νέου μύλου, ήταν να μην εμποδίζει τη φυσική ροή του ανέμου προς τους ήδη υπάρχοντες. Αυτό προέβλεπαν οι κανόνες του φεουδαλικού δίκαιου το οποίο έφθασε στα νησιά με τη Φραγκοκρατία. Οι διατάξεις του, όμως, παρέμειναν σε ισχύ και αργότερα, κατά την Τουρκοκρατία και μετά την απελευθέρωση ως τις αρχές του 20ού αιώνα, σαν κανόνες εθιμικού δίκαιου, τους οποίους όλοι σέβονταν. Ο χώρος που έπρεπε να μείνει ελεύθερος γύρω από κάθε μύλο, ώστε το αλεστικό μέτωπο να διατηρείται ελεύθερο (βλ. αεροφωτογραφία), εξαρτιόταν από τη διαμόρφωση του εδάφους και την κατεύθυνση των πιο συχνών τοπικών ανέμων, ενώ η απαγόρευση ανέγερσης συμπεριελάμβανε και κάθε άλλο κτίσμα που θα δημιουργούσε πρόβλημα: κατοικίες, περιτειχίσματα, αγροτικά κτίσματα, ακόμα και το φύτεμα δέντρων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία άλλη παρέμβαση στο τοπίο: το οδικό δίκτυο από μονοπάτια-καλντερίμια που δημιουργήθηκε από τους ιδιοκτήτες των μύλων για την εξυπηρέτηση των πελατών, και τα οποία, πολλές φορές, είχαν μεγάλο πλάτος για τη διασταύρωση των φορτωμένων ζώων. Το εθιμικό δίκαιο, όταν δεν μπορούσε να δημιουργηθεί δίοδος, προέβλεπε και δουλεία διέλευσης μέσα από άλλες αγροτικές ιδιοκτησίες.
Ολόκληρος ο μηχανισμός των ανεμόμυλων ήταν ξύλινος με λίγα σιδερένια εξαρτήματα και χωριζόταν σε τρία τμήματα: στον κινητικό που δούλευε με εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας, στον αλεστικό που άλεθε και σ’ αυτόν που περιέστρεφε την τρούλα, προσανατολίζοντας τη φτερωτή ανάλογα με την κατεύθυνση του ανέμου. Ως το τέλος της λειτουργίας του, παρέμεινε ο ίδιος χωρίς σημαντικές τροποποιήσεις. Όπου όμως ο άνεμος φυσούσε από μία μόνο κατεύθυνση, κτίστηκαν πεταλόσχημοι μύλοι (μονόπαντοι) με μόνιμα προσανατολισμένη φτερωτή (βλ. Εικόνα 6).
Όπως και τα άλλα εργαστήρια της προβιομηχανικής τεχνολογίας, οι μύλοι πλήρωναν φόρους υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας κατά τη Φραγκοκρατία και τακτικούς και έκτακτους, πέραν της δεκάτης των σιτηρών, κατά την Τουρκοκρατία. Παράλληλα, με αποφάσεις της Δημογεροντίας συνέβαλαν και υπέρ του Κοινού, ενώ μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους εντάχθηκαν στις διατάξεις φορολογίας εισοδήματος.
Σήμερα, ελάχιστοι ανεμόμυλοι διατηρούν τους μηχανισμούς τους και οι περισσότεροι στέκουν εγκαταλελειμμένοι ή με προσθήκες άλλων χρήσεων (βλ. Εικόνα 7), ενώ συχνά μετατρέπονται, με αποκατάσταση της εξωτερικής όψης, σε χώρους κατοικίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Βάος, Ζ., Νομικός, Στ. (1993) Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, Αθήνα: Δωδώνη.
Blom, L. H. (1999) The Windmills of the
Harverson, M. (2007) “Greek windmill sails. Pictorial evidence for the adoption of jib sails”, Transactions of the 12th International Symposium on Molinological, Putten, The Netherlands.
Κουμανούδης, Ι. Ν. (1990) “Συμβολή στην έρευνα και γνώση του ξετροχάρη ανεμόμυλου των νησιών μας”, Φίλια έπη εις Γεώργιος Ε. Μυλωνάν, τόμ. Δ΄, Αθήνα: Αρχαιολογική Εταιρεία.
Κουμανούδης, Ι. Ν. (1999) “Οι ελληνικοί ανεμόμυλοι”, Καθημερινή - Επτά Ημέρες, 18/07.
Κουμανούδης, Ι. Ν. (2003) “Ο αέρας, πηγή ζωής, κίνησης και καθαρμού”, Πρακτικά Επιστημονική Συνάντησης 2000, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης - Φίλοι Μ.Ε.Λ.Τ., Αθήνα.
Limona - Trebela, E (1983) Windmills of the
Notebaart, C. J. (1972) Windmühlen der Stand der Forschung über das Vorkommen und den Ursprung, Den Haag & Paris: Mouton Verlag.
Τζομπανάκη, Χρ. (2007) Η αρχιτεκτονική στην Κρήτη. Περίοδος των νεότερων χρόνων, τόμ. Α2: Ταξίδια των ανέμων, ταξίδια των υδάτων, ανεμόμυλοι και νερόμυλοι της Κρήτης, αντλητικοί ανεμόμυλοι του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Απόλλων Α.Ε.