WEB_AERIAL_MANI

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

Το ιστορικό οικιστικό τοπίο της Μάνης

Στην αεροφωτογραφία εμφανίζεται ο οικισμός των Κάτω Μπουλαριών με τα χαρακτηριστικά κυβόσχημα μανιάτικα κτίσματα. Η αεροφωτογραφία αναδεικνύει τη στρατηγική εποπτεία του οικισμού στην γύρω έκταση μέχρι τον όρμο του Γερολιμένα (βλ. Σχήματα 1 και 2). Μπροστά από τον οικισμό διακρίνονται τα όρια των γεωργικών ιδιοκτησιών με διάσπαρτα ελαιόδεντρα και στο βάθος οι χαρακτηριστικοί απόκρημνοι καθρέπτες πάνω από το Γερολιμένα.

Χάρη στη στρατηγική θέση και τη γεωγραφία της, η αποκομμένη και δύσβατη χερσόνησος της Μάνης αποτελούσε για μακραίωνες ιστορικές περιόδους ασφαλές καταφύγιο και ορμητήριο για πολυάριθμο πληθυσμό, ο οποίος, κάτω από ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, διατηρούσε έναν ιδιότυπο βίο με αρχέγονα γνωρίσματα. Παράλληλα αποτέλεσε επίκεντρο γενικότερου ενδιαφέροντος κι έζησε άμεσα τις αντιθέσεις συμφερόντων των δυνάμεων που δρούσαν στη Μεσόγειο κι επεδίωκαν να την έχουν στη σφαίρα επιρροής τους. Ο μόχθος για επιβίωση και αυτοτέλεια σφράγισε το επιβλητικό φυσικό τοπίο με τέτοιο τρόπο ώστε η Μάνη να προβάλλει ως ξεχωριστή ιστορική, οικιστική, πολιτισμική ενότητα στον ελληνικό, μεσογειακό, ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο.

Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το δίκτυο των ερειπωμένων μεγαλιθικών συνοικισμών της ενδοχώρας που χρονολογούνται στους αρχαίους και μέσους χρόνους. Πολλοί από αυτούς έχουν εγκαταλειφθεί από καιρό και αποτελούν τις παλιόχωρες της Μάνης, ενώ άλλοι ενσωματώθηκαν στους νεότερους οικισμούς –οι οποίοι και αναπτύχθηκαν με βάση τους παλαιούς αυτούς πυρήνες. Η νεότερη μανιάτικη φυσιογνωμία, λόγω των ειδικών ιστορικών συνθηκών που επικράτησαν, προέκυψε κυρίως μέσα από αργούς μετασχηματισμούς των παλαιών αρχαϊκών τοπικών προτύπων. Το πυκνό πλέγμα των οικισμών συμπλήρωναν τουλάχιστον 1.500 βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί, πολλοί από τους οποίους παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και τις τοιχογραφίες τους.

Μετά την υποταγή του ελλαδικού χώρου και του Μιστρά (1460) στις τούρκικες δυνάμεις, η ακριτική Μάνη εντάχθηκε de facto σε ένα ειδικό προνομιακό καθεστώς που περιλάμβανε εσωτερική αυτονομία με άδεια οπλοφορίας και υποχρέωση καταβολής ετήσιου φόρου υποτέλειας. Υπό τους ευνοϊκούς αυτούς όρους ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και διακυμάνθηκε από 20.000 κατοίκους το 17ο αιώνα μέχρι 50.000 στις αρχές του 20ού, για να πέσει πάλι στους 25.000 κατοίκους στις μέρες μας.

Η πιεστική ανάγκη να οργανωθεί αποτελεσματικά το φυσικό και ανθρώπινο δυναμικό έδωσε στο αυτοδιοικούμενο πατριαρχικό σύστημα ειδικά χαρακτηριστικά σχήματα: η πολεμική ετοιμότητα επιβλήθηκε ως βασικός τρόπος ζωής και οι ένοπλες αιματοσυγγενικές ομάδες (γένη, οικογενειακοί κλάδοι, κλπ.) με τις πατροτοπικές εγκαταστάσεις τους επικράτησαν και διατηρήθηκαν ως βασικές μονάδες του κοινωνικοοικονομικού και οικισμένου χώρου. Η φυσική οχύρωση ενισχύθηκε με κατάλληλα έργα (οχυρώσεις, πύργους, κλπ.), ενώ η χωροταξική κατανομή του μάχιμου και άμαχου πληθυσμού σε πληθώρα διάσπαρτων οικήσεων ακολούθησε στρατηγικά κριτήρια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιδρομών από ξηρά και θάλασσα.

Στα βόρεια τμήματα της χερσονήσου (Έξω και Κάτω Μάνη) με τα υπέρτερα εδάφη και τους υπολογίσιμους φυσικούς πόρους επικρατούσαν οι διαστρωματωμένοι και ιεραρχημένοι καπετάνιοι και βρίσκονταν χωριά μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. Στο τραχύ νότιο τμήμα (Μέσα Μάνη) ο ανυπότακτος πυκνός πληθυσμός, οργανωμένος σε πατριαρχικά γένη, ήταν διασκορπισμένος σε μικρούς κατά κανόνα οικισμούς. Στο κεντρικό τμήμα (Οίτυλο και Τσίμοβα), με την ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, αναπτύχθηκαν ενδιάμεσοι τρόποι οργάνωσης καθώς και μεγαλύτεροι οικισμοί.

Γενικά, από το 17ο έως τον 20ο αιώνα το οικιστικό δίκτυο συγκροτούσαν 120 έως 250 οικήσεις. Υπήρχαν 115 έως 235 οικισμοί με 10 έως 500 κατοίκους που αντιπροσώπευαν το 90-95% των οικήσεων και συγκέντρωναν το 70-80% του πληθυσμού και 5-15 οικισμοί με πληθυσμό άνω των 500 κατοίκων που αντιπροσώπευαν το 5-10% των οικήσεων και συγκέντρωναν το 20-30% του πληθυσμού. Αναγνωρίζονται:

  • οι μικροσυνοικισμοί με 20-50 άτομα (αντιστοιχούν σε μία γενεαλογική ομάδα ή έναν κλάδο) (βλ. Εικόνα 1)
  • τα μικρά, μεσαία και μεγάλα χωριά με 50-500 κατοίκους (αντιστοιχούν σε μία έως πέντε γενεαλογικές ομάδες)
  • τα 3-12 κεφαλοχώρια με 500-1.000 άτομα (αντιστοιχούν σε περισσότερες από πέντε γενεαλογικές ομάδες)
  • οι 2-4 κωμοπόλεις με 1.000-2.000 άτομα
  • καμία έως μία πόλη (Γύθειο) με 2.000-5.000 άτομα.

Τους οικισμούς συγκροτούσαν οι  γειτονιές-μαχαλάδες των επιμέρους γενών που διατάσσονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν δικές τους προσβάσεις προς τους ζωτικούς τους χώρους (βλ. Εικόνα 2). Οι μαχαλάδες των ισχυρότερων κλάδων είχαν τα πιο γεροκτισμένα και ψηλά σπίτια και ανάμεσά τους έναν ή περισσότερους “μαζικούς” ή “μερικούς” πολεμόπυργους εξοπλισμένους με πυροβόλα (βλ. Εικόνα 3 και 4). Κοντά στους μεγαλογενήτες ή σοϊλήδες έμεναν οι λιγοστές προσαρτημένες οικογένειες των φαμέγιων ή ακουμπισμένων. Οι ανίσχυρες οικογένειες των αχαμνόμερων έμεναν σε χωριστές γειτονιές και δεν μπορούσαν να χτίσουν πύργο παρά μόνον αν δυνάμωναν. Καθαρά συλλογική ιδιοκτησία του γένους ή των επιμέρους κλάδων ήταν ο πολεμικός πύργος, το κανόνι, το νεκροταφείο και η εκκλησία.

Στο παράδειγμα των Κάτω Μπουλαριών (βλ. Σχήμα 2, οικισμός Α) βλέπουμε ένα χαρακτηριστικό οικισμό στο ίσιωμα του Νότου, στην περιοχή του Νικλιάνικου, που συνδυάζεται με τον αντίστοιχο παλαιό οικισμό των Πάνω Μπουλαριών, στη ρίζα των βουνών (βλ. Σχήμα 2, οικισμός Β). Οι Κάτω Μπουλαριοί είναι μικρό-μεσαίο χωριό με 100 έως 200 κατοίκους το 19ο αιώνα, με τρεις μεγάλους γενεαλογικούς κλάδους (Θ, Κ, Ρ) και τρεις μικρές οικογένειες (Γ, Γκ, Χ). Αρκετές από τις οικογένειες των Μπουλαριών διέθεταν τα δικά τους βράχια με λεκάνες (λούμπες) για τη συλλογή αλατιού στις ασβεστολιθικές ακτές, στους όρμους ανάμεσα στον οικισμό του Γερολιμένα και το αραξοβόλι Γιάλι. Μετά το 1950 ο πληθυσμός συρρικνώθηκε πολύ, με αποτέλεσμα να απογράφονται στο χωριό 15 έως 40 άτομα.

Τις τελευταίες δεκαετίες ο κληροδοτημένος, μεγάλης έκτασης, σπάνιος και σημαντικός ιστορικός πλούτος της χερσονήσου θέτει σοβαρά προβλήματα προστασίας, ανάδειξης και ανάπτυξης. Οι πιέσεις από τον τουρισμό, τις παραθεριστικές κατοικίες και τα οδικά έργα είναι πλέον ισχυρές. Το 1978 θεσμοθετήθηκαν από το ΥΠΕΧΩΔΕ ως παραδοσιακοί 67 οικισμοί της Λακωνικής Μάνης και 2 -μόνο- της Μεσσηνιακής, ενώ το 1998 προστέθηκαν 28 ακόμη οικισμοί της Λακωνικής Μάνης. Το 1993 και το 1994 θεσπίστηκαν ειδικοί όροι για τη δόμηση “εκτός σχεδίου” καθώς και μέσα στους παραδοσιακούς οικισμούς. Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει ορίσει επίσης αρκετές εκτάσεις ως αρχαιολογικούς χώρους και πολλά πολιτιστικά στοιχεία ως διατηρητέα μνημεία.

Το 2003 στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Πελοποννήσου η χερσόνησος της Μάνης ορίστηκε ως το μοναδικό “Πολιτιστικό Σύνολο Διεθνούς Εμβέλειας” στην Πελοπόννησο. Παρ' όλ' αυτά η ολοκλήρωση και η θεσμοθέτηση των Ειδικών Χωροταξικών Σχεδίων (ΣΧΟΟΑΠ) που εκπονούνται για δύο από τους πέντε δήμους της περιοχής εκκρεμούν. Είναι σκόπιμο να προωθηθεί ο χαρακτηρισμός της Μάνης, μαζί με άλλες περιοχές του Ευρωπαϊκού χώρου, ως “Προστατευόμενο Πολιτιστικό Τοπίο” ή “Ανοικτό Μουσείο” στα πλαίσια μιας διεθνικής-διαπεριφερειακής δικτύωσης και συνεργασίας.

Γ.Σ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αλεξάκης, Ε. (1980) Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης, Αθήνα.

Βαγιακάκος, Δ. (1968) Μάνη (Μέσα Μάνη): Ο τόπος, οι βυζαντινοί ναοί, οι πύργοι, το μοιρολόγι, Αθήναι.

Καλλιγά, Χ. (1974)  “Η εξέλιξη των οικισμών στη Μάνη”, Δουμάνης Ο., Oliver P. (επιμ.) Οικισμοί στην Ελλάδα, Αθήνα, σσ. 115-137.

Κάσσης, Κ. (1980) Λαογραφία της Μέσα Μάνης, τόμ. Α΄: Υλική ζωή, Αθήνα.

Σαΐτας, Γ. (1987) "Μάνη", Φιλιππίδης, Δ. (επιμ.) Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική τόμ. 5: Πελοπόννησος Β' – Στερεά Ελλάδα, Αθήνα: Μέλισσα.

Wagstaff, J. M. (1966) “Anonymous settlement planning in the Mani peninsula”, Ekistics 22, 130, pp. 196-198.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία