Nero_WEB_AERIAL_01

                                                                                                                                         Το δίκτυο μεταφοράς του “Νερού της Αθήνας” (σχεδιασμός του συγγραφέα, 2009).

1. Εισαγωγή

Η Αθήνα αποτελεί μια τυπική περίπτωση μεγάλης αστικής περιοχής στην οποία η διαχείριση των υδατικών πόρων πέρασε από διάφορα στάδια που είχαν άμεση εξάρτηση από την αύξηση του πληθυσμού, την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης σε νερό και τις πολιτικές κατασκευής μεγάλων έργων. Αυτό που διαφοροποιεί την Αθήνα είναι το ιστορικό βάθος των προσπαθειών υδροδότησης οι οποίες ξεκινούν από τους προϊστορικούς χρόνους.

Η σύγχρονη αστικοποίηση της Αττικής, με υψηλούς ρυθμούς τον 20ό αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα να ξεπεραστεί η περίοδος κατά την οποία το νερό επαρκούσε έστω και οριακά για τους κατοίκους της. Εκτιμάται ότι οι απαιτήσεις σε νερό έχουν κατά μέσο όρο δεκαπλασιαστεί κατά τον 20ό αιώνα, γεγονός που σημαίνει ότι η αύξηση της ζήτησης σε νερό είναι κατά μέσο όρο τρεις φορές πιο γρήγορη από την αύξηση του πληθυσμού. Η ετήσια κατανάλωση νερού στην Αττική το 1950 ήταν 25 εκατ. κ.μ. ενώ το 1990 έφτασε τα 400 εκατ. κ.μ. Άρχισε λοιπόν μια απεγνωσμένη αναζήτηση πηγών παροχής νερού από πολύ μακρινές περιοχές και η κατασκευή μεγάλων έργων, με σκοπό την ενίσχυση της υδροδότησης, αγνοώντας όμως τις επιπτώσεις που θα προκαλούσε η επέμβαση αυτή στον κύκλο του νερού και στο φυσικό περιβάλλον αυτών των μακρινών περιοχών. Ένα βασικό γεωγραφικό και κλιματολογικό πρόβλημα της Αττικής είναι το χαμηλό ύψος βροχής. Τα υδατικά διαμερίσματα της Αττικής και των Κυκλάδων χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλά ύψη βροχής και σχετικά υψηλές ετήσιες θερμοκρασίες με αποτέλεσμα να αποτελούν τις πιο άνυδρες περιοχές της χώρας. Συγκεκριμένα, στο υδατικό διαμέρισμα της Αττικής, που έχει συνολική έκταση 3.207 τ.χλμ., εκτιμάται ότι η μέση ετήσια βροχόπτωση ανέρχεται στα 400 χιλιοστά, ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 16 και 18 βαθμών Κελσίου.

Ο μεγαλύτερος όγκος των βροχοπτώσεων παρατηρείται στο δυτικό τμήμα της χώρας όπου τα διαθέσιμα υδατικά αποθέματα είναι επαρκή ενώ αντίθετα σε ορισμένες περιοχές, στα ανατολικά κυρίως της χώρας, το ύψος βροχής είναι αρκετά χαμηλό και το διαθέσιμο νερό δεν καλύπτει τις κατά τόπους ανάγκες (βλ. Σχήμα 1). Στην Ελλάδα η διαχείριση του νερού σε κρατικό επίπεδο εμφανίζει κυρίως προβλήματα ποσότητας παρά ποιότητας. Κατά μέσο όρο, σε εθνικό επίπεδο, είναι διαθέσιμα για κατανάλωση πάνω από 5.000 κ.μ. νερού ετησίως ανά άτομο, μια από τις μεγαλύτερες διαθέσιμες κατά κεφαλή ποσότητες μεταξύ των χωρών της Μεσογείου. Συνεπώς θεωρητικά η χώρα διαθέτει αρκετό νερό για την κάλυψη τόσο των αναγκών του πληθυσμού της όσο και των παραδοσιακών χρήσεων νερού (άρδευση, βιομηχανία, ενέργεια). Αν και το υδατικό δυναμικό επαρκεί για το σύνολο των κατοίκων της χώρας, η κατανομή της βροχόπτωσης και των υδατικών αποθεμάτων είναι ανομοιόμορφη τόσο χωρικά όσο και χρονικά και δεν ακολουθεί τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού που συγκεντρώνεται κατά μήκος του άξονα Πάτρα-Κόρινθος-Αθήνα-Λάρισα-Βέροια-Θεσσαλονίκη-Καβάλα.

Ε.Κ.



2. Η ύδρευση από την αρχαιότητα ως το 1924

3. Από το Μαραθώνα στην Υλίκη

4. Από το Μόρνο στον Εύηνο

5. Η κατανάλωση, η μεταφορά, η επεξεργασία και η διανομή νερού στην Αθήνα

6. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την κατασκευή των φραγμάτων στον Μόρνο και τον Εύηνο

7. Διαχείριση υδατικών πόρων, κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη

pdf-icon Το τοπίο στη λογοτεχνία