WEB_AERIAL_EDESSA

Φωτογραφία Ε.Ε., 2000.

WEB_MAP_PATMOS

Οι καταρράκτες της Έδεσσας: γεωτοπίο και ανθρώπινες επεμβάσεις

Οι καταρράκτες της Έδεσσας βρίσκονται στον κάτω ρου του Εδεσσαίου ποταμού, στο νότιο τμήμα της πόλης της Έδεσσας, πρωτεύουσας του Νομού Πέλλας. Αναφέρονται από τους περιηγητές του 17ου και 18ου αιώνα, αλλά οι φυσικές διεργασίες έχουν αλλάξει πολλές φορές τη θέση τους και τη ροή του Εδεσσαίου, διαμορφώνοντας έτσι, μαζί με τις ανθρώπινες επεμβάσεις, το τοπίο. Στην αεροφωτογραφία φαίνεται τμήμα των καταρρακτών και οι επεμβάσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (το 1942) για τη διαμόρφωση του χώρου, την κατασκευή παρτεριών και πισίνας, οι οποίες συμπληρώθηκαν μεταπολεμικά από το δήμο.

Οι καταρράκτες πριν αξιοποιηθούν για λόγους αναψυχής και τουρισμού, σε άλλη θέση κατάντη, αποτέλεσαν βασικό χωροθετικό παράγοντα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας (εγγύτητα σε πηγές ενέργειας). Το 1895 λειτούργησε το πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, κινούμενο με ιμάντες από τις υδατοπτώσεις. Στην περίοδο από το 1912 μέχρι το 1935, η Έδεσσα μαζί με τις γειτονικές Νάουσα και Βέροια, γνώρισε σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη, διαθέτοντας κατά καιρούς 12 μεγάλα διαφορετικά εργοστάσια (4 νηματουργίες βάμβακος, 5 κλωστοϋφαντουργεία, 2 αλευρόμυλους και 1 κεραμοποιείο) με περίπου 2.500 εργάτες σε συνολικό πληθυσμό 12.000 κατοίκων (βλ. Εικόνες 1 και 2). Λόγω των υδατοπτώσεων, οι τρεις αυτές πόλεις αποτελούν τη μόνη μη παράκτια σημαντική βιομηχανική συγκέντρωση στη χώρα μας, μέχρι την μεταπολεμική περίοδο και την ανάπτυξη των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ και των οργανωμένων ΒΙ.ΠΕ.

Οι καταρράκτες της Έδεσσας αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο μνημείο της φύσης (γεώτοπο), μοναδικό στην Ελλάδα και το δεύτερο γνωστό μέχρι σήμερα στον κόσμο. Αντίστοιχοι καταρράκτες μελετήθηκαν για πρώτη φορά στον ποταμό Πλίβιτ, στην επίσης βαλκάνια περιοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Η μοναδικότητα των καταρρακτών της Έδεσσας εντοπίζεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους γνωστότερους διεθνώς μεγάλους καταρράκτες τύπου Νιαγάρα (των οποίων το μέτωπο μετατοπίζεται προς τα πίσω λόγω φαινομένων διάβρωσης), οι καταρράκτες της Έδεσσας μετατοπίζονται προς τα εμπρός (θετικά), σχηματίζοντας ταυτόχρονα πρωτογενή σπήλαια (βλ. Σχήμα 1). Η σημερινή εικόνα στην περιοχή των καταρρακτών και στην ευρύτερη λεκάνη απορροής του Εδεσσαίου, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των φυσικών διεργασιών, αλλά και των ανθρώπινων επεμβάσεων που επηρέασαν το τοπίο και την εξελικτική πορεία της περιοχής.

Οι καταρράκτες σχηματίζονται στο μέτωπο ημικυκλικής περίπου αναβαθμίδας-πλατφόρμας, που σχηματίστηκε εγκάρσια προς τη διεύθυνση ροής του Εδεσσαίου ποταμού. Η αναβαθμίδα συνίσταται κυρίως από ασβεστολιθικό τόφφο ή τραβερτίνη (αποθέσεις αλάτων Ca και Mg). Το ύψος της κυμαίνεται από 50 μέχρι 80 μέτρα, το δε πλάτος, που καταλαμβάνει όλο το πλάτος της κοιλάδας του Εδεσσαίου, είναι περίπου 3 χιλιόμετρα. Η πόλη της Έδεσσας στο μεγαλύτερο μέρος της κτίστηκε πάνω σε αυτήν την αναβαθμίδα έπειτα από επάλληλες διευθετήσεις της κοίτης του ποταμού και αποξήρανση των ελών που δημιουργούσε. Τα πετρώματα που επικρατούν στη λεκάνη απορροής του Εδεσσαίου είναι κυρίως μεσοζωικοί ασβεστόλιθοι, ενώ σε μικρότερη έκταση συναντούνται μάρμαρα, φλύσχες, γνεύσιοι, μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι και ασβεστολιθικοί τόφφοι.

Τα νερά του Εδεσσαίου προέρχονται από καρστικές πηγές που εμφανίζονται στην περιοχή Βρυτών και Νησίου. Η μέση περιεκτικότητά τους σε άλατα του Ca και Mg είναι 367,5 kg/l και 317,4 kg/l αντίστοιχα. Οι τιμές αυτές είναι από τις μεγαλύτερες που έχουν μετρηθεί στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο. Μέχρι τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο τα νερά του Εδεσσαίου σχημάτιζαν καταρράκτες σε όλο το μέτωπο της αναβαθμίδας των ασβεστολιθικών τόφφων της περιοχής της Έδεσσας, ενώ πριν από τους καταρράκτες σχηματίζονταν έλη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τα νερά του Εδεσσαίου συγκεντρώθηκαν σε 3 κύριους κλάδους και αποξηράνθηκαν τα έλη. Το 1955, με σήραγγα που κατασκευάστηκε στο ΒΑ περιθώριο της λίμνης Βεγορίτιδας, μεγάλες ποσότητες νερού της λίμνης μεταφέρονται στην τεχνητή λίμνη του Άγρα, στην πορεία του Εδεσσαίου ποταμού, προς χρήση για τη λειτουργία του ομώνυμου υδροηλεκτρικού εργοστασίου.

Όπως προαναφέραμε, τα νερά των πηγών του Εδεσσαίου έχουν μεγάλη περιεκτικότητα αλάτων Ca και Mg.  Αν τα νερά κατά τη ροή τους συναντήσουν εμπόδια στην κοίτη (μπλοκ πετρωμάτων, ρίζες δένδρων, θάμνους κ.λπ.), επειδή μειώνεται η ταχύτητα ροής τους αποθέτουν στα εμπόδια αυτά μέρος των διαλυμένων αλάτων (βλ. Σχήμα 2).  Εξαιτίας αυτής της απόθεσης, με την πάροδο του χρόνου μεγαλώνουν οι διαστάσεις των εμποδίων τόσο καθ’ ύψος όσο και οριζόντια. Έτσι δημιουργούνται φράγματα από αποθέσεις ασβεστολιθικών τόφφων. Εφόσον τα φράγματα αποκτήσουν ορισμένο ύψος, από τη μία πλευρά τους σχηματίζονται λίμνες και έλη και από την αντίθετη καταρράκτες.

Κατά την εξελικτική πορεία του Εδεσσαίου αρχικά είχαν σχηματιστεί λίμνες και έλη, καθώς και καταρράκτες στην περιοχή του Άγρα και στην περιοχή της Έδεσσας. Σήμερα βλέπουμε μόνο τους καταρράκτες της Έδεσσας, εξαιτίας τόσο των φυσικών διεργασιών όσο και των ανθρώπινων επεμβάσεων που έλαβαν χώρα στην περιοχή. Στο Σχήμα 3 παρουσιάζονται οι τρεις βασικές φάσεις δημιουργίας των καταρρακτών. Στη φάση Α εμφανίζεται η ροή του Εδεσσαίου στην αρχική της μορφή, με τη δημιουργία δυο μικρών λιμνών (η άνω αντιστοιχεί σε αυτή του Άγρα), λόγω των εμποδίων από ασβεστολιθικό τόφφο. Στη φάση Β έχει γίνει μεγαλύτερη απόθεση, οι λίμνες-έλη έχουν διευρυνθεί και έχουν δημιουργηθεί μικροί καταρράκτες. Στη φάση C τα φράγματα έχουν αποκτήσει ύψος, έχουν δημιουργηθεί μεγάλοι καταρράκτες κι έχει διευθετηθεί η ροή του Εδεσσαίου και στην πλατφόρμα-αναβαθμίδα έχει δημιουργηθεί η πόλη της Έδεσσας.

Κάτω από το μέτωπο των καταρρακτών, εξαιτίας των ιδιαίτερων κλιματικών συνθηκών που επικρατούν αναπτύσσονται φυτικοί οργανισμοί, είτε υπό μορφή σταλακτιτών (βλ. Σχήμα 1 και Εικόνα 3) οπότε δημιουργούν τα καλούμενα "γένια των καταρρακτών", είτε υπό μορφή σταλαγμιτών στο έδαφος οπότε σχηματίζουν τα καλούμενα "μαξιλάρια των καταρρακτών". Με την πάροδο του χρόνου τα "γένια" και τα "μαξιλάρια" των καταρρακτών αυξάνουν τις διαστάσεις τους, γίνονται συμπαγή εξαιτίας της απόθεσης αλάτων Ca και Mg (ασβεστολιθικού τόφφου) και τελικά ενώνονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας στύλους και σπήλαια κάτω από το μέτωπο των καταρρακτών. Με αυτή τη διαδικασία προκαλείται ταυτόχρονα και θετική μετατόπιση των καταρρακτών (προς τα εμπρός).

Το Σπήλαιο των καταρρακτών της Έδεσσας, αν και μικρό σε μέγεθος, έχει ιδιαίτερη επιστημονική σημασία. Πρόκειται για το μοναδικό στην Ελλάδα πρωτογενές σπήλαιο (σχηματίστηκε, δηλαδή, ταυτόχρονα με το πέτρωμα που το φιλοξενεί και έχει την ίδια ηλικία με αυτό) και είναι τουριστικά αξιοποιημένο. Αντίθετα, όλα τα γνωστά σπήλαια της Ελλάδος (Πετραλώνων, Δυρού, Αλιστράτης κ.λπ.) είναι δευτερογενή, άλλου μηχανισμού γένεσης, ενώ η ηλικία τους είναι μικρότερη από αυτή των πετρωμάτων που τα φιλοξενούν. Ανάλογο σπήλαιο με αυτό των καταρρακτών της Έδεσσας μελετήθηκε στην περιοχή του Σιδηρόκαστρου Σερρών από ερευνητές του Τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και  μέχρι σήμερα δεν έχει αξιοποιηθεί τουριστικά.

Η όλη εικόνα των καταρρακτών και του Εδεσσαίου ποταμού σχηματίζει ένα τοπίο ιδιαίτερου κάλλους, το οποίο επισκέπτονται κατά χιλιάδες ξένοι και Έλληνες τουρίστες (βλ. Εικόνες 4 και 5). Η απουσία ξεναγών που θα μπορούσαν να ενημερώνουν τους επισκέπτες δεν επιτρέπει την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας και της επιστημονικής σημασίας των καταρρακτών και του σπηλαίου της Έδεσσας.  Θα πρέπει η περιοχή να χαρακτηριστεί ως προστατευόμενο φυσικό μνημείο (γεώτοπος) και οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση στην εγγύτερη ή ευρύτερη περιοχή θα πρέπει να ελέγχεται από ειδικούς για τυχόν περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

E.B. και Κ.Χ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Βαβλιάκης, Ε. (1994) “Το πρόβλημα της απόθεσης CaCO3 και MgCO3 κατά μήκος του ρέματος Αραπίτσας Νάουσας (Κ. Μακεδονία - Βορ. Ελλάδα)”, Πρακτικά 7ου Συνεδρίου Ε.Γ.Ε., Θεσσαλονίκη, 25-27 Μαΐου 1994, Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας, 30 (4): 137-147.

Βαβλιάκης, Ε. (1997) “Τα συστήματα υδρομάστευσης / υδραγωγής και άδρευσης ως βασικός παράγων υποδομής προϊστορικών και ιστορικών πολιτισμών του ελλαδικού χώρου”, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Βαβλιάκης, Ε. (1998) “Σχηματισμός - εξέλιξη του σπηλαίου της Έδεσσας και η θετική μετατόπιση του μετώπου των καταρρακτών”, Άνθρωπος και σπηλαιοπεριβάλλον: Α' Πανελλήνιο Σπηλαιολογικό Συνέδριο, 26-29 Νοεμβρίου 1992, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού.

Γερόλυμπου, Α., Καλογήρου, Ν., Χατζημιχάλης, Κ. (1988) Βορειοελλαδικοί οικισμοί πριν και μετά την απελευθέρωση. Μετασχηματισμοί του αστικού και περιφερειακού χώρου, αδημοσίευτη έρευνα για το Υπουργείο Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας, τόμ. Α-Β, Θεσσαλονίκη (πολυγραφημένο).

Ψιλοβίκος, Α. (1981) “Τεταρτογενής τεκτονικές και μορφολογική διαφοροποίηση της λεκάνης του Σιδηροκάστρου”, Annales Geologiques des Pays Helleniques, 30: 588-601.