WEB_AERIAL_GKIONA

    Φωτογραφία: αρχείο Ορειβατικού Συλλόγου Άμφισσας, παραχώρηση του Ηλ. Γάτου.

Τα επιφανειακά μεταλλεία Γκιώνας

Το μεταλλείο βωξίτη που φαίνεται στην αεροφωτογραφία είναι στη θέση “Μαντρί Τσακνή” στη Γραβιά της Φωκίδας, δυτικά της οδού Πάτρας – Λαμίας. Είναι ιδιοκτησίας της εταιρείας S&B και δεν είναι άμεσα ορατό από τον βασικό οδικό άξονα. Πρόκειται για αρχικά επιφανειακή εκμετάλλευση, που εξελίχθηκε σε υπόγεια. Στο αριστερό κάτω άκρο της φωτογραφίας εμφανίζονται οι τρεις στοές από τις οποίες γίνεται η εκμετάλλευση. Μπροστά τους είναι διαμορφωμένες πλατείες φόρτωσης. Οι αποθέσεις (σε γκρίζα απόχρωση) στο αριστερό τμήμα της φωτογραφίας είναι στείρα υλικά (ασβεστόλιθοι) που έχουν παραχθεί κατά την εκμετάλλευση.

Στο νομό Φωκίδας εντοπίζονται τα πλουσιότερα κοιτάσματα βωξίτη της χώρας. Η εκμετάλλευσή τους δρομολογήθηκε το 1935 και εντατικοποιήθηκε στη δεκαετία 1950, φτάνοντας στην ακμή της τη δεκαετία 1970-1980. Τα βωξιτικά κοιτάσματα αναπτύσσονται στη γεωτεκτονική ζώνη Οίτης – Γκιώνας - Παρνασσού - Ελικώνα - Κιθαιρώνα, η οποία εκτείνεται σε τρεις γειτονικούς νομούς (Φωκίδας, Βοιωτίας και Φθιώτιδας). Είναι μικρού έως μεσαίου μεγέθους και παρουσιάζουν μεγάλη γεωγραφική διασπορά. Μόνο στη Φωκίδα έχουν εντοπιστεί 800 διαφορετικές εμφανίσεις με βέβαια αποθέματα της τάξης των 140 εκατομμυρίων τόνων. Η ανάπτυξή τους κοντά στην επιφάνεια του εδάφους επέτρεψε αρχικά μια κατά κανόνα υπαίθρια εξόρυξη. Τα τελευταία χρόνια έχει εντατικοποιηθεί η υπόγεια παραγωγή για διάφορους λόγους: εξάντληση επιφανειακών κοιτασμάτων, περιβαλλοντική προστασία, αποφυγή αντιδράσεων, βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού.

Η γεωγραφική διασπορά προκάλεσε και μεγάλη επέκταση των μεταλλευτικών παραχωρήσεων, οι οποίες καταλαμβάνουν έκταση περίπου 95.000 εκτ., μια επιφάνεια που αντιστοιχεί στο 45% της συνολικής έκτασης του νομού Φωκίδας (Σχήμα 1). Οι παραχωρήσεις αυτές ανήκουν σήμερα σε τρεις εταιρείες: S&B, “Δελφοί–Δίστομο” και ΕΛΜΙΝ. Στην πρώτη εταιρεία ανήκουν οι πρώην “Βωξίτες Παρνασσού” του ομίλου Ηλιόπουλου, η δεύτερη ανήκει στον Όμιλο Μυτιληναίου (πρώην Pechiney) και η τρίτη κατέχει τις εγκαταστάσεις και τα μεταλλευτικά δικαιώματα του πρώην συγκροτήματος Σκαλιστήρη. Όλες διαθέτουν μεταλλουργικά συγκροτήματα, αλλά μόνο η Pechiney παρήγε τελικό προϊόν (αλουμίνα-αλουμίνιο). Η παραγωγή των μεταλλείων της “Δελφοί–Δίστομο” τροφοδοτούσε αποκλειστικά το εργοστάσιο της Αντίκυρας, στο νομό Βοιωτίας. Οι δύο άλλες εταιρείες εξήγαν το εμπλουτισμένο μετάλλευμα κυρίως στις πρώην ανατολικές χώρες (Ρουμανία, Ρωσία).

Τα οικονομικά προβλήματα αυτών των χωρών στην αρχή της δεκαετίας 1980 προκάλεσαν σοβαρές δυσχέρειες στις ελληνικές μεταλλευτικές εταιρείες, για τις οποίες η ίδρυση μιας εθνικής μεταλλουργικής μονάδας εμφανιζόταν ως η μόνη λύση για την επιβίωσή τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ελληνικός βωξίτης είναι ειδικού τύπου, η κατεργασία του απαιτεί ειδικές εγκαταστάσεις, και η πλειονότητα των μεταλλουργιών των δυτικών χωρών αδυνατούσαν να τον επεξεργαστούν. Έτσι στα μέσα της δεκαετίας 1980 έφτασε στο σημείο της υλοποίησης το παλαιό σχέδιο της εθνικής βιομηχανίας αλουμίνας με τη σοβιετική συνδρομή (joint venture). Αλλά το σχέδιο εγκατάσταση της μονάδας κοντά στους Δελφούς -καθώς η προτεινόμενη θέση βρισκόταν δυτικά της Ιτέας-  προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και διεθνώς. Κάτω από αυτές τις πιέσεις, η Κυβέρνηση αποφάσισε τη μετακίνηση της επένδυσης στο νομό Βοιωτίας, στην περιοχή της Θίσβης.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων της Φωκίδας που για λόγους αύξησης της απασχόλησης επιθυμούσαν τη χωροθέτηση της μονάδας στην περιοχή τους. Την περίοδο εκείνη ο νομός αντιμετώπιζε μια πολύπλευρη οικονομική κρίση, λόγω της ύφεσης και στους τρεις βασικούς παραγωγικούς τομείς του: γεωργία, τουρισμός, εξορυκτική βιομηχανία. Ειδικά η τελευταία αποτελούσε τον μοχλό της τοπικής οικονομίας, απασχολώντας άμεσα 8,6% του ενεργού πληθυσμού το 1981. Επίσης η εξορυκτική δραστηριότητα συνέβαλε στη μεγέθυνση και άλλων τομέων, και μάλιστα όχι μόνο του εμπορίου, των οικοδομών και των μεταφορών (φορτηγά αυτοκίνητα), αλλά και της γεωργίας και του τουρισμού. Ειδικότερα, ο κύριος όγκος της παραγωγής ελαιών Αμφίσσης κατευθυνόταν στις ίδιες αγορές με το βωξίτη, πιθανότατα στο πλαίσιο συμφωνιών κλήρινγκ (clearing). Επίσης, οι γάλλοι μηχανικοί της Pechiney λειτούργησαν ως καταλύτης για τον τουρισμό της περιοχής και ιδιαίτερα τον ορεινό, δεδομένου ότι σε αυτούς οφείλεται η δημιουργία του χιονοδρομικού κέντρου Παρνασσού.

Αν και η εξορυκτική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο στις πλαγιές της Γκιώνας, η μεγάλη επιφανειακή επέκταση των εκμεταλλεύσεων φάνηκε να απειλεί επικίνδυνα το Δελφικό τοπίο κατά τη δεκαετία του 1980. Η απογύμνωση εκτεταμένων δασικών περιοχών προκάλεσε την ανησυχία δημόσιων φορέων και ιδιωτών που ενδιαφερόντουσαν για τη διατήρηση του τοπίου αυτού, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο τα δάση του Παρνασσού, αλλά και την πεδιάδα της Άμφισσας μέχρι τον Κορινθιακό (βλ. Εικόνα 1). Οι εκμεταλλεύσεις στην πεδιάδα ήταν μόνο τρεις, αλλά στην παραλία της Ιτέας βρίσκονται εργοστασιακές και λιμενικές εγκαταστάσεις της εταιρείας “Βωξίτες Παρνασσού” (βλ. Εικόνες 2 και 3), καθώς και παλαιά λιμενική εγκατάσταση που είχε περιέλθει στην ΕΛΜΙΝ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι λιμενικές εγκαταστάσεις είναι κρίσιμης σημασίας για τη μεταφορά του βωξίτη αφού, λόγω του εξαιρετικά υψηλού ειδικού βάρους του μεταλλεύματος, η επίγεια μεταφορά δεν είναι πρόσφορη.

Με στόχο την προστασία του τοπίου, το 1981 το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος (Ε.Σ.Χ.Π) κήρυξε το Δελφικό Τοπίο ως περιοχή προστασίας. Στη συνέχεια (1985), το Υ.Χ.Ο.Π. θεσμοθέτησε γι’ αυτό το σκοπό Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε), η οποία έθετε αυστηρούς περιορισμούς στις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης στην πεδιάδα της Άμφισσας. Τέλος, το 1991 το ΥΠΠΟ κήρυξε ως ζώνη υψηλής προστασίας (Α) ένα μεγάλο τμήμα αυτής της Ζ.Ο.Ε. (βλ. Σχήμα 1). Γενικά, οι περιοχές εκμετάλλευσης του βωξίτη σε Παρνασσό – Γκιώνα – Οίτη είναι από τις πλέον καλυμμένες με διαφορετικά καθεστώτα προστασίας περιοχές (Εθνικοί Δρυμοί, περιοχές δικτύου ΦΥΣΗ 2000, καταφύγια θηραμάτων, ζώνη προστασίας του αγωγού του Μόρνου κλπ). Στο πλαίσιο αυτό, η εξορυκτική δραστηριότητα υφίσταται σημαντικούς περιορισμούς. Οι εταιρείες στρέφονται στην υπόγεια εκμετάλλευση και εκτελούν εκτεταμένα έργα επιφανειακής αποκατάστασης, χωρίς αυτό να μειώνει τις αντιδράσεις ατόμων και ομάδων που αντιτάσσονται στη δραστηριότητα. Ειδικά η εταιρεία S&B έχει αναπτύξει σημαντική τεχνογνωσία στον τομέα των αποκαταστάσεων και έχει προβεί σε εκτεταμένα έργα αποκατάστασης. Στην Εικόνα 4 εμφανίζεται το εξαιρετικά αποκατεστημένο μεταλλείο της Κλεισούρας, το οποίο γειτνιάζει με εκείνο της αεροφωτογραφίας.

Αντίθετα με την πρόοδο στην αποκατάσταση του φυσικού τοπίου, στην πόλη της Άμφισσας είναι εμφανή τα σημάδια της οικονομικής κάμψης. Η πόλη γνώρισε περιόδους μεγάλης οικονομικής άνθησης που αντικατοπτρίζονται στο οικιστικό της περιβάλλον (Εικόνα 5), αλλά σήμερα έχει απολέσει τον ρόλο της ως οικονομική πρωτεύουσα του νομού, με την Ιτέα να την ανταγωνίζεται έντονα.

Λ.Κ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΕΜΠ, S&B (2008) Μελέτη διερεύνησης των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων της εξορυκτικής δραστηριότητας στο νομό Φωκίδας, Αθήνα.

Καραγεωργόπουλος, Π. (1961) Περιγραφή της οικονομίας της επαρχίας Παρνασσίδος, Αθήνα.

Karka, H. (1995) Ιndustrie minière et développement touristique sur le littoral  de la Grèce (Chalcidique - Milos), Thèse de Doctorat, Université Paris I Panthéon – Sorbonne, Paris.

Λάϊος, Π. (2004) Διερεύνηση των δυνατοτήτων πολεοδομικής και αισθητικής αναβάθμισης των εγκαταστάσεων της S&B - Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε. στην Ιτέα Φωκίδας, Διπλωματική εργασία, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος.

Le Monde “Delphes au péril des fumées”, 2/6/1986.

Μαλίσσος, Κ. (1981) Οικονομική ανάπτυξη και Φωκίδα, Αθήνα: Gutenberg.

Μπάτσης, Δ. (1947) Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα, Αθήνα: Τα νέα βιβλία.

OCDE (1983) “Politiques de l’ environnement en Grèce”, Paris, pp.104-105.

Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (1979) Ο Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος, Αθήνα: Σ.Μ.Ε.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία