WEB_AERIAL_RETHYMNO

Φωτογραφία Γ.Γ., 2007.

Η τουριστική ανάπτυξη της παράκτιας υπαίθρου στο Ρέθυμνο

Στην αεροφωτογραφία εικονίζεται η παράκτια ζώνη στα ανατολικά του Ρεθύμνου. Πρόκειται για τμήμα της μεγάλης παραλίας που ξεκινά από την πόλη του Ρεθύμνου (η οποία φαίνεται στο βάθος) και εκτείνεται μέχρι τον Αδελιανό κάμπο και – ακόμα ανατολικότερα – μέχρι τη Σκαλέτα, με συνολικό μήκος περίπου 12 χιλιόμετρα. Σε απόσταση 5 χλμ από το κέντρο της πόλης ο φωτογραφικός φακός εστιάζει με κατεύθυνση προς τα νοτιο-δυτικά στην παραλία του Πλατανιά. Εδώ το παραθαλάσσιο μέτωπο καταλαμβάνουν ξενοδοχειακές μονάδες και – κατά δεύτερο λόγο – ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και παραθεριστικές κατοικίες. Στ’ αριστερά της φωτογραφίας, εκεί όπου η δόμηση είναι πιο πυκνή, βρίσκεται ο οικισμός του Πλατανιά, τον οποίο διαδέχονται τα Περιβόλια, προάστιο – πλέον – του Ρεθύμνου (βλ. Εικόνα 1).

Η διάχυση της δόμησης και η κυριαρχία των τουριστικών χρήσεων αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του τοπίου. Η περιοχή αποτελεί τη μεγαλύτερη – αμέσως μετά την πόλη του Ρεθύμνου – συγκέντρωση τουριστικών χρήσεων στο νομό. Εδώ βρίσκονται περίπου η 1 στις 5 ξενοδοχειακές μονάδες και η 1 στις 3 ξενοδοχειακές κλίνες του νομού. Μονάχα οι άγονες και (ακόμα) αναξιοποίητες οικιστικά εκτάσεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε ξενοδοχεία και κατοικίες θυμίζουν πώς πρέπει να έμοιαζε η περιοχή πριν από 30-35 χρόνια, τότε που ξεκινούσε η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη του Ρεθύμνου (βλ. Εικόνα 2).

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην τοπική οικονομία της υπαίθρου κυριαρχεί ο πρωτογενής τομέας, συνεπικουρούμενος από το εμπόριο αγροτικών προϊόντων στην πόλη, κυρίως του ελαιόλαδου. Ωστόσο ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας το τοπικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση. Η μικρο-εμπορευματική αγροτική παραγωγή που στηρίζεται στη μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση αδυνατεί να προσφέρει θέσεις εργασίας και εισόδημα, συνέπεια της φθίνουσας δυναμικής του κλάδου του ελαιόλαδου σε εθνικό επίπεδο. Συγχρόνως, οι λιγοστές επιχειρήσεις μεταποίησης (σαπωνοποιία, βυρσοδεψία) όπως και ο τριτογενής τομέας αδυνατούν να καλύψουν το κενό στην τοπική αγορά εργασίας. Αυτή η συρρίκνωση των παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων οδήγησε σε έξαρση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, οι οποίες κατευνάζονται μέσω της δημιουργίας σημαντικών ροών μετανάστευσης.

Έτσι η τοπική οικονομία – ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 – βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην τελευταία διαδραματίζει η τοπική ανερχόμενη μεταπρατική τάξη των μικρομεσαίων εμπόρων και κυρίως των λαδέμπορων, οι οποίοι στράφηκαν στη δημιουργία ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Αυτή η “από τα κάτω” αναπτυξιακή δυναμική βασίστηκε κατ’ αρχήν στους τοπικούς παραγωγικούς πόρους: τη φθηνή και αναξιοποίητη γη, το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, τις οικογενειακές αποταμιεύσεις και περιουσίες και το συσσωρευμένο προς επένδυση κεφάλαιο.

Η ειδίκευση ωστόσο της περιοχής στον τουρισμό καθώς και η θετική αναπτυξιακή πορεία δεν θα είχαν επιτευχθεί χωρίς την συνδρομή ορισμένων πρόσθετων καθοριστικών παραγόντων. Ο πρώτος αφορά στη σημαντική αύξηση των τουριστικών ρευμάτων. Η μεγέθυνση της τουριστικής ζήτησης εξαιτίας αρχικά του εισερχόμενου τουρισμού ήταν εκείνη που δημιούργησε το πλαίσιο ευκαιριών για την ανάπτυξη τουριστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο πάντοτε της κυριαρχίας του τουριστικού προϊόντος του ήλιου και της θάλασσας αλλά και της εγκαθίδρυσης του μαζικού τουρισμού.

Έπειτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δημιουργία εξωτερικοτήτων και το σωρευτικό αποτέλεσμα της τουριστικής ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο: η αρχική λειτουργία των πρώτων ξενοδοχείων – στη συγκεκριμένη περίπτωση μεγάλων και πολυτελών μονάδων – και η σχετική εγκαθίδρυση οργανωμένων ροών συντέλεσε στην ανάδυση της περιοχής στις ξένες αγορές και στη δημιουργία ονόματος-μάρκας, ενώ παράλληλα ο σύνθετος χαρακτήρας του τουριστικού προϊόντος (διαμονή, σίτιση και δραστηριότητες ψυχαγωγίας στον προορισμό) ευνόησε φαινόμενα ίδρυσης νέων – συμπληρωματικών ή/και ανταγωνιστικών κατά περίπτωση – τουριστικών επιχειρήσεων.

Ένας τρίτος σημαντικός παράγοντας ήταν η κρατική ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων: σημαντικό μέρος του κόστους κατασκευής των ξενοδοχειακών μονάδων έχει καλυφθεί από το κεντρικό κράτος μέσα από τα οικονομικά κίνητρα των αναπτυξιακών νόμων. Έχει δε ιδιαίτερη σημασία πως οι προδιαγραφές που έθεταν οι νόμοι αυτοί αποτέλεσαν τον κύριο λόγο για την δημιουργία μεγάλων μονάδων κατά την πρώτη περίοδο της τουριστικής ανάπτυξης και στη συνέχεια μικρομεσαίων κυρίως μονάδων από την δεκαετία του 1980 κι έπειτα.

Παράλληλα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο ομοίως ευνόησε την πρώτη γενιά των επιχειρήσεων μέσω του χαμηλότοκου δανεισμού που παρείχαν οι κρατικές τράπεζες, ενώ από το 1990 και με την άνοδο των επιτοκίων εμφανίζεται λιγότερο υποστηρικτικό. Ένας πέμπτος παράγοντας είναι η κατασκευή δημοσίων υποδομών, κυρίως σε ό,τι αφορά έργα μεταφορών (κυρίως το εθνικό αλλά και το λοιπό οδικό δίκτυο) και περιβάλλοντος (υδροδότηση, διαχείριση λυμάτων και απορριμμάτων).

Τέλος υφίστανται δύο ακόμη σημαντικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εκμετάλλευση της γης και που λειτούργησαν έτσι ώστε οι πάλαι ποτέ άγονες παράκτιες εκτάσεις, πόρος όχι ιδιαίτερα αποδοτικός για την αγροτική κοινωνία πριν από μερικές δεκαετίες, να αποτελέσουν στη συνέχεια την κρίσιμη συνθήκη για την ανάδυση του τουριστικού τοπίου (βλ. Εικόνα 3 και Σχήμα 1). Ο πρώτος έχει να κάνει με την τοπική ιδιοκτησία της γης, τον πολυτεμαχισμό και την τουριστική αξιοποίησή της ως αποδοτικότερης εναλλακτικής. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ξενοδοχείων κατασκευάστηκε σε ιδιόκτητα οικόπεδα ή σε οικόπεδα που είχαν αγοραστεί πριν από την απόφαση του ιδιοκτήτη για ξενοδοχειακή επένδυση. Επομένως το μέγεθος του οικοπέδου καθορίζει το μέγεθος της ξενοδοχειακής εγκατάστασης και έτσι η έγγειος ιδιοκτησία επικαθορίζει σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά της τουριστικής επένδυσης.

Ο δεύτερος παράγοντας που σχετίζεται με την εκμετάλλευση της γης αφορά στο πολεοδομικό καθεστώς. Σημασία είχε αρχικά η οριοθέτηση των παλαιών οικισμών και ακολούθως το νέο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του 1986 και η πολεοδόμηση ορισμένων ζωνών. Σημαντική ήταν επίσης και η εκτεταμένη εκτός σχεδίου δόμηση, την οποία ελάχιστα περιόρισε η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου που εφαρμόστηκε το 1987. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, η άσκηση πολεοδομικού σχεδιασμού συνοδεύτηκε από σημαντικές παρατυπίες αλλά και από μαζική κοινωνική αντίδραση απέναντι στον σχεδιασμό (πχ στην πολεοδόμηση των Περιβολιών).

Συμπερασματικά, τους κύριους παράγοντες που διαμόρφωσαν το τοπίο στην παράκτια ζώνη ανατολικά του Ρεθύμνου – ένα τοπίο της υπαίθρου κυριαρχούμενο από τη δόμηση και οδηγούμενο από τον τουρισμό – αποτέλεσαν: α) η μεταστροφή της τοπικής επιχειρηματικής κοινότητας από τον φθίνοντα κλάδο του ελαιόλαδου σ’ εκείνον της ξενοδοχίας κατά τη δεκαετία του 1970, β) το ευρύτερο πλαίσιο της μεγέθυνσης του τουρισμού και το σωρευτικό αποτέλεσμα που έχει η τουριστική ανάπτυξη σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο, και γ) η υποστήριξη από το κεντρικό και τοπικό κράτος μέσω της οικονομικής ενίσχυσης των ιδιωτικών επενδύσεων, της κατασκευής υποδομών και της διαμόρφωσης και αναπαραγωγής του καθεστώτος οικιστικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με τα τοπικά χαρακτηριστικά της ιδιοκτησίας της γης.

Το ιδιότυπο – αν και αντιπροσωπευτικό της τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα – αστικο-τουριστικό συνεχές, το οποίο προσδιορίζει το τοπίο στην ευρύτερη περιοχή, διαθέτει ελάχιστες από τις ποιότητες του αστικού (βλ. Εικόνες 4 και 5), ενώ ο ίδιος ο αστικός χαρακτήρας του αντιβαίνει στη λειτουργία του ως τουριστικού τοπίου. Καθώς πλέον η θετική εξωτερικότητα του τουριστικού τοπίου μετατρέπεται σε αρνητική, οι δυσμενείς επιπτώσεις όχι μόνο γίνονται αισθητές στο δημόσιο χώρο, αλλά συγχρόνως πλήττουν τις ίδιες τις τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς μειώνουν την ανταγωνιστικότητα του προορισμού.

Προκύπτουν έτσι δύο κρίσιμα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στις δράσεις που θα μπορούσε να υιοθετήσει η τοπική κοινωνία προκειμένου να αναζωογονηθεί το συγκεκριμένο τοπίο, επιδρώντας θετικά στην αναζωογόνηση του ίδιου του προορισμού. Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με τη “διάχυση” του συγκεκριμένου τοπίου προς τις γειτονικές και άλλες περιοχές (βλ. Σχήμα 2). Καθώς ζητούμενο είναι αφενός η ανάπτυξη της ενδοχώρας του Ρεθύμνου και αφετέρου η εγκαθίδρυση εναλλακτικών και ποιοτικών μορφών τουρισμού, η εμπειρία του παράκτιου μετώπου οφείλει να αποτελέσει οδηγό για το συντονισμό των δράσεων πλήθους φορέων και την παραδοχή της σημασίας του σχεδιασμού, χωρικού και τομεακού. Δεν μπορεί πλέον το τοπίο, ένας από τους πρωταρχικούς τουριστικούς πόρους, να διακυβεύεται από την ίδια την “επιτυχία” της τουριστικής ανάπτυξης.

Γ.Μ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Δασκαλάκης, Κ., Τσακίρης, Σ., Οικονόμου, Δ., Στάππας, Ν. (ομάδα μελέτης), Δήμος Ρεθύμνης (2005) Αναθεώρηση Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Δήμου Ρεθύμνης, α’ στάδιο, Αθήνα.

Δεληγιαννάκης, Μ. (2005) Νομός Ρεθύμνου: χωρικές παρεμβάσεις – νομοθεσία, Ρέθυμνο: Καλαϊτζάκης.

Παπαδάκη-Τζεδάκη, Σ. (1997) Ενδογενής τουριστική ανάπτυξη:  διαρθρωμένη ή αποδιαρθρωμένη τοπική ανάπτυξη;  Η περίπτωση του Ρεθύμνου Κρήτης, Αθήνα: Παπαζήσης.