WEB_AERIAL_SERRES

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

Το αστικό τοπίο των Σερρών

Στην αεροφωτογραφία παρουσιάζεται το μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής περιοχής των Σερρών. Σε πρώτο πλάνο η οδός Βενιζέλου-Ερμού-Μεγάλου Αλεξάνδρου που διασχίζει την πόλη από τα δυτικά προς τα ανατολικά και διασταυρώνεται με το ρέμα των Αγίων Αναργύρων. Στο αριστερό τμήμα της φωτογραφίας διακρίνεται η πλατεία Ελευθερίας με το παλαιό Μπεζεστένι και το Δημαρχείο. Ο αναδασωμένος λόφος με το φρούριο ορίζει το βόρειο όριο της πόλης. Στο βάθος οι λοφώδεις εκτάσεις προς το Σιδηρόκαστρο και στον ορίζοντα η οροσειρά της Βροντούς.

Τα Σέρρας (όπως την αποκαλούν οι κάτοικοί της) βρίσκονται στο κέντρο μιας εύφορης πεδιάδας (με βαμβάκι, σιτάρι, καλαμπόκι, καπνό και ρύζι) και μιας ευρύτερης περιοχής με πλούσια δάση, μεταλλεύματα και μελισσοκομία. Μέχρι τη "χρυσή δεκαετία” του 1860-1870 και το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, το βαμβάκι υπήρξε το σημαντικότερο προϊόν της περιοχής. Χάρη στην κομβική θέση της στο δίκτυο των επικοινωνιών και την παρουσία δραστηριοτήτων μεταποίησης (εργαστήρια υφαντικής και χρυσοχοΐας) και ανταλλαγών, η πόλη αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο, μετά τη Θεσσαλονίκη, κέντρο του εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου της Mακεδονίας.

Η αναμφισβήτητη εμπορική ακτινοβολία τεκμηριώνεται στο χώρο από το τέλος του 15ου αιώνα με την παρουσία της “κτιστής” αγοράς (Μπεζεστένι, σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο) (βλ. Εικόνα 1). Γύρω της απλώθηκε ένα εκτεταμένο συγκρότημα από 1.000 ως 2.000 μαγαζιά, χάνια και εργαστήρια, η δραστηριότητα των οποίων υπήρξε υπεύθυνη πολλές φορές στην ιστορία της πόλης για καταστρεπτικές πυρκαγιές (βλ. Εικόνες 2 και 3).

Από τον 18ο αιώνα συνέρρεαν στην ετήσια εμποροπανήγυρη των Σερρών, γνωστή ως Κερβάνι, έμποροι από τα Βαλκάνια (Βοσνία, Eρζεγοβίνη, Βουλγαρία), τη Θράκη, τη Θεσσαλία, αλλά και από την Κεντρική Ευρώπη, και αγόραζαν εγχώρια ή και ξένα προϊόντα, που έφθαναν διά ξηράς από τη Bιέννη. Το Κερβάνι ήταν ένας από τους σημαντικότερους κρίκους στην αλυσίδα των μεγάλων βαλκανικών πανηγυριών που άκμαζαν ως τα 1870 περίπου, αλλά υποβαθμίστηκαν τα επόμενα χρόνια, όταν η εξέλιξη του σιδηροδρόμου και οι μεγάλοι αμαξιτοί δρόμοι επέτρεψαν τη γρήγορη διακίνηση των προϊόντων στις πόλεις-λιμάνια. Παράλληλα, η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας εξουθένωσε την αντίστοιχη βιοτεχνία των Σερρών και εξαφάνισε πολλές συντεχνίες που ασχολούνταν με τη νηματουργία και την υφαντουργία. Η σιδηροδρομική σύνδεση της πόλης με τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη θα την αναζωογονήσει εκ νέου στο τέλος του 19ου αιώνα. Παρά την πυρκαγιά που την ισοπεδώνει το 1849, οι Σέρρες (τότε με 25 ως 30.000 κατοίκους και 42.000 το 1905) παραμένουν μαζί με το Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη οι πιο σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας σε πληθυσμό και εμπορική δραστηριότητα.

Το 1913, οι Βούλγαροι υποχωρώντας πυρπολούν το ιστορικό κέντρο σε μια έκταση περίπου 55 εκταρίων (βλ. Σχήματα 1 και 2). Οι προσπάθειες για ανοικοδόμηση με σχέδιο που αναμορφώνει πλήρως τον μεσαιωνικό ιστό, ευοδώνονται μετά τη δεύτερη ανάκτησή της από τους Βούλγαρους το 1918. Η πόλη αποκτά σύγχρονες χαράξεις και υποδομές (βλ. Σχήμα 3), που άντεξαν ικανοποιητικά την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες μετά το 1970. Εν τω μεταξύ, μεγάλες ανακατατάξεις επέρχονται στον πληθυσμό της ο οποίος συρρικνώνεται σε 18.688 κατοίκους το 1913 και σε 14.564 το 1920, πριν την άφιξη των προσφύγων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, επί συνόλου 29.640 κατοίκων, οι γηγενείς αποτελούσαν το 36,2%, διάφοροι μετανάστες το 13,3% και το 50,4% ήταν πρόσφυγες. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν σε 11 συνοικίες, μέσα και στις παρυφές της πόλης, η οποία μέχρι το 1965 παρέμενε εντός των ιστορικών της ορίων (το σχέδιο πόλης κάλυπτε 300 περίπου εκτάρια το 1925).

Η εποικιστική προσπάθεια στα χρόνια του μεσοπολέμου επεκτάθηκε στην ύπαιθρο και μετέβαλε τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα. Χάρη στα αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα στην πεδιάδα του Στρυμώνα, 65.844 πρόσφυγες δημιούργησαν 80 νέους οικισμούς, με αποτέλεσμα, από 10 κατοίκους ανά τ.χλμ. το 1912, η πυκνότητα οίκισης να αυξηθεί σε 46,48 κατοίκους/τ.χλμ. το 1928. Σιτηρά, βαμβάκι και η καλλιέργεια του καπνού κυριάρχησαν στην οικονομία της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι Σέρρες, όπως και η Δράμα, η Ξάνθη και άλλες πόλεις, αποτέλεσαν κέντρα συγκέντρωσης και εμπορίας του καπνού. Η εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής προσέλκυσε εργάτες και δημιούργησε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα. Παρά τη σταδιακή μετεγκατάσταση των καπνομάγαζων από τις καπνουπόλεις προς αγροτικές περιοχές ή τη Θεσσαλονίκη, η περιοχή ανταπεξέρχεται στην οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930. Αυτό αντανακλάται εν μέρει στην αύξηση του αγροτικού πληθυσμού σε απόλυτα μεγέθη ως το 1940, οπότε η πόλη έχει 34.630 κατοίκους.

Μετά τον πόλεμο και τις ανθρώπινες και υλικές απώλειες από τη βουλγαρική κατοχή, η περιοχή υφίσταται τις επιπτώσεις της παραμεθόριας θέσης της, όπως την ελεγχόμενη χωροθέτηση βιομηχανικών μονάδων και την αποθάρρυνση για την ανάπτυξη ειδικών καλλιεργειών στην Επιτηρούμενη Ζώνη των βόρειων συνόρων κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Οι δυσκολίες αυτές έχουν εκλείψει πλέον, αλλά υπήρξαν καθοριστικές για τη δυναμική που αναπτύχθηκε. Πάντως, αν και καταγράφηκε έντονη εξωτερική μετανάστευση μεταξύ των κατοίκων του νομού (-25% περίπου) μεταξύ 1961 και 1971, η πόλη δεν υπέστη απώλειες (πληθυσμός το 1971: 41.124), και διατήρησε την πνευματική ζωή που είχε αναπτύξει από παλιότερες εποχές. Πολλοί σύλλογοι και ιδρύματα συγκεντρώνουν μαχητικούς διανοούμενους που δραστηριοποιούνται στο χώρο της.

Από την δεκαετία του 1980 υποδέχεται παλιννοστούντες (άνω των 3.500 μέχρι σήμερα), ενώ το 2001 ο πληθυσμός της έφθασε τους 51.586 (245.000 σε όλο τον νομό). Κέντρο επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, έδρα Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με μεγάλο αριθμό φοιτητών, η πόλη επιδεικνύει μια εικόνα εντυπωσιακής ανάπτυξης και ανοικοδόμησης (βλ. Εικόνες 4, 5 και 6). Καταγράφονται επίσης προσπάθειες για τη διατήρηση της ιστορικής κληρονομιάς (βυζαντινές εκκλησίες, οθωμανικά και νεώτερα κτίρια) και την ανάδειξη στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος: εντυπωσιακή είναι η διαμόρφωση του ρέματος Αγίων Αναργύρων, που έχει διευθετηθεί σε μήκος τριών από τα συνολικά 12 χιλιόμετρα της διαδρομής του.

Α.Κ.Γ.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Γερόλυμπου, Α., Καλογήρου, Ν., Χατζημιχάλης, Κ. (1988) Βορειοελλαδικοί οικισμοί πριν και μετά την απελευθέρωση. Μετασχηματισμοί του αστικού και περιφερειακού χώρου, τόμ. 1-2, αδημοσίευτη έρευνα, ΑΠΘ - Υπουργείο Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας (πολυγραφημένο).

Καραδήμου - Γερόλυμπου, Α. (1997) “Μια πρότυπη πολεοδομική επέμβαση: Η ανοικοδόμηση των Σερρών, 1913-1920”, Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, τόμ. ΙΔ, σσ. 159-180.

Νικολάου, Ν. (1992) “Η πυρκαγιά των Σερρών του 1849”, Σερραϊκά Ανάλεκτα, τόμ. Α’, σσ. 136-151.

Στεφανίδου, Α. (1996) “Το Μπεζεστένι των Σερρών”, Μνημείο και Περιβάλλον, 3: 61-84.

Τζανακάρης, Β. (1991) Εικονογραφημένη Ιστορία των Σερρών, Σέρρες.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία