WEB_AERIAL_PERAMA

Φωτογραφία Ν.Δ., 2002.

WEB_MAP_MEGALOPOLI

Ναυπηγοεπισκευαστικές λειτουργίες στο Πέραμα

Στην αεροφωτογραφία εντυπωσιάζει η πυκνή δόμηση των πολυκατοικιών, που αντικατέστησαν τα αυθαίρετα, από το όρος Αιγάλεω μέχρι τη θάλασσα, χωρίς ίχνος πρασίνου. Ο άξονας της λεωφόρου Δημοκρατίας διαχωρίζει την περιοχή κατοικίας από τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, η οποία αναπτύσσεται άτακτα σε όλο το μήκος της ακτογραμμής. Στο βάθος η Σαλαμίνα και ο Ναύσταθμος, δεξιά, πίσω από τον “θρόνο του Ξέρξη”, ο κόλπος της Ελευσίνας και στον ορίζοντα τα Γεράνεια Όρη.

Το Πέραμα είναι η ακραία, μικρότερη σε έκταση, και τελευταία χρονολογικά “προσφυγική” πόλη του Πειραιά. Η απογραφή το 1920 κατέγραψε 22 κατοίκους, το 1928 338 και το 1940 1.462, ενώ το 2001 είχε 25.300 κατοίκους. Αναπτύσσεται σε μια μακρόστενη ζώνη από σχιστόλιθους με έντονες κλίσεις προς τη θάλασσα (κατάληξη του όρους Αιγάλεω) και νοτιοδυτικό προσανατολισμό. Από το 1911 αρχίζει η σταδιακή μετεγκατάσταση των ναυπηγείων που λειτουργούσαν στον Πειραιά (από τον όρμο Αγ. Γεωργίου), τάση που οριστικοποιείται το 1927 με απόφαση του Λιμενικού Ταμείου, δημιουργώντας τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη (ΝΕΖ). Το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό είχε προηγηθεί, με την εγκατάσταση προσφύγων καραβομαραγκών το 1922 και την ενίσχυσή τους αργότερα με Κυκλαδίτες και Δωδεκανήσιους. Το 1939, η δυτική πλευρά της παραλιακής περιοχής ήταν τόπος εξοχής, με πεύκα και αμμουδιές, και εκδρομής με το τραμ (βλ. Εικόνα 1) για όλο τον Πειραιά. Σήμερα το θαλάσσιο μέτωπο είναι κλειστό από τη ΝΕΖ, ενώ όλη η πόλη είναι “αποκομμένη” από τον Πειραιά από τις δεξαμενές πετρελαίου, τα “καζάνια”.

Στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Πέραμα αναπτύσσεται μια ιδιάζουσα γεωγραφική συγκέντρωση βαριάς βιομηχανίας: η γειτονική Ελευσίνα με δυο μεγάλα ναυπηγεία και πολλές άλλες βιομηχανίες, ο μεγαλύτερος σταθμός εμπορευματοκιβωτίων της Ανατολικής Μεσογείου, ένας από τους σημαντικότερους αποθηκευτικούς χώρους πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, ο πρώτος ναύσταθμος της χώρας και ο σταθμός επεξεργασίας αστικών λυμάτων στην Ψυττάλεια.

Όλη η περιοχή του Περάματος ήταν ιδιοκτησία της Εκκλησίας (Ο.Δ.Ε.Π.), από την οποία το κράτος αγόρασε τις πρώτες εκτάσεις για την αυτοεγκατάσταση των προσφύγων και των ναυπηγείων. Το Πέραμα έχει από το 1922 μέχρι τις μέρες μας μια συνεχή ιστορία αυθαίρετων κατασκευών και καταπατήσεων που γνώρισαν έξαρση τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, παράλληλα με κινητοποιήσεις κατοίκων (βλ. Εικόνες 2, 3 και 4). Η σχέση των αυθαίρετων κατοικιών με τη λειτουργία της ΝΕΖ είναι σημαντική. Το Πέραμα την περίοδο 1961-1981 είχε το υψηλότερο ποσοστό στην Ελλάδα μισθωτών εργατών και τεχνιτών στον ενεργό πληθυσμό (81,3%), ενώ το 68,1% του ενεργού πληθυσμού κατοικούσε και εργαζόταν εντός των ορίων του δήμου. Το χαμηλό κόστος κατασκευής των αυθαιρέτων και η εγγύτητα προς τη ΝΕΖ συμμετείχαν έμμεσα στον περιορισμό του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και, μέσω αυτού, στους χαμηλούς μισθούς που ίσχυαν στη ΝΕΖ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Η πυκνή οικιστική οργάνωση είναι διακριτή στην αεροφωτογραφία και στο χάρτη (βλ. Σχήμα 1) και ορίζεται σε  τρεις ζώνες: το θαλάσσιο μέτωπο όπου αναπτύσσεται η ΝΕΖ (βλ. Εικόνα 5) σε μικρό βάθος (70-200 μ.) μέχρι τη λεωφ. Δημοκρατίας απ' όπου περνούσε παλιά το τραμ, η μεσαία ζώνη του “νόμιμου” Περάματος (βλ. Εικόνα 6) σε άμεση γειτνίαση με τη ΝΕΖ και στη συνέχεια η ορεινή ζώνη των αυθαιρέτων, σε μεγάλο βαθμό σήμερα νομιμοποιημένη. Το 1974 αριθμούσε περίπου 1.000 αυθαίρετες κατοικίες με 3.000 κατοίκους, ενώ προς τον Πειραιά η πόλη σταματούσε στα “καζάνια”, τις δεξαμενές πετρελαίου, μια μόνιμη απειλή για την πόλη (βλ. Εικόνα 7).

Οι ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες του Περάματος γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη μετά την ίδρυση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά το 1958 από τον Στ. Νιάρχο. Λειτούργησαν συγχρόνως συμπληρωματικά ως υπεργολάβοι των μεγάλων ναυπηγείων και αυτόνομα ως επισκευαστές, μετατροπείς και διαλυτές εμπορικών και επιβατικών πλοίων. Το 1972 λειτουργούσαν εντός των ορίων του δήμου 310 μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μέση ετήσια απασχόληση 22,5 άτομα/επιχείρηση, είχαν δηλαδή “μεγάλο” μέγεθος σε σχέση με την υπόλοιπη βιομηχανία.

Οι μονάδες της ΝΕΖ, μαζί με άλλες που είναι χωροθετημένες σε Δραπετσώνα, Σαλαμίνα και Πειραιά, συγκροτούν ένα εν δυνάμει βιομηχανικό cluster βασισμένο στη γεωγραφική γειτνίαση και στις ενδο-κλαδικές διασυνδέσεις. Οι διασυνδέσεις αυτές παίρνουν διάφορες μορφές, από τις απλές προμήθειες μέχρι συνεργασίες για κοινή χρήση υποδομών, κοινοπραξίες και υπεργολαβίες εργασίας και προϊόντων. Δημιουργούνται έτσι τοπικές εξωτερικές οικονομίες κλίμακας και προοπτικής μέσω ευέλικτων και άμεσων προσαρμογών των μονάδων στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Η οργάνωση αυτή είναι ιδιαίτερα αποδοτική για τις επιχειρήσεις και τον κλάδο, έχει όμως σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις, τοπικές, κοινωνικές (κακές συνθήκες εργασίας, συχνά εργατικά ατυχήματα) και περιβαλλοντικές (ρύπανση ακτών και θάλασσας).

Οι μονάδες της ΝΕΖ είναι οργανωμένες με μια ιεραρχία που βασίζεται στο μέγεθος (απασχόληση, κύκλος εργασιών, εγκαταστάσεις) και στην επιμέρους ειδίκευση κάθε μονάδας. Το 1983-'85, περίοδο ανάπτυξης της ΝΕΖ, η σύνθεση του βιομηχανικού cluster με συνολική απασχόληση της τάξεως των 12.000 ατόμων είχε ως εξής:

(Α) 7 μεσαίες ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες με απασχόληση περίπου 2.500 άτομα

(Β) 34-40 μικρά ναυπηγεία (όλα στη ζώνη των 1.200 μ. του Περάματος που φαίνεται στο χάρτη) που δούλευαν ως συνεργάτες ή υπεργολάβοι των “μεγάλων”, αλλά και με ανεξάρτητες εργασίες για μικρά σκάφη, με απασχόληση 900-1.200 άτομα

(Γ) 7 διαλυτήρια πλοίων με απασχόληση 150-180 άτομα, και

(Δ) 500 περίπου μονάδες μηχανουργείων, σωληνουργείων, χυτηρίων και γενικών επισκευών στην ευρύτερη περιοχή (με απασχόληση 5.000 –7.000 άτομα), οι οποίες δεν είχαν ανάγκη άμεσης πρόσβασης στη θάλασσα. Στις ειδικευμένες αυτές μονάδες, οι σχετικές με τα ναυπηγεία δραστηριότητες κάλυπταν κατά μέσο όρο το 65% του κύκλου εργασιών τους.

Το 2006 η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού και της κρίσης στη ναυτιλία: σε λειτουργία βρίσκονταν 3 μεσαίες ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες, 25 μικρά ναυπηγεία, κανένα διαλυτήριο πλοίων και  περίπου 350 μονάδες μηχανουργείων. Η συνολική απασχόληση σε όλο το cluster δεν ξεπερνούσε τα 6.500-7.500 άτομα, ενώ η τοπική ανδρική ανεργία στο Πέραμα ήταν 38% (βλ. Εικόνα 8). Παρ’ όλα αυτά, η ΝΕΖ (όπως και το Νεώριο της Ερμούπολης) δεν αντιμετωπίζουν (ακόμη;) την κρίση των άλλων ελληνικών ναυπηγείων. Την περίοδο 1996-2006 επισκευάζονταν κατά μέσο όρο 780 πλοία το χρόνο με ετήσιο τζίρο περίπου 250 δισ. δραχμές.

Η επιβίωση της ΝΕΖ σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές πλαίσιο οφείλεται σε τέσσερις κυρίως παράγοντες: (α) στη μεγάλη ειδίκευση του προσωπικού και στην ποιότητα του παρεχόμενου έργου, (β) στην καλή γνώση της ελληνικής και μεσογειακής αγοράς, η οποία προϋποθέτει ευελιξία προσαρμογής στις απαιτήσεις του πελάτη, (γ) στην πολύ μικρή χρονική διάρκεια των επισκευών, (δ) στο σχετικά ανταγωνιστικό κοστολόγιο επισκευών, όπου το κόστος εργασίας διατηρείται χαμηλό με την εκτεταμένη χρήση ξένων εργατών.

Από το Σχήμα 2 φαίνεται ότι οι τρεις πρώτοι παράγοντες είναι και οι σπουδαιότεροι για την επιβίωση της ΝΕΖ. Προϋποθέτουν, όμως, εκσυγχρονισμό των μονάδων και διευθέτηση του πολύ μικρού διαθέσιμου χώρου για τις επισκευές. Συναντούν, ωστόσο, τις αντιδράσεις του Ο.Λ.Π., ιδιοκτήτη κατά 50% της παραλιακής ζώνης, και του χρονικού ορίζοντα του 2033: μέχρι τότε η ΝΕΖ θα πρέπει να έχει μεταφερθεί αλλού, με αμφίβολες προοπτικές ως προς τη βιωσιμότητά της.

Κ.Χ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αναπτυξιακή Δήμων Πειραιά (1998) Τοπικό αναπτυξιακό πρόγραμμα Δήμου Περάματος, Αθήνα (πολυγραφημένο).

Βρυχέα, Α. (2000) Αρχείο “φτωχής” κατοικίας και “φτωχών” κατοικημένων οικιστικών συνόλων, Αθήνα: ΕΜΠ.

ΤΕΕ (1995) Η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία (Β’ μέρος – Η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος), Αθήνα (πολυγραφημένο).

ΥΠΕΧΩΔΕ (1999) Μελέτη Πολεοδομικού Σχεδίου Αττικής / Δήμος Περάματος, Αθήνα.

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία