WEB_AERIAL_KYPSELI

Φωτογραφία Ν.Δ., 2008.

To αστικό τοπίο της πολυεθνικής Κυψέλης

Στην αεροφωτογραφία, με κεντρικό άξονα την οδό Πατησίων και μακρινό ορίζοντα την Πάρνηθα, εμφανίζεται μια μεγάλη περιοχή που περιλαμβάνει μερικές από τις πιο πυκνοδομημένες συνοικίες του Λεκανοπεδίου της Αθήνας, με πυκνότητες ψηλότερες από 300 άτομα ανά εκτάριο. Ανατολικά της Πατησίων διακρίνονται η Κυψέλη, η Κυπριάδου, η Ριζούπολη, η Νέα Ιωνία, και δυτικά τα Πατήσια, τα Κάτω Πατήσια, οι Άγιοι Ανάργυροι, η Νέα Χαλκηδόνα. Μέσα στον πυκνοδομημένο ιστό ξεχωρίζουν ελάχιστοι αδόμητοι χώροι: ο λόφος του Ελικώνα (σε μικρή απόσταση από το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας), ο Πύργος Βασιλίσσης (σήμερα πάρκο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης σε εγκατάλειψη), το άλσος Νέας Φιλαδέλφειας. Ακόμη ξεχωρίζουν, αν και με κάποια δυσκολία, αρκετές πλατείες και πρώην ρέματα, όπως η Φωκίωνος Νέγρη. Η μεγάλη αυτή περιοχή είναι χαρακτηριστική μιας γενικότερης διαδικασίας αστικοποίησης που για πολλές δεκαετίες κυριάρχησε στην Αθήνα και οδήγησε στην τόσο χαρακτηριστική αυτή εικόνα. Περιλαμβάνει πολλές και ενδιαφέρουσες τοπικές ιστορίες ανάπτυξης, από τις οποίες εδώ εξετάζεται πιο διεξοδικά η Κυψέλη.

“Mία τῶν νέων συνοικιῶν τῶν Ἀθηνῶν, εἰς τά βορειοανατολικά κράσπεδα τῆς πόλεως. Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως εἶναι ἀνεξακρίβωτος. Κατά τινα γνώμην προῆλθεν ἐκ παραφθορᾶς τῆς λέξεως Γυψέλη, διότι εἰς τήν συνοικίαν ταύτην, οὖσαν ἒρημον καί λοφώδη περιοχήν ἄλλοτε, περιίπταντο μόνον γῦπες. Ἡ περιοχή τῆς Κυψέλης ὁρίζεται: νοτίως ὑπό τῆς δεξιᾶς κοίτης τοῦ Κυκλοβόρου παρά τήν ἱππευτικήν σχολήν, ἀνατολικῶς ὑπό τά δυτικά ὑψώματα τῶν Τουρκοβουνίων, βορείως ὑπό τῶν πρός τό Γαλάτσι λόφων καί δυτικῶς ὑπό τῆς ὁδού Πατησίων. Εἰς τό σημερινόν κέντρον τῆς συνοικίας, παρά τήν ὁμώνυμον ὁδόν, εὑρίσκεται εἰσέτι ἡ οἰκία - ἀγροτική ἔπαυλις τότε – εἰς ἧν ἔζησε τά τελυταῖα του ἔτη ὁ ναύαρχος Κ. Κανάρης. ᾙ συνοικία τῆς Κυψέλης εἶναι μία ἀπό τάς ὑψηλοτέρας τῶν Ἀθηνῶν (190-130 μέτρα ὑπέρ τήν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης). Παλαιότεροι ἱστορικοί (ἐν οἷς καί ὁ Σουρμελῆς) ὑπεστήριξαν ὅτι ἡ σημερινή περιοχή τῆς Κυψέλης ἀντιστοιχεῖ πρός τόν ἀρχαῖον Κολωνόν”. Μεγάλη λληνική γκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΕ’, σελ. 65.

Μεγάλο μέρος του υλικού που παρουσιάζεται στη συνέχεια, καθώς και τα αποσπάσματα συνεντεύξεων από παλαιές κατοίκους της Κυψέλης και μετανάστριες που κατοικούν στην περιοχή, προέρχεται από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο ΕΜΠ (2005-07) (βλ. Βαΐου κ.ά., 2007, στις Ενδεικτικές Πηγές).

 

Οικιστική εξέλιξη

Η Κυψέλη, μία από τις παλαιότερες συνοικίες της Αθήνας, εμφανίζεται ως τοποθεσία σε χάρτη της πόλεως και των περιχώρων το 1860, εντάσσεται στο σχέδιο πόλης το 1887 και οριοθετείται σε σχέδιο το 1908 (βλ. Εικόνα 1), ενώ με τις επεκτάσεις του ρυμοτομικού σχεδίου του 1930 αποκτά περίπου τη σημερινή της έκταση (βλ. Εικόνα 2). Στις αρχές του 20ου κάνουν την εμφάνισή τους διάσπαρτες ακόμη εξοχικές κατοικίες και επαύλεις, σε μια περιοχή όπου υπάρχουν κυρίως αγροκτήματα. Ως το Μεσοπόλεμο εξακολουθεί να είναι αραιοκατοικημένη, παρ’ όλο που συρροή πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πρωτεύουσα οδηγεί στις πρώτες επεκτάσεις και στις απαρχές μετατροπής της σε συνοικία, με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. Οι ανακατατάξεις που επέφερε, μετά το 1922, η έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οδηγούν στην Κυψέλη εύπορα κυρίως νοικοκυριά και αρχίζουν να κτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες. Το 1937 σχεδιάζεται η διευθέτηση του ρέματος Λεβίδη (σημερινή Φωκίωνος Νέγρη), από τον αρχιτέκτονα Β. Τσαγρή, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας γραμμικός κήπος, με δέντρα, θάμνους, πίδακες νερού, γλυπτά και χώρους παιχνιδιού. Όπως φαίνεται και στην σύγχρονη αεροφωτογραφία (βλ. Εικόνα 3) η υψηλή βλάστηση κάνει τον πεζόδρομο να φαντάζει από ψηλά με “πράσινο χείμαρρο” που τέμνει και δημιουργεί ένα διευρυμένο αστικό κενό στον πυκνοδομημένο ιστό της Κυψέλης.

Την ίδια περίοδο κατασκευάζεται και η Δημοτική Αγορά (ξεχωρίζει και στην αεροφωτογραφία), της οποίας η λειτουργία διακόπτεται τη δεκαετία 1990 και, με αγώνες των κατοίκων, από το 2006 λειτουργεί ως αυτοδιαχειριζόμενο κέντρο γειτονιάς, με πολιτιστικές κυρίως δράσεις (βλ. Εικόνες 4 και 5).

Η εντατική ανοικοδόμηση συντελείται κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, όπως σε πολλές άλλες περιοχές της Αθήνας, με το σύστημα της αντιπαροχής. Όμως, ακόμη στη δεκαετία 1950 διατηρεί το χαρακτήρα της γειτονιάς, όπου επιβιώνουν χαρακτηριστικά φυσικά στοιχεία και μη αστικές χρήσεις, πολλά σπίτια είναι χαμηλά, οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους, τα παιδιά παίζουν στο δρόμο, η κίνηση είναι μικρή.

“...ε, τη θυμήθηκα βέβαια και στα παλιά της, τα πρώτα χρόνια που ήτανε ρέμα, περνούσε το νερό, ήτανε τα δέντρα, οι ευκάλυπτοι αυτοί, και άκουγες τη βοή,...ένα πανόραμα ήτανε” (Σ.Κ. κάτοικος από το 1947).

“Επάνω απ’ την πλατεία Κυψέλης υπήρχε μια στάνη, η οποία είχε πρόβατα κανονικά. Ένα βουναλάκι ήτανε, τα σπίτια εκεί πάνω ήταν όλα εκτός σχεδίου ... σιγά-σιγά μπήκανε στο σχέδιο” (Ν.Ξ., μιλώντας για το 1954, όταν πρωτοήρθε παιδί στην Κυψέλη).

Οι πολυώροφες πολυκατοικίες της αντιπαροχής, με τους ποικίλους τύπους και μεγέθη διαμερισμάτων, προσελκύουν πολλούς εσωτερικούς μετανάστες από την ελληνική επαρχία. Η αύξηση της πυκνότητας συνδέεται και με μια εποχή ακμής της Κυψέλης, η οποία γίνεται διάσημη για τη νυχτερινή ζωή της, με θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια που διαμορφώνουν ένα σημαντικό πόλο έλξης με ιδιαίτερη φήμη σε όλο το Λεκανοπέδιο.

“Ειδικά η Φωκίωνος Νέγρη ήτανε…το Κολωνάκι της Κυψέλης. Ο καλύτερος κόσμος συγκεντρωνόταν εκεί […] Η Κυψέλη είχε δόξες, είχε θέατρα, είχε κινηματογράφους, είχε...Επί της Φωκίωνος Νέγρη εκεί κοντά είχε έρθει η Ροζίτα η Σεράνο τότε και είχε αφήσει εποχή” (Σ.Κ.).

Η εντατική οικοδόμηση συνεχίστηκε και κατά τη δεκαετία 1970, ολοκληρώνοντας σταδιακά τη σημερινή εικόνα της συνοικίας που, σύμφωνα με όλες τις πολεοδομικές μελέτες, είναι μία από τις πιο προβληματικές του Δήμου Αθηναίων. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας 1980 εντοπίζεται μια μετακίνηση μέρους του ντόπιου πληθυσμού, κυρίως των πιο εύπορων και νέων νοικοκυριών, προς τα βορειανατολικά και νοτιοανατολικά προάστια, όπου αναζητούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τόσο στην αεροφωτογραφία, όσο και σε φωτογραφίες της περιοχής (βλ. Εικόνες 6 και 7) είναι φανερή η υψηλή δόμηση σε σχέση με τα πλάτη των δρόμων και την τοπογραφία της περιοχής, οι μεγάλες πυκνότητες (350 κάτοικοι ανά εκτάριο), η εκμετάλλευση κάθε χώρου όπου μπορεί να επεκταθεί η κατοικία, η έλλειψη κάθε κενού, η κατάληψη του δημόσιου χώρου από τα αυτοκίνητα.

Τα μικρά διαμερίσματα που διευκόλυναν τις διευθετήσεις της αντιπαροχής, οι διαδοχικοί κανονισμοί που επέτρεπαν ημι-υπόγειες κατοικίες, το "διαμέρισμα του θυρωρού" και τα καταφύγια της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου είναι μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν σε μια πλούσια τυπολογία διαμερισμάτων. Το πολύμορφο αυτό οικιστικό απόθεμα πέρασε από διαδοχικές χρήσεις (βιοτεχνία, κατοικία φοιτητών, επαγγελματική στέγη κλπ) και παρέμεινε για ένα διάστημα “κενό” ή/και απαξιωμένο πριν “υποδεχτεί”, από τη δεκαετία 1990, ένα μωσαϊκό κατοίκων από κάθε γωνιά του πλανήτη.

Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν αρχικά στα ημι-υπόγεια και ισόγεια διαμερίσματα των πολυκατοικιών (βλ. Σχήμα 1). Οι μεσαίοι όροφοι άρχισαν σταδιακά να φιλοξενούν γραφεία ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ στα μεγάλα διαμερίσματα των ανώτερων ορόφων και στα προνομιακά ρετιρέ παρέμειναν παλιοί κάτοικοι, σήμερα κυρίως ηλικιωμένοι. Σ’ αυτό το γενικό σχήμα κατοίκησης, που έχει χαρακτηριστεί “κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός”, βεβαίως εντοπίζονται πολλές παραλλαγές, από το υπόγειο ως το ρετιρέ και από την πρόσοψη ως τον ακάλυπτο. Είναι όμως γεγονός πως οι μετανάστες συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, και στην αναβάθμιση ενός σχετικά απαξιωμένου οικιστικού αποθέματος.

“…Η κοπέλα που είναι απέναντί μου...,να, παίρνει το διαμέρισμά της, το έχει κάνει κούκλα... Ήτανε σε κακό χάλι και έβαλε... πλακάκια έβαλε, το ‘φτιαξε, το ‘κανε καινούργιο...” (Σ.Κ.).

“Κοίταξε, δεν το δίνουνε σε καλή κατάσταση που λέει το συμβόλαιο ότι πρέπει να το αφήσουμε, βαμμένη και τέτοια. Όχι, βρίσκουνε ευκαιρία, βλέπουνε έναν άνθρωπο που βιάζεται για το σπίτι και…” (Ελένη, από την Αλβανία).

Τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά της Κυψέλης, που για τους παλιούς κατοίκους συνιστούν υποβάθμιση, λειτούργησαν εντελώς διαφορετικά για τον καινούργιο πληθυσμό των μεταναστών. Τα διαμερίσματα που οι παλιοί κάτοικοι θεωρούσαν πια μικρά, κακοφτιαγμένα ή ανεπαρκή σε χώρο, καταλήφθηκαν γρήγορα από ανθρώπους που δεν είχαν πολλά περιθώρια επιλογής, αρκεί το ενοίκιο να ήταν φτηνό – πράγμα που συχνά το “πετύχαιναν” μέσω της πυκνοκατοίκησης.

‘Και ήρθαμε εδώ μαζί με το παιδί. Στην αρχή μείναμε στην κουνιάδα του αδελφού μου... Πρώτη εκεί μείναμε, σε μια γκαρσονιέρα όλοι. Δεν ήταν και καλά συνθήκες…’ (Ράνια, από την Αλβανία).

Η θέση της γειτονιάς, που οι παλιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν εξ αιτίας του θορύβου, της ρύπανσης, της έλλειψης πράσινου και χώρων στάθμευσης, προσφέρει στους μετανάστες εύκολη προσπελασιμότητα, καλές συγκοινωνίες, κοντινά σχολεία και τη σημαντική  δυνατότητα να συνδυαστεί σχετικά εύκολα η εργασία σε άλλες περιοχές της πόλης με τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών.

“Τώρα είναι μια χαρά εδώ. Να πάω μέχρι τη δουλειά μου είναι πολύ εύκολο, πηγαίνω και έρχομαι […] Είναι κοντά στο κέντρο να πας μέχρι Ομόνοια να πάρεις κανένα εφημερίδα, να στείλεις κάποια πράγματα, ας πούμε, λεφτά κάτι τέτοια, είναι πολύ κοντά στο κέντρο. Γρήγορα πας…” (Άνα, από τη Βουλγαρία).

“Εδώ είναι κοντά στο κέντρο… Πρώτο ο αέρας είναι πολύ καλός, γιατί είναι πάνω. Κάτω, στην πλατεία Αμερικής, είναι πολλή βρόμα ο αέρας. Εδώ είναι πιο ωραία, καθαρός είναι. Δεύτερο, άνθρωποι δεν είναι πλούσιοι, όμως είναι πιο καλή καρδιά” (Μαρία, από τη Βουλγαρία).

 

Δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά

Η δεκαετία 1990 αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, νέα τομή για την Κυψέλη. Την περίοδο αυτή της μαζικής εγκατάστασης μεταναστών φαίνεται να αντιστρέφεται η προηγούμενη τάση μείωσης τόσο του πληθυσμού όσο και του μέσου μεγέθους νοικοκυριού. Τα στοιχεία των απογραφών εμφανίζουν πλέον σταθερότητα, καθώς η “φυγή” των παλαιών κατοίκων αντισταθμίζεται από την εγκατάσταση πολυμελών συνήθως νοικοκυριών μεταναστών, αλλά και από μία, οριακή ίσως, αλλά υπαρκτή “επιστροφή”, κυρίως νέων. Έτσι, στην Απογραφή του 2001 καταγράφεται αύξηση πληθυσμού 9,1% σε σχέση με το 1991, φτάνοντας τους 47.437 κατοίκους, από τους οποίους 21% είναι (καταγεγραμμένοι) μετανάστες.

Από τα στοιχεία της Απογραφής προκύπτει η πανσπερμία μεταναστευτικών ομάδων που έχουν εγκατασταθεί στην Κυψέλη. Οι Αλβανοί αποτελούν την πλειοψηφία στο σύνολο των μεταναστών (49.2%), ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση Πολωνοί (8,5%), Βούλγαροι (4,5%), Ρουμάνοι και Ουκρανοί (3,5%) και στη συνέχεια μετανάστες από μια πληθώρα χωρών, με μικρότερα έως ελάχιστα ποσοστά: Μολδαβία, Ρωσική Ομοσπονδία, Γεωργία, Γιουγκοσλαβία, Αρμενία, Νιγηρία, Αιθιοπία, Γκάνα, Νότια Αφρική, Αίγυπτος, Φιλιππίνες, Μπαγκλαντές, Ινδία, Πακιστάν, Ιράκ, Ιράν, Τουρκία, Συρία, και πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας συνθέτουν το μωσαϊκό των κατοίκων της Κυψέλης, που χαρακτηρίζεται, όχι άδικα, η πιο πολυεθνική γειτονιά της Αθήνας (βλ. Σχήμα 2).

Η γεωγραφική κατανομή των μεταναστών παρουσιάζει διάχυση στο σύνολο της συνοικίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πληθυσμού ανά οικοδομικό τετράγωνο (βλ. Σχήμα 3), με περιορισμένους πυρήνες (μικρο)συγκεντρώσεων. Μικρότερη είναι, σε γενικές γραμμές, η παρουσία τους κατά μήκος των κεντρικών αξόνων και της Φωκίωνος Νέγρη. Όπως είναι αναμενόμενο, ο μεταναστευτικός πληθυσμός είναι νέος, με έντονη παρουσία των παραγωγικών λεγόμενων ηλικιών 15-64 ετών (πάνω από 75% σε όλες τις εθνοτικές ομάδες). Το ποσοστό των απασχολούμενων μεταναστών είναι υψηλό (66,5%), και μάλιστα υψηλότερο από το αντίστοιχο στο Δ. Αθηναίων (62%). Στις γυναίκες, τα ποσοστά είναι αρκετά χαμηλότερα (55.3%), πράγμα που, κατά πάσα πιθανότητα, αποκρύπτει μεγάλο αριθμό γυναικών οι οποίες εργάζονται ως οικιακές βοηθοί, ασφαλίζονται έμμεσα και δηλώνουν “οικιακά”.

Η αναλογία γυναικών είναι αυξημένη (52%), κυρίως λόγω της μεγάλης παρουσίας ομάδων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες οι γυναίκες υπερτερούν. Οι γυναίκες έχουν γενικά υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους άνδρες, αν και παρατηρούνται σημαντικές διαφορές ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, ενώ σπάνια αξιοποιούνται τα προσόντα τους στην ελληνική αγορά εργασίας. Ακόμη, τα διαφορετικά δεδομένα της μετανάστευσης από κάθε χώρα διαφοροποιούν σημαντικά την παρουσία παιδιών και ηλικιωμένων. Έτσι, για παράδειγμα, στον αλβανικό πληθυσμό, όπου επικρατεί η μετανάστευση οικογενειών, εμφανίζεται το υψηλότερο ποσοστό παιδιών, σε αντίθεση με το βουλγάρικο, όπου η σχετική απουσία παιδιών αντιστοιχεί στη μετανάστευση γυναικών μόνων.

 

Χαρακτηριστικά μιας πολυεθνικής γειτονιάς

Ακόμη και σήμερα η Κυψέλη φαίνεται να διατηρεί ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της, όπως μεγάλη ποικιλία χρήσεων γης με έμφαση στις λειτουργίες αναψυχής και εμπορίου, υψηλό ποσοστό κατοικίας, πυκνοδομημένο και πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, εντατική χρήση του δημόσιου χώρου και των (περιορισμένων) εξυπηρετήσεων (βλ. Σχήμα 4). Ταυτόχρονα, εμφανίζει και νέα χαρακτηριστικά, με κυριότερο την όλο και πιο πολυάριθμη και έντονη παρουσία μεταναστών. Η παρουσία αυτή, που ήδη συμπληρώνει δύο δεκαετίες, αποτυπώνεται με διάφορους τρόπους στην κατοικία, στα μαγαζιά, στη χρήση του δημόσιου χώρου και των κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων, στους ήχους και τις μυρωδιές της πόλης (βλ. Εικόνες 8, 9 και 10). Δορυφορικές κεραίες, “επέκταση” της κατοικίας σε κοινόχρηστους χώρους, παρέες που μιλούν γλώσσες άγνωστες, μουσικές και κουζίνες από κάθε γωνιά της γης, μαγαζιά με ταμπέλες συχνά ακατανόητες στους ντόπιους, παιδιά που γεμίζουν σχολεία και παιδικούς σταθμούς, μαρτυρούν την παρουσία ενός πολυεθνικού πλήθους και τις αλλαγές που έχουν συμβεί στη γειτονιά.

Η επινοητική προσαρμογή κάποτε κατευθύνει τους μετανάστες στη διαμόρφωση δικών τους πρακτικών κατοίκησης του δημόσιου χώρου, με αποτέλεσμα να γίνονται περισσότερο “ορατοί” εκεί. Όμως πλέον υπάρχουν αρκετά καταστήματα που λειτουργούν από ή ανήκουν σε μετανάστες, ενώ  πολλά, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους απευθύνονται αποκλειστικά σ’ αυτούς (βλ. Εικόνες 11 και 12).

“... ο φούρνος ο οποίος ανήκε παλιά σε έλληνες πουλήθηκε σε αλβανούς, οι οποίοι όμως έχουνε δύο φούρνους. Είναι πάρα πολύ καλός φούρνος, μεγάλος, πολύ καλύτερος απ’ ότι τον είχαν οι έλληνες, έχει αναπτυχθεί ας πούμε, με τα πράγματα που έχει μέσα, την ποικιλία, το ψωμί είναι υπέροχο.... Και στο πλαϊνό μου έχει μια ΕΒΓΑ ας πούμε, που τη λέγαμε παλιά, ξέρεις…. Πριν πολλά πολλά χρόνια την είχαν έλληνες, μετά ήρθαν αλβανοί, έχουν αλλάξει τρεις τέσσερις φορές, αλβανοί πάντα...” (Α.Π.).

“Είναι εδώ, είναι Πακιστανοί. Ψωνίζω… παίρνω αυτό το ψωμί, το αραβικό... Παίρνω κανένα μπαχαρικό ή αν έχει το τσάι του, αυτά…” (Αθηνά, από την Αλβανία).

Σε κάθε περίπτωση, είναι σίγουρο ότι η ύπαρξη καταστημάτων και υπηρεσιών των μεταναστών σημαδεύει τους δρόμους και επαναπροσδιορίζει την εικόνα του αστικού τοπίου. Ταυτόχρονα αποκτούν οι ίδιοι σημεία αναφοράς και στάσης: για παράδειγμα, δύο κεντρικά περίπτερα πάνω στην πλατεία Κανάρη και ορισμένα καταστήματα (καφενείο, ψητοπωλείο) που ανήκουν σε μετανάστες αποτελούν σημεία συνάντησης-στέκια όπου συχνάζουν άνδρες μετανάστες. Η έλλειψη οποιωνδήποτε άλλων ελεύθερων χώρων ή χώρων πρασίνου στη γειτονιά οδηγεί τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις μητέρες με μικρά παιδιά, σε μία και μόνο περιοχή: στην πλατεία Κανάρη και, λιγότερο, στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη και στο Πεδίο του Άρεως.

Η πλατεία Κανάρη και ο πεζόδρομος της Φωκίωνος Νέγρη αποτελούν τοπογραφικά, αλλά και από άποψη δραστηριοτήτων, την καρδιά της Κυψέλης ως προς το εμπόριο, την αναψυχή, τις υπηρεσίες. Η συνύπαρξη της κατοικίας με μια μεγάλη ποικιλία λειτουργιών συμβάλλει στη συνεχή κίνηση ανθρώπων σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Ειδικά η πλατεία είναι τόπος ζωντανός και πολύβουος, όπου μετανάστες και ντόπιοι συνευρίσκονται με τις λιγότερες δυνατές επιφυλάξεις (βλ. Εικόνες 13, 14 και 15). Κατά μήκος της Φωκίωνος Νέγρη η ανάμειξη είναι  μικρότερη. “Δεν υπάρχουν χρήματα για τα εστιατόρια και τις καφετέριες του πεζόδρομου, γιατί είναι πολύ ακριβά”, απευθύνονται σε πιο εύπορους πελάτες, που κατά τεκμήριο είναι ντόπιοι. Εξ άλλου, η Φωκίωνος Νέγρη, παρ’ όλο που πολλά έχουν αλλάξει, διατηρεί ένα κοσμοπολίτικο πρόσωπο σε ανάμνηση παλαιότερων εποχών, πράγμα που οπωσδήποτε δεν διευκολύνει την ένταξη καινούργιων και ασθενέστερων οικονομικά ομάδων.

“...έχει αλλάξει, δεν είναι εκείνη η αίγλη που είχε ... μιλάω πάντα για τη Φωκίωνος, γιατί εκεί ήτανε το κέντρο της Κυψέλης, δεν είναι εκείνη που ήτανε, όχι! Ούτε ο κόσμος που ήτανε τότε” (Σ.Κ.).

Η στάση των ντόπιων εκφράζεται με πολλούς τρόπους και παραμένει αμφίθυμη. Πολλοί μιλούν για εγκληματικότητα, ναρκωτικά, συμμορίες και πορνεία, για γυναίκες που φοβούνται να κυκλοφορήσουν μόνες το βράδυ, για παλιούς κατοίκους που έχουν εγκαταλείψει σχεδόν όλοι τη γειτονιά. Χρησιμοποιούν τραχιές, φοβικές εκφράσεις: “δεν έχουμε παρτίδες μαζί τους”, “το θέμα δεν είναι πόσοι είναι, αλλά πώς θα τους διώξουμε”, “οι ξένοι είναι η πηγή των δεινών”, “γίναμε πλατεία Τιράνων”. Ταυτόχρονα όμως άλλοι παραδέχονται πως “δουλεύουν τα μαγαζιά”, “όποια ώρα κι αν τη φώναζα [την αλβανίδα γειτόνισσα] ερχότανε να πάει να μου ψωνίσει, να μου κάνει κάτι…”, “σέβονται τους συγκατοίκους”, “δώσανε ζωή στη γειτονιά”, “κι εμείς εσωτερικοί μετανάστες είμαστε”.

Οι μετανάστες στην Κυψέλη εξακολουθούν να ζουν στα μικρά τους διαμερίσματα, να προσθέτουν τα δικά τους χρώματα στην εικόνα των σπιτιών κι ολόκληρης της πόλης. Ταυτόχρονα, μέσα από την εξοικείωση με τη γειτονιά και την πόλη, δεν είναι πια τόσο “ξένοι”, ακόμη και όταν το ακανθώδες ζήτημα της νομιμοποίησης παραμένει άλυτο.

“Όλοι, όλοι, όλοι είμαστε αγαπημένοι. Όλοι κοντά είμαστε. […] Γι’ αυτό δεν φεύγουμε κι εμείς. Γιατί μάθαμε εδώ…Έτσι, σαν να είμαι στο δικό μου χωριό τώρα, έτσι το αισθάνομαι εγώ…” (Ράνια, από την Αλβανία).

“Έδωσε αυτό το σπίτι αντιπαροχή και όταν φτιάχτηκε μου λέει θέλεις να έρθεις; […] Τώρα βγαίνουμε, είναι το παράθυρό της απέναντι. Και μες τη νύχτα μπορεί κάτι να χρειαστεί […] Να μαγειρεύω κάτι καλό θα της πάω… […] Θα πάρει αυτή κάτι απ’ έξω που ξέρει ότι αρέσει στην κόρη μου – ξέρει ότι εγώ δεν τα μαγειρεύω – και παίρνει και θα πάρει και για τα παιδιά μου…” (Ελένη, από την Αλβανία).

Η κατοίκηση στην Κυψέλη, όπως και σε άλλες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας σαν αυτές που φαίνονται στην αεροφωτογραφία, παραπέμπει σε εικόνες ένταξης σε ένα ιστορικά διαμορφωμένο αστικό περιβάλλον, που εξακολουθεί να είναι ζωντανό παρ’ όλη τη φθορά του κτιριακού όγκου, και γεμάτο ενδιαφέρουσες κοινωνικές αναμείξεις. Εδώ κύματα καινούργιων κατοίκων, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, βρήκαν πάντοτε τον τρόπο να ενταχθούν, μεταλλάσσοντας την πόλη και τις κοινωνικές σχέσεις.

ΝΤ.Β.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αράπογλου, Β. (2007) “Διαχωρισμός των μεταναστών και στεγαστικές ανισότητες στην Αθήνα: Έκθεση στην ευημερία ή στη στέρηση”, Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Γεωγραφικού Συνεδρίου της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας, Αθήνα, 4-7 Οκτωβρίου 2006.

Βαΐου, Ντ., Βαρουχάκη, Ε., Καλαντίδης, Α., Καραλή, Α., Κεφαλέα, Ρ., Λαφαζάνη, Ο., Λυκογιάννη, Ρ., Μαρνελάκης, Γ., Μονεμβασίτου, Α., Μπαλαφούτα, Ντ., Μπαχαροπούλου, Α., Παπαϊωάννου, Α., Παπασημάκη, Κ., Τούντα, Φ., Φωτίου, Θ., Χατζηβασιλείου, Σ. (2007) Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωρο-κοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, Αθήνα: L-Press.

Μαλούτας, Θ., Εμμανουήλ, Δ., Παντελίδου - Μαλούτα, Μ. (2006) Αθήνα. Κοινωνικές δομές, πρακτικές και αντιλήψεις: Νέες παράμετροι και τάσεις μεταβολής 1980-2000, Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Μπίρης, Κ. (1966/1995) Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα: Μέλισσα.

 

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία