WEB_AERIAL_AGIO-OROS

Φωτογραφία Γ.Π., 1997.

To Άγιον Όρος

Η Μονή Ιβήρων, στο κέντρο της αεροφωτογραφίας, κοντά στη θάλασσα και από την πλευρά του Αιγαίου, είναι τρίτη στην τάξη των αγιορείτικων μονών και αποτελεί την πρώτη που ιδρύθηκε από αλλοεθνείς (8ος αι.), σε θέση της παλαιότερης μονής του Κλήμεντος (βλ. Σχήμα 1). Είναι εμφανής ο φρουριακός χαρακτήρας, ο οποίος συνοδεύεται από αρκετά βοηθητικά κτίσματα, καθώς κι από φροντισμένες καλλιέργειες. Εντυπωσιάζει η πυκνή δασική βλάστηση του ορεινού τοπίου και η κορυφή του Όρους που διακρίνεται στον ορίζοντα.

Η  οικοδόμηση στο Άγιο Όρος είναι μια ιδιαίτερη και επίπονη υπόθεση. Μερικά χρόνια πριν από τη σύσταση της ιβηρίτικης μονής, ο Άγιος  Αθανάσιος ο Αθωνίτης περιγράφει τη δικιά του κοπιαστική περιπέτεια: “…όσους δε κόπους και συντριβάς πεπόνθαμεν και πειρασμούς και ταλαιπωρίας υπομεμενήκαμεν και δόσεις εξόδων καταβεβλήμεθα εις τε λατομίας και κατορύξεις και χωμάτων και λίθων εκφόρησιν και φυτών και θάμνων και δένδρων πρωθέλυμνον εκτομήν και έκσπασιν, προς το δείμασθαι τον άγιον της υπεραγίας Θεοτόκου ναόν…”.

Η μυθολογία εμφανίζει τη χερσόνησο ως κατάλοιπο βράχων, από αυτούς που εκσφενδόνιζαν στον πόλεμό τους με τον Δία οι Γίγαντες, το όνομα ενός εκ των οποίων πήρε η χερσόνησος: Άθως. Δύσκολος τόπος, αλλά με ισχυρή μεταφορική δύναμη του φυσικού του τοπίου - όπως η απότομη κορύφωση της χερσονήσου στα 2.000 μέτρα και η πανοραμική έκθεσή της πάνω στη θάλασσα του Βόρειου Αιγαίου - που έκαναν τον γλύπτη Δεινοκράτη να τον θεωρήσει ιδανική εξέδρα μνημειακής γλυπτικής για να λαξεύσει τη μορφή του Αλέξανδρου (βλ. Εικόνα 1).

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, των ισχυρών κλίσεων του ανάγλυφου (βλ. Εικόνα 2) και της έντονης και δυναμικής βλάστησης, η ανθρώπινη παρουσία άφησε τα ίχνη της με τη μορφή διακριτικών “νησίδων” στο περιβάλλον (βλ. Εικόνα 3): μονές των βράχων, παραλιακά συγκροτήματα, μοναστηριακά αγροκτήματα και ταπεινά κελιά, πλημμυρισμένα από την πληθωρική αθωνική χλωρίδα.

Η χερσόνησος, μέχρι την οικοδόμηση του πρώτου κοινοβίου (Μ. Λαύρα), ήταν τόπος αναχώρησης ανοργάνωτων ασκητών που διαβιούσαν εν ηρεμία σε ένα ιδιαίτερα αφιλόξενο περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης που μόναζε αυτή την πρώιμη περίοδο, ανακαλύπτεται τυχαία από έναν κυνηγό μετά πενήντα τρία έτη “αφανούς” διαβίωσης.

Μετά τον 6ο αιώνα οι παραδοσιακές εστίες μοναχισμού στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, καθίστανται λιγότερο πρόσφορες στον μοναχισμό λόγω της ανόδου του Ισλάμ και η αθωνική χερσόνησος παραλαμβάνει τη σκυτάλη της μοναστικής παράδοσης, διαθέτοντας τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου αναχώρησης (βλ. Εικόνα 4).

Η ίδρυση του πρώτου κοινόβιου μοναστηριού αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη του Άθω, αν και οι τότε μοναχοί δεν την είδαν ιδιαίτερα ευνοϊκά. Κατήγγειλαν, μάλιστα, τον Αθανάσιο στον αυτοκράτορα Τζιμισκή, ότι “...οικοδομάς γαρ ανήγειρε πολυτελείς και πύργους και λιμένας ενήργησε, επιρροάς τε υδάτων κατήγαγε και ζεύγη βοών ωνήσατο και εις κόσμον ήδη το Όρος μετεποίησε… ότι τε τους αρχαίους νόμους παρακινεί και μεταποιείται τα παλαιά έθη και όρους…”.

Παρά τις αντιρρήσεις, το κοινοβιακό σύστημα σταδιακά ισχυροποιήθηκε και δέσποσε στην αθωνική χερσόνησο. Κατά το υπόδειγμα της Λαύρας του Αθανασίου, εμφανίστηκαν οι πρώτες μεγάλες μονές (Ιβήρων, Βατοπέδι, Ξηροποτάμου), ενώ σταδιακά μέρος των μικρών μονυδρίων αναγορεύτηκε σε μοναστήρια, που σταθεροποιήθηκαν στον αριθμό των είκοσι (1650) και έγιναν νομείς του χώρου (βλ. Σχήμα 2). Σε κάθε μια από τις είκοσι αυτές περιοχές εντάσσονται όλες οι μορφές του μοναχισμού: σκήτες, κελιά, καλύβες, καθίσματα, ερημητήρια.

Οι ιστορικές συγκυρίες δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη διαμόρφωση του μοναστικού χώρου. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι συνθήκες περιορισμού οδηγούν τις μονές στην εγκατάλειψη του παραδοσιακού κοινοβιακού συστήματος (κοινή: στέγαση, εστίαση, εργασία, λατρεία, περιουσία), και την υιοθέτηση, εκ μέρους πολλών από αυτών, ενός ιδιόρρυθμου συστήματος (κοινή: στέγαση, λατρεία). Για τους ίδιους λόγους, κάνει την εμφάνισή του ένα νέο χωρικό σχήμα, οι σκήτες (μοναστικά χωριά), όπου οι μοναχοί διαβιούν σε καθεστώς ημι-αναχώρησης (βλ. Εικόνα 5). Με το τέλος της Τουρκοκρατίας, οι μονές αρχίζουν να επανέρχονται σταδιακά στο παραδοσιακό κοινοβιακό καθεστώς, διαδικασία που ολοκληρώνεται στα μέσα του 20ού αιώνα.

Η κτιριολογική διάταξη των μονών, απαντώντας στις πάγιες μοναστικές ανάγκες οργάνωσης του χώρου, παραμένει ίδια ανά τους αιώνες. Τα μοναστηριακά σύνολα είναι οχυρωμένα συγκροτήματα κτιρίων, με φρουριακή μορφή. Τα κτίρια παρουσιάζονται, συνήθως, προσκολλημένα στον περίβολο, αφήνοντας να διαμορφωθεί το σχήμα μιας κεντρικής αυλής στην οποία δεσπόζει, με παραλλαγές, το καθολικό (ο κεντρικός ναός), ως γεωμετρικό και πνευματικό κέντρο του συγκροτήματος (βλ. Σχήμα 3 και Εικόνες 6 & 7). Έξω από τα τείχη, σειρά βοηθητικών κτιρίων συμπληρώνουν το σύνολο.

Λίγο πριν από το τέλος της τουρκικής κατοχής (1912), διάφορα γεγονότα θα διαταράξουν το δημογραφικό καθεστώς της χερσονήσου, το οποίο θα περάσει από μια κάθετη πτώση (300 κάτοικοι: ελληνική επανάσταση), σε μια απότομη άνοδο (9.000 κάτοικοι: αθρόα είσοδος Ρώσων και Σλάβων).

Την ίδια περίοδο μεταβάλλεται και ο πολυεθνικός του χαρακτήρας εξαιτίας του γενικότερου πλαισίου δημιουργίας των εθνικών κρατών. Η πολυεθνική σύνθεση υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμά της αθωνικής δημογραφίας από τη γέννησή της. Λαοί με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο, από την εσωτερική κοινωνία του Βυζαντίου (Αρμένιοι, Σύριοι, Βλάχοι, Αλβανοί), μαζί με εκείνους από ομόδοξα κράτη (Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι), αποτέλεσαν τα συστατικά της αθωνικής κοινωνίας. Στην εποχή μας, ομάδες από τον δυτικό κόσμο (Γάλλοι, Γερμανοί, Αμερικάνοι. Ολλανδοί) αποτελούν το νέο συστατικό της ταυτότητας του Άθω. Η απογραφή του 2001 (ΕΣΥΕ) δίνει έναν μοναστικό πληθυσμό που ανέρχεται σε 1.850 άτομα, σε ένα διαχρονικό μέσο όρο 2.500 μοναχών (βλ. Σχήμα 4).

Σήμερα, το Όρος διάγει μια περίοδο ομαλότητας και ανάπτυξης. Οι μονές έχουν επιστρέψει στο κοινοβιακό καθεστώς. Προγράμματα αναστυλώσεων έχουν αποκαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού τους πλούτου, παράλληλα με την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων που συνεχίζουν την ορθόδοξη μυστικιστική παράδοση. Το ενδιαφέρον του κοινού δηλώνεται μέσω ενός συνεχώς αυξανόμενου ρεύματος επισκεπτών. Το Άγιο Όρος, από την πλευρά του, δεν δείχνει να μένει αδιάφορο στο εκδηλούμενο ενδιαφέρον, εξάγοντας την πολιτιστική του παραγωγή εκτός της χερσονήσου, όπως οι μεγάλες περιοδικές εκθέσεις (Θεσσαλονίκη 1997, Νέα Υόρκη 1997-2004, Ελσίνκι 2006 και Παρίσι 2000).

Γ.ΣΙΔ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Della Dora, V. (2005) "Alexander the Great's Mountain", Geographical Review, 95 (4): 489-516.

Θεοχαρίδης, Π. (1991) "Εισαγωγή στην αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους", Άγιον Όρος, Αθήνα: Μέλισσα, σ. 9-14.

Καζαντζάκης, Ν. (1963) "Στα Καρούλια", Νέα Εστία, Αφιέρωμα στο Άγιον Όρος.

Μαμαλάκης, Ι. (1971) Το Άγιον Όρος δια μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Μeyer, P. (1894) Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athoskloster, Leipziq.

Mυλωνάς, Π. (2000) Άτλας του Άθωνος, τόμ. Α΄-Β΄, Tübingen: Wasmuth.

Ντάφης, Σ., κ.ά. (1997) Φύση και φυσικό περιβάλλον στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη: Ι.Κ. Αγίου Όρους - Οργανισμός Πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης  “Θεσσαλονίκη 97”.

Παλαμάς, Γρ. (1991) Λόγος εις τον βίον του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, Άγιον Όρος: Ι.Μ. Σταυρονικήτα.

Σβορώνος, Ν. (1987) Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους, Καρυές: Πανσέληνος,.

Σιδηρόπουλος, Γ. (2000) Άγιον Όρος. Ανθρωπογεωγραφικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Καστανιώτης.

Σμυρνάκης, Γ. (1903/1988), Το Άγιον Όρος, Καρυές: Πανσέληνος.

Χρήστου, Π. (1978) Το Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη: Εποπτεία.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία