WEB_AERIAL_POMAKOI.XANTHI

Φωτογραφία Ε.Ε., 2000.

Τα Πομακοχώρια: άνιση ανάπτυξη και Επιτηρούμενη Ζώνη

Τα Πομακοχώρια στην ορεινή Ροδόπη του νομού Ξάνθης, είναι ένα σύνολο  περίπου είκοσι χωριών, όπου ζουν οι Έλληνες μουσουλμάνοι Πομάκοι (βλ. Σχήμα 1). Αποτελούν τμήμα του ευρύτερου πομακικού χώρου που εκτείνεται σε μεγάλο βάθος και στη γειτονική Βουλγαρία, με συνολικό πληθυσμό 350.000 άτομα, από τα οποία μόνο 35.000 κατοικούν στην Ελλάδα. Έχουν τη δική τους γλώσσα και ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την υλοτομία.

Στην αεροφωτογραφία, από νότο προς βορρά, εντυπωσιάζει ο εκτεταμένος ορεινός όγκος της Ροδόπης μέχρι το εσωτερικό της Βουλγαρίας, αλλά και τα καπνοχώραφα, η βασική απασχόληση σ’ αυτή την περιοχή, τα οποία στις ήπιες κλίσεις διαμορφώνουν ενδιαφέροντα μωσαϊκά με την ενδημική βλάστηση. Εδώ καλλιεργείται η γνωστή αρωματική ποικιλία “μπασμάς”, που έφθασε τον 18ο αιώνα από την Αμερική μέσω Γαλλίας. Στο δεξιό τμήμα της αεροφωτογραφίας διακρίνεται το χωριό Ωραίο.

Η πρώτη εντύπωση από την περιοχή των Πομάκων ξαφνιάζει τον επισκέπτη: ενώ περιμένει μια εικόνα πληθυσμιακής ερήμωσης και δημογραφικής γήρανσης, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειονότητα των ορεινών αγροτικών περιοχών της χώρας, συναντά μια περιοχή που σφύζει από ζωή, με έντονη την παρουσία ατόμων κάθε ηλικίας. Ταυτόχρονα αισθάνεται σαν να κάνει ένα αντιφατικό ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο: (α) βρίσκεται σε μια αγροτική Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 (βλ. Εικόνα 1) με πολλά όμως στοιχεία νεωτερικότητας: με παραδοσιακά καταστήματα και σπίτια κτισμένα με φτωχικά υλικά ανάμεικτα με υπερσύγχρονες εκφάνσεις όπως τα τηλεοπτικά “πιάτα”, κυκλοφορούν ελάχιστα αυτοκίνητα αλλά αυτά είναι δυνατά αγροτικά 4Χ4 τα οποία συνυπάρχουν με πολλά άλογα και μουλάρια, κ.ο.κ., (β) οι κάτοικοι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά (οι Πομάκοι είναι ψηλοί, συχνά ξανθοί με γαλανά μάτια και ευγενικά χαρακτηριστικά), μιλούν μια άλλη γλώσσα, ντύνονται με διαφορετικό τρόπο (ιδιαίτερα οι γυναίκες με χαρακτηριστικά έντονα χρώματα) και φυσικά παντού στο τοπίο κυριαρχούν οι μιναρέδες (βλ. Εικόνα 2).

Για τις καλλιέργειες καπνού εκμεταλλεύονται και την παραμικρή δυνατότητα που τους προσφέρεται. Με “πεζούλες” δημιουργούν μικρά χωράφια ακόμη και 200-300 τ.μ., συχνά επικλινή και απότομα στα οποία πηγαίνουν μόνο με τα πόδια ή με ζώα (βλ. Εικόνα 3). Το πότισμα γίνεται με σωλήνες από πηγές, εκατοντάδες μέτρα μακριά. Εκμεταλλεύονται τις αυλές, ακόμα και το εσωτερικό των σπιτιών τους για το άπλωμα του καπνού (βλ. Εικόνα 4), για την καλλιέργεια διαφόρων οπωροκηπευτικών (ντομάτες, κρεμμύδια, πατάτες, φασόλια κ.λπ.), αλλά και για τη φύλαξη λίγων ζώων για προσωπική κατανάλωση. Αρκετοί Πομάκοι, ωστόσο, φέρνουν τα προϊόντα τους προς πώληση στο περίφημο παζάρι της Ξάνθης (βλ. Εικόνα 5).

Οι οικισμοί είναι εξαιρετικά πυκνοδομημένοι (βλ. Εικόνα 6), χωρίς ασφαλτόστρωση, δίκτυα ύδρευσης και, βέβαια, ρυμοτομία. Όλα τα σπίτια κατοικούνται, υπάρχουν όμως θεσμικά προβλήματα ως προς την ιδιοκτησία της γης. Μέχρι το 1983 έπαιρναν άδεια οικοδόμησης, με βάση βεβαίωση του προέδρου της Κοινότητας, και δεν επιτρεπόταν να χτίσουν πάνω από 60 τ.μ. Παρά τις θετικές εξελίξεις ως προς τις υποδομές, τα δίκτυα κοινής ωφέλειας εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή, όπως π.χ. οι κακοί δρόμοι που εμποδίζουν – εκτός των άλλων – τις εμπορικές σχέσεις.

Για την τοπική διατήρηση της διαφορετικότητας (περιορισμένη μετανάστευση, δημογραφική ακμή, αναπτυξιακό χάσμα, πολιτισμικές διαφορές - βλ. Εικόνα 7 - κ.ά.), εκτός από τη φυσική γεωγραφική απομόνωση των πομακόφωνων οικισμών της Ροδόπης, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο εγκλεισμός τους εντός της Επιτηρούμενης Ζώνης (Ε.Ζ.) από το 1936. Η Ε.Ζ. δημιουργήθηκε κυρίως για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του “από βορρά κινδύνου”. Αποτελούσε μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με κυμαινόμενο πλάτος από 15-45 χλμ., το οποίο άλλαζε ανάλογα με τις διεθνείς και εσωτερικές συγκυρίες. Στο Σχήμα 2 φαίνονται τα όρια της Ε.Ζ. σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μετά τον εμφύλιο περιορίστηκε σε έκταση, αλλά απέκτησε ιδιαίτερο πολιτικό και ιδεολογικό βάρος και παρέμεινε σε διοικητική ισχύ μέχρι τη συμβολική κατάργηση της λεγόμενης “μπάρας” στον Εχίνο το 1996 (βλ. Εικόνες 8 και 9).

Εντός της Ε.Ζ. δεν ίσχυαν οι ίδιες ελευθερίες με την υπόλοιπη Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοί της ήταν Έλληνες πολίτες: (α) ήταν απαραίτητη ειδική άδεια της αστυνομίας για είσοδο-έξοδο (βλ. Εικόνα 10), (β) οι κάτοικοι (και οι Πομάκοι μεταξύ αυτών) είχαν “εσωτερικό διαβατήριο” για τις μετακινήσεις τους (βλ. Εικόνα 11) και απαγορευόταν να μετακινηθούν μόνιμα σε άλλο χωριό ή εκτός της Ε.Ζ., (γ) η άσκηση επαγγέλματος από μη ντόπιους ήταν απαγορευμένη και (δ) ο ρόλος της τότε Επιτροπής Στρατιωτικής Ασφάλειας (Ε.Σ.Α.) ήταν καθοριστικός στην επιτήρηση κάθε δραστηριότητας στην περιοχή. Η Ε.Σ.Α. μπορούσε ακόμη και να εκτοπίσει όσους θεωρούνταν ύποπτοι για την “ασφάλεια” της περιοχής.

Η Ε.Ζ. σε περιφερειακή κλίμακα είχε ιδιαίτερα αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις καθώς κρατούσε ολόκληρη την παραμεθόριο περιοχή εκτός των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων της υπόλοιπης χώρας. Αυτό συνεχίζεται και σήμερα στα πλαίσια των Interreg I & II, παρά τις προσπάθειες των τοπικών φορέων. Όμως η απομόνωση, όπως συμβαίνει συχνά, είχε πολύ θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα, στοιχεία που εμφανίζονται και στην αεροφωτογραφία. Η “καθυστέρηση” στα πομακόφωνα χωριά της Ροδόπης είναι σήμερα το σημαντικότερο πλεονέκτημα της περιοχής, επειδή έχει διατηρήσει τη δημογραφική της δυναμική.

Ο απόλυτος έλεγχος της Ε.Ζ. από το στρατό, την αστυνομία και τα Πολιτιστικά Γραφεία των ελληνικών κυβερνήσεων και, κυρίως, η προσπάθεια δόμησης της “ελληνικής” ταυτότητας στον τοπικό πληθυσμό, δημιούργησαν το αίσθημα στους ντόπιους ότι διώκονται και “τιμωρούνται” για το γεγονός ότι ανήκουν σε μειονοτική ομάδα, κάτι που εκμεταλλεύθηκε η Τουρκία μέσω της δικής της μειονότητας στη περιοχή. Εντέλει, το διακύβευμα σε σχέση με την πομακική ταυτότητα έγκειται στο ότι γίνεται αντιληπτή ως “ενδιάμεση” ταυτότητα ανάμεσα στην “ελληνικότητα” και στη “τουρκικότητα”, γεγονός που την εκθέτει σε πολλαπλές πολιτικές χρήσεις.

Λ.ΛΑΜΠ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Γιαννοπούλου - Ρουκούνη, Μ. (1982) “Πομακοχώρια, διαμόρφωση ενός πρότυπου κατοικίας”, Θρακικά Χρονικά, 37, σσ. 56-72.

Κόκκας, Ν., Κωνσταντινίδης, Ν., Ραμής, Μ. (2004) Τα Πομακοχώρια της Θράκης, Αθήνα: Οδυσσέας.

Labrianidis, L. (1997) “The impact of the Greek military surveillance zone on the Greek side of the Bulgarian - Greek borderlands”, International Boundaries Research Unit, Boundary and Security Bulletin, 7 (2), pp. 82-93.

Labrianidis, L. (2001) “Internal frontiers as a hindrance to development”, European Planning Studies, 9 (1), σσ. 85-103.

Λαμπριανίδης, Λ. (1997) “Τοπική ανάπτυξη και περιοριστικές ρυθμίσεις: η περίπτωση της Επιτηρούμενης Ζώνης στα χωριά των Πομάκων της Ξάνθης”, Τόπος, 13, σσ. 17-46.

Martinez, O. (ed.) (1986) Across Boundaries, El Paso: Texas Western Press.

Prescott, J. R. V. (1987) Political Frontiers and Boundaries, London: Unwin Hyman.

Smith, D. (επιμ.) (1986) Living under Apartheid, London: Allen & Unwin.

Yiftachel, O. (1996) “The internal frontier”, Regional Studies, 30 (5), pp. 493-508.