WEB_AERIAL_MONEMBASIA

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

Μονεμβασία: ο βράχος και η πόλη

Ο βράχος της Μονεμβασίας, ο οποίος περιβάλλεται από απότομους γκρεμούς, όπως φαίνεται και στην αεροφωτογραφία, προβάλλει από την ανατολική ακτή της Πελοποννήσου προς το Αιγαίο Πέλαγος με κατεύθυνση βορειοανατολική. Έχει μήκος 1,5 χιλιόμετρο και μέγιστο ύψος 194 μέτρα και συνδεόταν με τη στεριά με γέφυρα της βυζαντινής περιόδου που σωζόταν ως τα τέλη του 19ου αι. Ο βράχος αποτελείται αποκλειστικά από ασβεστολιθικά πετρώματα και στη μεγαλύτερη έκτασή του, κυρίως βόρεια και ανατολικά, καταλαμβάνεται από τεφρούς ασβεστόλιθους ηλικίας Κρητιδικού-Ηώκαινου (144-36 εκατομμυρίων ετών από σήμερα), ενώ στο νότιο και δυτικό τμήμα εμφανίζονται παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθοι ηλικίας Ιουρασικού (208-144 εκατομμυρίων ετών). Η ιδιαίτερη μορφολογία του οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον τεκτονισμό, δηλαδή σε ρήγματα διεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ και ΒΑ-ΝΔ που περιβάλλουν το βράχο. Ουσιαστικά το νησί αποτελεί ένα τεκτονικό κέρας, μια μορφολογική έξαρση δηλαδή (βλ. Εικόνα 1), η οποία είναι αποτέλεσμα ρηγμάτων. Οι έντονες μορφολογικές κλίσεις, που αντιστοιχούν στις κατοπτρικές επιφάνειες (καθρέπτες) των ρηγμάτων, και η αποσάθρωση των ηωκαινικών ασβεστόλιθων είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη πλευρικών κορημάτων κατά μήκος της βάσης του.

Τα ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά του βράχου παρακίνησαν προς τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. τους κατοίκους της Σπάρτης να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να ιδρύσουν μια νέα σε θέση οχυρή, η οποία όχι μόνο παρείχε ασφάλεια από τις βαρβαρικές επιδρομές, αλλά συγχρόνως εξασφάλιζε εύκολες επικοινωνίες δια θαλάσσης. Η Μονεμβασία, όπως ονομάστηκε, μπόρεσε να διαφυλάξει παλαιότατα προνόμια αυτοδιοίκησης, που επικυρώθηκαν από πολλούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Η ευνοϊκή θέση της δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε να αναπτυχθεί σε σημαντικό στρατηγικό και εμπορικό κέντρο με  ιδιαίτερη ακμή κατά τον 12ο αιώνα, συγκεντρώνοντας αξιόλογα μνημεία και έργα τέχνης. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, παρέμεινε ελεύθερη επί σχεδόν μισόν αιώνα και βρισκόταν σε στενή επαφή με την αυτοκρατορία της Νίκαιας.

Όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία ανασυγκροτήθηκε, η στρατηγική σημασία της Μονεμβασίας υπήρξε τεράστια, ενώ με την ανάπτυξη του εμπορίου έγινε μια από τις πλουσιότερες πόλεις της. Οι Μονεμβασιώτες, που διακινούσαν με τα καράβια τους κυρίως προϊόντα διατροφής, σταδιακά άρχισαν να εγκαθίστανται σε άλλα λιμάνια και στην Κωνσταντινούπολη, όπου πολλοί διέπρεψαν. Οι αρχές της πόλης αρνήθηκαν να την παραδώσουν στους Τούρκους όταν κατελήφθη η υπόλοιπη Πελοπόννησος το 1460, και την έθεσαν υπό την προστασία του Πάπα Πίου Β΄, αλλά πολύ λίγα χρόνια αργότερα πέρασε στην κυριαρχία της Βενετίας. Η κάμψη της πόλης υπήρξε ραγδαία, η σημασία της ως κόμβου στους θαλάσσιους δρόμους μειώθηκε εξαιρετικά, όπως και η παραγωγή, καθώς η ενδοχώρα ανήκε στους Τούρκους, στους οποίους την παρέδωσαν οι Βενετοί το 1540. Το 1690, μετά την εκστρατεία του Μοροζίνι, οι Βενετοί την ανακατέλαβαν, για να την παραδώσουν και πάλι το 1715 μέσα σε κλίμα πανικού, αμαχητί. Μετά την κήρυξη του αγώνα της Ανεξαρτησίας η Μονεμβασία πολιορκήθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και παραδόθηκε στις 23 Ιουλίου 1821.

Για τη μετα-επαναστατική Μονεμβασία ο 19ος αιώνας ήταν περίοδος ανασυγκρότησης, καθώς ήταν το πιο σημαντικό κέντρο και λιμάνι της ανατολικής Λακωνίας (βλ. Εικόνα 2). Ωστόσο, η σταδιακή ανάπτυξη των χερσαίων επικοινωνιών οδήγησε σε απομόνωση και παρακμή. Παρά το ότι από το 1940 ως το τέλος του Εμφυλίου έπαιξε τον προαιώνιο ρόλο της, του Φρουρίου, από το 1949 στους παράγοντες που επέτειναν το μαρασμό προστέθηκε και η αστυφιλία. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν τον τειχισμένο οικισμό και στις αρχές της δεκαετίας του '60 είχαν μείνει λιγότεροι από 100. Από τότε, σταδιακά, άρχισαν να αγοράζονται σπίτια, από Έλληνες και αλλοδαπούς, και οι λίγοι κάτοικοι μετακινήθηκαν κυρίως προς τον νέο οικισμό επί της Πελοποννήσου. Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι ελάχιστοι, αλλά το Κάστρο είναι ζωντανό όλο το χρόνο, τα μαγαζιά της Αγοράς λειτουργούν και πάλι και πάρα πολλά σπίτια έχουν αναστηλωθεί με τρόπο υποδειγματικό και κατοικούνται από Έλληνες, αλλοδαπούς, αλλά και πολλούς Μονεμβασιώτες, που δεν έχουν αποξενωθεί από τα πατρογονικά τους.

Την πόλη αποτελούσαν η Πάνω Πόλη, η Κάτω Πόλη και το φρούριο της ακρόπολης (βλ. Εικόνα 3). Η Πάνω Πόλη απλωνόταν στο κεκλιμένο πλάτωμα που βρίσκεται στην κορυφή του βράχου πάνω από τον περιμετρικό γκρεμό. Σ' αυτήν οδηγούσαν δύο οχυρωμένοι δρόμοι, ένας από βορειοδυτικά, που κλείστηκε τον 16ο αιώνα, και ένας από νοτιοανατολικά, μέσω της Κάτω Πόλης. Τα σπίτια στην Πάνω Πόλη ήσαν μεγάλων διαστάσεων, με δύο στάθμες συνήθως, από τις οποίες η χαμηλότερη ήταν θολωτή και στο πίσω τμήμα της διαμορφωνόταν η δεξαμενή. Στο βράχο δεν υπήρχαν φυσικές πηγές νερού, εξαιτίας της μεγάλης διαπερατότητας που εμφανίζουν οι ασβεστόλιθοι λόγω καρστικοποίησης (της διάλυσης από την επίδραση του νερού της βροχής) και των τεκτονικών ασυνεχειών (ρήγματα, διακλάσεις). Για το λόγο αυτό οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν στέρνες αδιαβροχοποιημένες με υδραυλικό κονίαμα, "κουρασάνι", στις οποίες αποθήκευαν το βρόχινο νερό (βλ. Εικόνα 4). Το πολύπλοκο και εξαιρετικά επιμελημένο σύστημα συλλογής του νερού από τα κεραμίδια της ξύλινης δίριχτης στέγης αποτελεί χαρακτηριστικό της Μονεμβασίας.

Δεν φαίνεται να υπήρχε εμπορική δραστηριότητα στην Πάνω Πόλη, ενώ από άλλα κτίσματα έχει διασωθεί ο οκταγωνικού τύπου ναός του 12ου αι., αρχικά αφιερωμένος στην Θεοτόκο Οδηγήτρια, ο οποίος το 1540 έγινε τζαμί.

Στην Κάτω Πόλη, τα τείχη που την κλείνουν από τις τρεις πλευρές δεν έχουν αλλάξει θέση. Στο δυτικό τείχος βρίσκεται η κύρια πύλη εισόδου, έργο του 17ου αιώνα. Από τη δυτική πύλη ξεκινάει ο κύριος οδικός άξονας, η Αγορά. Παράλληλα με το θαλάσσιο τείχος βρισκόταν ένας δρόμος που ήταν σε πολλά σημεία καλυμμένος με θόλους, που ονομάζονταν "δρομικές". Άλλος ένας άξονας στη ρίζα του βράχου ένωνε το δυτικό τείχος με το ανατολικό. Κατά μήκος της Αγοράς βρίσκεται η πλατεία μπροστά από τον μητροπολιτικό ναό του Ελκομένου Χριστού (βλ. Εικόνα 5), ο οποίος ήταν αρχικά ξυλόστεγη παλαιοχριστιανική βασιλική. Ως τα τέλη της δεκαετίας του '70 βρισκόταν στο ναό μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες βυζαντινές εικόνες, η Σταύρωση, του 14ου αιώνα.

Στην πλατεία απέναντι από τον Ελκόμενο βρίσκεται το "Τζαμί", το οποίο κατά την παράδοση υπήρξε κάποτε ναός. Από τους πολλούς άλλους ναούς οι περισσότεροι έχουν στοιχεία βυζαντινά και έχουν υποστεί μικρές ή μεγάλες επεμβάσεις, κυρίως κατά τη Β΄ Ενετοκρατία. Μονόκλιτοι, δίκλιτοι και σπάνια τρίκλιτοι, ήταν όλοι θολωτοί. Διαφορετικοί από τους υπόλοιπους είναι οι ναοί της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, της Κρητικιάς ή Μυρτιδιώτισσας και του Αγίου Νικολάου, που χτίστηκαν ο πρώτος κατά την Α΄ Τουρκοκρατία και οι δύο άλλοι κατά τη Β΄ Ενετοκρατία.

Τα σπίτια στην Κάτω Πόλη, όπου η πυκνότητα ήταν μεγάλη, έχουν υποστεί συνεχείς αλλαγές ανά τους αιώνες και είναι σπάνιο να ανήκουν σε ένα μόνο τύπο (βλ. Σχήμα 1). Είχαν γενικά τρεις στάθμες, τα χαμηλότερα επίπεδα καλύπτονταν με θόλους και είχαν ξύλινες στέγες, αλλά και δώματα πάνω από θόλους. Ο τρόπος που χτίζονταν τα σπίτια δεν άλλαξε, με το ίδιο είδος ντόπιας μαυρόπετρας για τους τοίχους, με πωρόλιθο για τις  γωνίες, τους θόλους, τα περιθώρια των ανοιγμάτων και άλλες λεπτομέρειες, με το νερό να μαζεύεται πάντα από τη στέγη με το ίδιο σύστημα όπως στην Πάνω Πόλη, στοιχεία που αποτελούν συνέχεια ενός πολύ μακρινού παρελθόντος (βλ. Εικόνα 6 και 7).

X.KΑΛ. και Ε.Κ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ι.Γ.Μ.Ε., Γεωλογικοί Χάρτες Ελλάδας, κλίμ. 1:50.000, φ. Νεάπολη, φ. Αγ. Νικόλαος.

Καλλιγάς, Α. Γ., Καλλιγά, Χ. Α. (2006) Μονεμβασία. Ξαναγράφοντας σε παλίμψηστα, Αθήνα: Ποταμός.

Kalligas, H. A. (2009) Monemvasia. A Byzantine Cite State, Abingdon & New York: Routledge.

Μπορνόβας, Ι. (1999) Τα φυσικά μνημεία της Ελλάδας, Αθήνα: Κάκτος.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία