WEB_AERIAL_AKTES_MANHS

Φωτογραφία Ν.Δ., 2000.

WEB_MAP_AKTES_MANHS

Το παράκτιο τοπίο της Μάνης

Στην αεροφωτογραφία φαίνεται η ακτογραμμή ανάμεσα στα παραλιακά χωριά Τραχήλα και Χοτάσια, στα σύνορα της Μεσσηνιακής με τη Λακωνική Μάνη (βλ. Σχήμα 1). Μία στενή βραχώδης λωρίδα με διαβρωμένους ασβεστόλιθους προσφέρεται για συλλογή αλατιού. Ακολουθεί μια ζώνη με κορήματα, όπου συναντάμε ένα μονοπάτι, μικροκαλλιέργειες και βοσκοτόπια και ακολουθούν τα βραχώδη μέτωπα με σπήλαια και βραχοσκεπές που χρησίμευαν ως μαντριά, ως πειρατικά παρατηρητήρια και ως καταφύγια σε περιπτώσεις εχθρικών επιδρομών. Στο βάθος διαγράφεται το μικρό ακρωτήριο της Τραχήλας.

Η χερσόνησος της Μάνης βρέχεται ανατολικά από το Λακωνικό και δυτικά από το Μεσσηνιακό Κόλπο. Η ρηξιγενής κατασκευή και η ασβεστολιθική σύσταση της χερσονήσου έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση ενός πλούσιου διαμελισμού με πολλούς κολπίσκους με καρστικά χαρακτηριστικά. Ανατολικά η ακτογραμμή αρχίζει από το μυχό του Λακωνικού Κόλπου, όπου βρίσκονται οι εκβολές του Ευρώτα με τα χαμηλά προσχωσιγενή και ως επί το πολύ αμμώδη εδάφη. Ακολουθεί μια σχετικά χαμηλή και ήπια περιοχή, στην οποία συναντάμε την παραλιακή πόλη του Γυθείου με τη βραχονησίδα Κρανάη. Στη συνέχεια αναπτύσσεται μια σειρά όρμων, με τις πιο αξιόλογες αμμώδεις παραλίες της Μάνης να σχηματίζονται ανάμεσα στα ακρωτήρια Μούντα, Στρογγύλη και Σταυρί. Νοτιότερα, από τον όρμο της Κολοκυθιάς μέχρι την αιχμηρή απόληξη του Ταινάρου, η ακτή συνεχίζεται απότομη, τραχειά, βραχώδης, με ισχυρό διαμελισμό και χαρακτηριστικό στοιχείο τον κλειστό ασφαλή όρμο του Πόρτο Κάγιο.

Δυτικά, από το ακρωτήριο Ταίναρο μέχρι τον όρμο του Οιτύλου – Λιμενίου (όπου καταλήγει ο αυχένας Διάσελο διαχωρίζοντας τον Πάνω από τον Κάτω Ταΰγετο ή Σαγγιά), η ασβεστολιθική ακτή παρουσιάζει ισχυρό διαμελισμό με εντυπωσιακά μέτωπα ύψους 100 έως 200 μ. Αυτά έχουν προκύψει από κατακρήμνιση του ισιώματος, δηλαδή του επιμήκους υψιπέδου - εξέδρας, πλάτους 2 έως 3 χλμ., που αναπτύσσεται δυτικά της οροσειράς του Σαγγιά. Οι πιο απότομοι, σχεδόν κατακόρυφοι, γκρεμοί, ύψους 300 μ., που προκαλούν  ισχυρή εντύπωση άγριου μεγαλείου βρίσκονται στο Κάβο Γκρόσο, ανάμεσα στους όρμους Γερολιμένα και Μεζάπου. Ορισμένοι υπόγειοι καρστικοί σχηματισμοί - υπόγειοι ποταμοί δημιουργούν σημαντικά και γραφικά παραθαλάσσια σπήλαια, με σπουδαιότερα το λιμναίο της Βλυχάδας και το χερσαίο της Αλεπότρυπας του Διρού. Βορειότερα από τον όρμο του Οιτύλου και μέχρι το λιμάνι και την πόλη της Καλαμάτας εκτείνεται η γενικά βραχώδης ακτή της Μεσσηνιακής Μάνης, με μικρά γραφικά ακρωτήρια και ορμίσκους.

Η σημερινή μορφολογία της χερσονήσου είναι αποτέλεσμα των έντονων γεωλογικών φαινομένων που εξελίχθηκαν στη διάρκεια εκατομμυρίων ετών. Κατά τις παγετώδεις περιόδους του Πλειστόκαινου (1.800.000 έως 10.000 χρόνια πριν από σήμερα) οι περισσότεροι από τους όρμους της δυτικής ακτής της Μάνης μεταβάλλονται σε μικρές κοιλάδες, καθώς με το χαμήλωμα της θαλάσσιας στάθμης η ακτή υποχωρούσε και απελευθέρωνε σημαντικές εκτάσεις γης (βλ. Εικόνα 1). Τα δεκάδες σπήλαια που είναι σήμερα ορατά κοντά στις ακτές χρησιμοποιήθηκαν κατά την παλαιολιθική περίοδο ως χώροι κατοίκησης οι οποίοι "επέβλεπαν" τα παραθαλάσσια εδάφη. Αυτά τα σπήλαια συνθέτουν ένα σημαντικότατο σύνολο παλαιολιθικών θέσεων καθώς εκεί έχουν αποκαλυφθεί πολυάριθμα προϊστορικά και παλαιοντολογικά ευρήματα, αλλά και σημαντικά ανθρώπινα απολιθώματα που χρονολογούνται από 200.000 έως 20.000 χρόνια πριν και ανήκουν σε προγονικές μορφές του σύγχρονου ανθρώπου (βλ. Εικόνα 2). Σπουδαία ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου έχουν εντοπιστεί σε σειρά παραθαλάσσιων σπηλαίων, με κυριότερο το σπήλαιο Αλεπότρυπα του Διρού, το οποίο απετέλεσε τη ναυτική βάση μιας πολυάριθμης εύπορης κοινότητας κατά την περίοδο 5.400 - 3.200 π.Χ.

Από την Υστεροελλαδική περίοδο μαρτυρούνται παραθαλάσσιοι οικισμοί (Καρδαμύλη, Οίτυλος, Μέσση, Κρανάη) που συμμετείχαν με πλοία στον Τρωικό πόλεμο. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. σε μικρή σπηλιά και τέμενος στον όρμο Πόρτο-Στέρνες ή Ασωμάτων, στην άκρη του Ταινάρου, τοποθετούσαν μία από τις πύλες του Άδη (βλ. Εικόνα 3). Στους αιώνες της Σπαρτιατικής και κατόπιν της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Γύθειο, η Καρδαμύλη, η Καινήπολη αποτέλεσαν τους βασικούς οικισμούς – λιμάνια που, στη συνέχεια, κατά τους μέσους χρόνους, έγιναν ανασφαλή και πέρασαν στην αφάνεια. Στα χρόνια της βυζαντινής και φράγκικης κυριαρχίας, για τη φύλαξη των ακτών, των θαλάσσιων περασμάτων αλλά και της ενδοχώρας, κατασκευάστηκαν εξαρχής ή επισκευάστηκαν παλαιότερα παραθαλάσσια φρούρια, όπως της Μαΐνης στη χερσονησίδα Τηγάνι, της Μεγάλης Μαΐνης, στην Ανωπούλα και της Γιστέρνας ή Beaufort στο Λεύκτρο (βλ. Εικόνα 4). Αλλά και κατά την Τουρκοκρατία και τη Ενετοκρατία επιχειρήθηκε ο έλεγχος των ακτών και των ανυπότακτων κατοίκων με την ανέγερση νέων φρουρίων στον όρμο Πόρτο-Κάγιο (1569) και στον όρμο του Οιτύλου (φρούριο Κελεφά, 1670) (βλ. Εικόνα 5).

Από το 12ο και 13ο αιώνα το Οίτυλο και το Πόρτο-Κάγιο είχαν ήδη εξελιχθεί σε πειρατικά κέντρα, αλλά η μανιάτικη πειρατεία αναπτύχθηκε κυρίως από το 17ο αιώνα και εξής, όταν γίνονταν εξορμήσεις με πλοιάρια, τα μπριγκαντίνια, τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο. Στη φάση αυτή, και κυρίως μετά το 1750, τα βασικά λιμάνια (Κιτριές, Οίτυλο, Πόρτο-Κάγιο, Βαθύ, Μαραθονήσι και Τρίνησα) λειτουργούσαν τόσο ως φωλιές πειρατών όσο και σκάλες εμπορίου, ενώ οι μικρότεροι όρμοι ως αραξοβόλια και σταθμοί ανεφοδιασμού κουρσάρων (βλ. Εικόνα 6). Ορισμένες θέσεις προστατεύονταν από ιδιαίτερους πολεμικούς πύργους (βάρδιες και φυλάκια) και διέθεταν μικρά τελωνεία (ντουάνες) και λίγες αποθήκες (μαγαζιά). Σε ορισμένες περιπτώσεις άναβαν φωτιές για να προσανατολίζουν τα πλοία, άλλοτε όμως τα παραπλανούσαν ώστε να εξοκείλουν στις βραχώδεις ακτές για να τα κουρσέψουν. Δεκάδες μικρά ή μεγαλύτερα σπήλαια στους απόκρημνους βράχους που "επέβλεπαν" τη θάλασσα χρησίμευαν τότε ως παρατηρητήρια για τον εντοπισμό των πλοίων - λείας, καθώς και ως καταφύγια σε περίπτωση εχθρικών ή πειρατικών επιδρομών. Η πάταξη της πειρατείας ήρθε με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και τα αυστηρά μέτρα που θέσπισε ο Καποδίστριας για την εξάλειψή της.

Με την ένταξη της Μάνης στο ελληνικό κράτος δρομολογήθηκαν σημαντικές εξελίξεις. Το Γύθειο, ως βασικότερο λιμάνι, έγινε πόλος εντατικού εκσυγχρονισμού, ενώ στα μικρότερα λιμάνια – σκάλες δημιουργήθηκαν οικισμοί, όπως η Τσίπα, ο Γερολιμένας, ο Μέζαπος, ο Κυπριανός, η Κοκκάλα, το Σολοτέρι, η Αλίπα κλπ. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα κατασκευάστηκαν τρεις αξιόλογοι μαρμάρινοι φάροι σε χαρακτηριστικές θέσεις. Πρώτος κατασκευάστηκε το 1873 στη νησίδα Κρανάη του Γυθείου ο επιβλητικός μαρμάρινος φάρος με τον υψίκορμο οκτάγωνο πύργο ύψους 20 μέτρων. Το 1882 χτίστηκε και το 1887 λειτούργησε, στο ασβεστολιθικό αιχμηρό άκρο του Ταινάρου, ο φάρος με τον τετράγωνο πύργο ύψους 16 μέτρων. Τέλος το 1882 κατασκευάστηκε στο ακρωτήρι Κεφάλι των Κιτριών ο φάρος με τον τετράγωνο πύργο ύψους 11 μέτρων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η οργάνωση και η νομή των παραδοσιακών τόπων συλλογής αλατιού, καθώς και οι τεχνικές καλλιέργειάς του στις βραχώδεις ακτές της Μάνης, τουλάχιστον από τα μεσαιωνικά χρόνια μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (βλ. Σχήμα 2). Οι αλατότοποι, τα βράχια, ήταν συλλογικό αγαθό των ισχυρότερων γενών και μεταβιβάζονταν κληρονομικά από γενεά σε γενεά. Διακρίνονται διάφοροι βαθμοί ανθρώπινης τεχνικής παρέμβασης στα φυσικά βράχια, ώστε να βελτιώνεται η απόδοσή τους. Τους απλούστερους αλατότοπους αντιπροσωπεύουν τα διαβρωμένα φυσικά βράχια κοντά στη στάθμη της θάλασσας και λίγες λαξευμένες επιτόπου γούρνες, όπως στο Γερολιμένα και το Μέζαπο. Οργανωμένη διαμόρφωση των φυσικών βράχων με γούρνες, λαρνακούς και λιγότερο ή περισσότερο έντονη και συστηματική παρέμβαση συναντάμε σε ακτές όπως το Τριμέσι της Τραχήλας, το Κουκούρι, την Άρτση, κλπ. Την πιο οργανωμένη υποδομή, με ειδικές κατασκευές για την καλλιέργεια αλατιού και την παραμονή των ανθρώπων, συναντάμε στη χερσονησίδα Τηγάνι. Οι αλατότοποι της Μάνης αποτελούν εξαιρετικά δείγματα αρμονικής σχέσης ανθρώπων και φύσης και θα ήταν σκόπιμο να χαρακτηριστούν θεσμικά ως μνημεία τεχνολογικής κληρονομιάς, να τύχουν προσοχής και προστασίας και να γίνουν ευρύτερα γνωστά.

Γ.Σ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ντάρλας, Α. (1966) “Το σπήλαιο ‘Καλαμάκια’ Αρεόπολης Μάνης”, Αρχαιολογία, 60: 63.

Πίτσιος, Θ. (1966) “Ο Ταινάριος άνθρωπος”, Αρχαιολογία, 60: 68-69.

Σαΐτας, Γ. (1987) "Μάνη", Φιλιππίδης, Δ. (επιμ.) Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική τόμ. 5: Πελοπόννησος Β' – Στερεά Ελλάδα, Αθήνα: Μέλισσα.

Saitas, Y. (2000) “Les phares du Magne et la réhabilitation du phare de Gythion”, Πρακτικά TICCIH 10th International Conference, Maritime Technologies, Αθήνα, Ιούνιος 1997, σσ. 223-226.

Σαΐτας, Γ., Ζαρκιά, Κ. (2001) “Τόποι και τρόποι συλλογής αλατιού στη Μέσα και στην Έξω Μάνη”, Το ελληνικό αλάτι, Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σσ. 254-294.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία