WEB_AERIAL_THES.ANO_POLI

Φωτογραφία Α.Σ., 2008.

Το αστικό τοπίο της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης

Στην αεροφωτογραφία της Άνω Πόλης διακρίνονται ο Πύργος του Τριγωνίου και τα τείχη στο βορειοανατολικό όριο του συνοικισμού. Οι κόκκινες στέγες τελειώνουν δυτικά στην οδό Ολυμπιάδος και μετά αναπτύσσεται το πυκνό δάσος των πολυκατοικιών μέχρι την παραλία. Στο μέσο του κάδρου και προς τη θάλασσα διακρίνεται ο άξονας της Αριστοτέλους και η πλατεία της Ρωμαϊκής Αγοράς. Στο δεξί άνω άκρο της αεροφωτογραφίας το λιμάνι και σε πρώτο πλάνο η συνοικία του Αγίου Παύλου.

Η Άνω Πόλη βρίσκεται στην απότομη πλαγιά που ξεκινά από την οδό Ολυμπιάδος και καταλήγει στην ανατολική πλευρά των τειχών (βλ. Σχήμα 1). Διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 αλλά και από τη ραγδαία ανοικοδόμηση της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τον σεισμό του 1978 παρέμενε εν πολλοίς ως είχε στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο γεγονός αυτό οφείλεται το ενδιαφέρον πολιτών και αρχών για την εξέλιξή της και η πορεία της μέχρι σήμερα.

Η συνοικία αυτή, μουσουλμανική ως επί το πλείστον κατά την Τουρκοκρατία, αποτελούσε ένα συνεκτικό σύνολο αρθρωμένο γύρω από μνημεία παλαιοχριστιανικά, βυζαντινά και οθωμανικά (βλ. Εικόνα 1). Τον συνοικισμό περιέβαλλε πυκνό πράσινο στην αδόμητη ζώνη που υπήρχε από πάντα, προς την εσωτερική πλευρά των τειχών. Η εγκατάσταση προσφύγων μετά το 1922 πρόσθεσε πληθώρα ταπεινών κτισμάτων (βλ. Εικόνα 2), εισάγοντας την αρχιτεκτονική των λιτών μέσων και πυκνώνοντας τον δαιδαλώδη ιστό. Ο σεισμός έφερε στην επιφάνεια τη δυσκολία να εφαρμοστεί το υφιστάμενο ρυμοτομικό σχέδιο του 1931 για την επισκευή των κτιρίων, αλλά και για την ενδεχόμενη ανοικοδόμηση ορισμένων οικοπέδων. Οι κάτοικοι προκάλεσαν τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο θεωρήθηκε ακατάλληλο για το μόνο τμήμα της πόλης που διέσωζε με συνολικό τρόπο χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα.

Το ρυμοτομικό διάταγμα του 1980 και οι όροι δόμησης του 1979, με τα οποία καθοδηγήθηκε η εξέλιξή της μέχρι σήμερα, θεωρήθηκαν προωθημένα εργαλεία για την αντιμετώπιση μιας περιοχής με ιστορική και αρχιτεκτονική αξία και την προστασία της από τον κτιριακό χυλό των πολυκατοικιών "της αντιπαροχής". Ωστόσο, ο νέος ειδικός κανονισμός, ο οποίος μείωσε δραστικά τους συντελεστές δόμησης που ίσχυαν προηγουμένως, ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στην απαίτηση να διασωθεί κάτι από το χαρακτήρα της περιοχής και την επιθυμία να δοθεί στους κατοίκους η δυνατότητα ουσιαστικής εκμετάλλευσης των ιδιοκτησιών τους. Ενώ χύθηκε πολύ μελάνι για τις λεπτομέρειες που θα προσέδιδαν το επιθυμητό ύφος στα νέα κτίρια (σχήμα, μέγεθος παραθύρων, υλικά όπως ξύλο κ.τ.λ.) δεν έγινε εν τέλει αντιληπτό ότι το αστικό τοπίο που θα προέκυπτε ήταν ασύμβατο με τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά της Άνω Πόλης. Ακόμη, επιλέχθηκαν προς διατήρηση μόνο 48 κτίρια (βλ. Εικόνα 3), έναντι τουλάχιστον 300. Τέλος, δύο διαμπερείς αρτηρίες θα "διανοίγονταν", κατά τις τότε αποδεκτές απόψεις σε θέματα κυκλοφορίας. Η υλοποίηση της μίας ευτυχώς ματαιώθηκε, ενώ  η άλλη (η σημερινή οδός Ολυμπιάδος) ανοικοδομήθηκε με πολυώροφες οικοδομές, όπως στο υπόλοιπο κέντρο, ολοκληρώνοντας έτσι τον περιορισμό του τμήματος που αποκαλείται Άνω Πόλη στα σημερινά 58 εκτάρια.

Η ανοικοδόμηση σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος μετέβαλε τα βασικά στοιχεία του αστικού τοπίου, όπως την αναλογία όγκων και ελεύθερων χώρων ή τη σχέση τους με το δρόμο, και αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της περιοχής. Εισήγαγε πάντως μιαν ομοιογένεια ύφους νέου τύπου, με τα “νεοπαραδοσιακά” κτίρια. Ακόμη, καθώς οι κατασκευές της πρώτης δεκαετίας ήταν ως επί το πλείστον οικογενειακές, ο τύπος της μονοκατοικίας συντήρησε ένα ιδιαίτερο κλίμα στους δρόμους και τις γειτονιές, αποτέλεσμα και της σχέσης του κτιρίου με τον ελεύθερο χώρο και τον δρόμο (βλ. Εικόνα 4). Μετά την κατάργηση της δανειοδότησης από την κυβέρνηση του 1989, οι κάτοικοι στράφηκαν προς την αντιπαροχή. Οι νέες εργολαβικές πολυκατοικίες με στέγη διεκδικούν πρωτεία εφευρετικότητας ως προς την ερμηνεία του κανονισμού σε σχέση με τα επιτρεπόμενα οικοδομήσιμα μέτρα (βλ. Σχήμα 2 και Εικόνες 5 & 6), αλλά και το περιεχόμενο του όρου “νεοπαραδοσιακό” (βλ. Εικόνα 7). Η Άνω Πόλη κατακλύζεται αυτή τη στιγμή από οικοδομές υπό ανέγερση, οι οποίες, κατά παράδοξο τρόπο αφού και οι νέοι συντελεστές δόμησης μειώθηκαν το 1999, γίνονται διαρκώς ογκωδέστερες. Σήμερα υπολογίζεται ότι οι κάτοικοι έχουν ξεπεράσει τους 20.000, πράγμα που δίνει μικτή πυκνότητα της τάξεως των 400 κατοίκων στο εκτάριο, αριθμό πολύ υψηλό για αστική περιοχή που διαθέτει ένα μόλις επαρκές δίκτυο δρόμων και σχεδόν καθόλου ελεύθερους χώρους.

Σε πολλά σημεία της Άνω Πόλης ο χώρος μοιάζει σαν να πρόκειται να διαρραγεί. Οι όποιες ποιότητες επιβιώνουν, ανιχνεύονται πλέον σε οικιστικούς θύλακες, ποιότητες πολεοδομικές, αρχιτεκτονικές και κοινωνικές: πρόκειται για μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία με εμφανή τα ίχνη της ιστορίας στο αστικό τοπίο, εγκατάσταση αποκλειστικά κατοικιών σε πολυσήμαντο αστικό περιβάλλον, πολεοδομική διάταξη εξαιρετική για την αποθάρρυνση της κυκλοφορίας και κατά τόπους σύνολα κτιρίων με ενδιαφέρον, νέων ή παλαιών. Δεν πρέπει να αγνοήσει κανείς και τη διάρκεια παραμονής του αυτόχθονος πληθυσμού (ο οποίος, βέβαια, τείνει να υπερκεραστεί από τους νεοφερμένους), σε μια χώρα όπου η μεταπολεμική ανοικοδόμηση έχει επιφέρει σε όλα τα αστικά κέντρα ρήξεις και ανακατατάξεις. Η Άνω Πόλη βρίσκεται και πάλι σε σημείο καμπής.

Κ.Κ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αναστασιάδης, A. (1989) Θεσσαλονίκη: Άνω Πόλη - Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη: Μέλισσα.

Καλογήρου, Ν., Χαστάογλου, Β. (1992) "Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης: προθέσεις και αποτελέσματα μιας πολεοδομικής επέμβασης", Θέματα Χώρου και Τεχνών, 23: 51-56.

Μαυρομάτης, Μ. (1997) "Άνω Πόλη 1978-1997", Μουτσόπουλος, Ν. (επιμ.) Η Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης (1978-1997). Η αναβίωση ενός υποβαθμισμένου οικισμού, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.

Νικονάνος, Ν., Παπαχατζής, Ν. (1982) Τα μνημεία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μόλχο.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία