WEB_AERIAL_NERO_EYHNOS_06

                                                                                                                                                                                                                                    Φωτογραφία Π.Μ., 2008.

6. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την κατασκευή των φραγμάτων στον Μόρνο και τον Εύηνο

Στην αεροφωτογραφία, από νότια, το δέλτα και οι αλουβιακές αποθέσεις του Εύηνου ποταμού. Διακρίνονται τα κανονικά γεωμετρικά μωσαϊκά με τα αυλάκια αποστράγγισης. Αριστερά η λιμνοθάλασσα της Κλείσοβας και στον ορίζοντα οι ορεινοί όγκοι του Αράκυνθου.

Η επέμβαση στο υδρολογικό ισοζύγιο μιας λεκάνης απορροής, που προκαλείται από την κατασκευή ενός φράγματος, έχει αρνητικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα και τη λειτουργία των φυσικών διεργασιών και ως εκ τούτων στο τοπίο. Αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις δεν ελήφθησαν υπόψη από τους διαχειριστές του νερού της Αθήνας και θεωρήθηκαν δευτερεύουσας σημασίας αφού θα αφορούσαν σαφώς μικρότερο αριθμό ανθρώπων ενώ από την άλλη θα καλύπτονταν οι ανάγκες μεγάλου αριθμού κατοίκων της πρωτεύουσας.

Στο Σχήμα 1 απεικονίζονται τα πληθυσμιακά στοιχεία της Αττικής καθώς και των περιοχών των υδρολογικών λεκανών των ποταμών Μόρνου και Εύηνου απ’ όπου μεταφέρεται το νερό. Τα στοιχεία για τις τρεις περιοχές προέρχονται από τις απογραφές πληθυσμού της ΕΣΥΕ από το 1961 έως το 2001. Τα πληθυσμιακά δεδομένα των λεκανών απορροής του Μόρνου και του Εύηνου αφορούν τις κοινότητες των οποίων οι εκτάσεις βρίσκονται από τη θέση των φραγμάτων έως τις εκβολές των ποταμών. Πρόκειται για συνολικά 39 κοινότητες στην υδρολογική λεκάνη του Εύηνου και 35 στην λεκάνη του Μόρνου. Οι κοινότητες αυτές θεωρείται ότι υφίστανται άμεσα τις επιπτώσεις από τη μείωση της επιφανειακής απορροής των ποταμών μετά τη λειτουργία των φραγμάτων. Γίνεται σαφές ότι οι κάτοικοι των περιοχών που κατοικούν κατάντη των φραγμάτων αριθμητικά αντιστοιχούν μόλις στο 1,2% του συνόλου των ευεργετημένων Αθηναίων πολιτών. Η σύγκριση μεταξύ των πληθυσμών των κοινοτήτων αυτών και της Αττικής δικαιολογεί την ευκολία με την οποία ελήφθη η απόφαση τα υδατικά αποθέματα των ποταμών αυτών της δυτικής Ελλάδας να μεταφερθούν από τόσο μακριά στην Αττική. Οι κοινότητες είναι σταθερές πληθυσμιακά γεγονός το οποίο δείχνει ότι σε ότι αφορά τον αριθμό των κατοίκων η μείωση της επιφανειακής απορροής δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις.

Οι επιπτώσεις της λειτουργίας των φραγμάτων στις φυσικές διεργασίες είναι άμεσες και αφορούν τόσο τη φυσική ροή του νερού όσο και τη μεταφορά των φερτών υλών των ποταμών. Στην περίπτωση φραγμάτων η κατασκευή των οποίων έχει σκοπό την παραγωγή ενέργειας, η υδάτινη παροχή θα φθάσει στις εκβολές του ποταμού, έστω και ετεροχρονισμένα. Όταν όμως σκοπός της λειτουργίας τους είναι η υδροδότηση το νερό συλλέγεται και απομακρύνεται οπότε παρατηρείται μείωση της παροχής από το φράγμα μέχρι τις εκβολές. Αρκετές από τις επιπτώσεις στις παραποτάμιες περιοχές από την μείωση της επιφανειακής απορροής των ποταμών κατάντη των φραγμάτων θα φανούν μακροπρόθεσμα και ίσως δεν είναι άμεσα και εύκολα αντιληπτές.

Η εκτίμηση των παραμέτρων του υδρολογικού ισοζυγίου για τη λεκάνη απορροής του Εύηνου ποταμού έδειξε ότι η συνολική μέση ποσότητα νερού που δέχεται η περιοχή με τη μορφή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων είναι 1.414.250.000 κ.μ. ετησίως. Από το νερό αυτό μια αρκετά μεγάλη ποσότητα που ανέρχεται σε 659.324.000 κ.μ. χάνεται λόγω του φαινομένου της εξατμισιδιαπνοής ενώ μια ποσότητα 324.878.480 κ.μ. κατεισδύει μέσω των διαπερατών γεωλογικών σχηματισμών που καταλαμβάνουν τη λεκάνη και ενισχύει του υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Συνεπώς η τελική ποσότητα νερού που απομένει να ρέει στις κοίτες είναι 430.047.520 κ.μ. από τα οποία όμως τα 100.000.000 κ.μ. μεταφέρονται ετησίως από το 1995 έως το 2001, για να καλυφθούν οι ανάγκες της Αθήνας ενώ μετά το 2001 η ποσότητα αυτή αυξήθηκε σε 200.000.000 κ.μ.. Συνεπώς, μετά την κατασκευή του φράγματος, η επιφανειακή απορροή μειώθηκε στο ήμισυ. Κανείς όμως δεν αναλογίστηκε ότι στο δέλτα που έχει διαμορφωθεί στις εκβολές του Εύηνου ποταμού υπάρχουν σημαντικοί υγροβιότοποι οι οποίοι μαζί με τους αντίστοιχους που φιλοξενούνται στο γειτονικό δέλτα του Αχελώου έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενες περιοχές βάσει της σύμβασης RAMSAR.

Η διατήρηση των υγροβιότοπων αυτών εξαρτάται από τη λεπτή ισορροπία αλμυρού και γλυκού νερού. Η κατασκευή του φράγματος, πέρα από τη σημαντική μείωση του γλυκού νερού που φθάνει στις εκβολές, επηρεάζει τους ρυθμούς άφιξης του νερού διαταράσσοντας το ισοζύγιο. Αναφέρθηκε ήδη ότι κατά τη θερινή περίοδο οι ανάγκες σε νερό στην Αθήνα αυξάνονται οπότε μεγαλύτερες ποσότητες νερού δεσμεύονται και μεταφέρονται από τον Εύηνο και συνεπώς λιγότερο νερό καταλήγει στις εκβολές. Τη θερινή όμως περίοδο οι ανάγκες των υγροβιότοπων σε γλυκό νερό είναι εξίσου αυξημένες και ζωτικής σημασίας για τη διατήρησή τους.

Μια πρόσθετη αρνητική συνέπεια είναι η μειωμένη τροφοδοσία των υπόγειων νερών που φιλοξενούνται στις αλλουβιακές αποθέσεις των ποταμών τόσο κατά μήκος της κοίτης τους όσο κυρίως στις δελταϊκές περιοχές όπου τα υπόγεια νερά χρησιμοποιούνται για την άρδευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Επιπλέον για τους υδροφόρους ορίζοντες των δέλτα, των οποίων η κύρια τροφοδοσία γίνεται από το ποτάμι, ελλοχεύει ο κίνδυνος της υφαλμύρινσης σε περίπτωση παύσης της τροφοδοσίας τους και χρήσης του υπόγειου νερού για άρδευση με τον ίδιο ρυθμό.

Στους χάρτες των Σχημάτων 2 και 3 απεικονίζονται οι χρήσεις γης που φιλοξενούνται στα τμήματα των λεκανών απορροής των δύο ποταμών από τη θέση των φραγμάτων μέχρι τις εκβολές τους, όπως έχουν χαρτογραφηθεί για το πρόγραμμα Corine της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Περιβάλλον. Οι χρήσεις γης είναι ομαδοποιημένες σε επτά κατηγορίες και περιλαμβάνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, γεωργική γη, βοσκοτόπια, εκτάσεις που καταλαμβάνονται από δάση, σκληροφυλλική βλάστηση και θάμνους, περιοχές με αραιή φυσική βλάστηση και υγρότοπους που εντοπίζονται στις περιοχές των ποτάμιων δέλτα. Από τους χάρτες αυτούς γίνεται σαφές ότι μια από τις κύριες δραστηριότητες των κατοίκων των κοινοτήτων που βρίσκονται κατάντη των φραγμάτων και κυρίως των περιοχών του δέλτα αφορούν τον πρωτογενή τομέα δηλαδή την καλλιέργεια της γης που απαιτεί σημαντικές ποσότητες νερού για άρδευση. Επιπλέον σημαντική έκταση καταλαμβάνεται από οικοσυστήματα όπως δάση και περιοχές με φυσική βλάστηση η διατήρηση των οποίων εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη νερού. Είναι προφανές ότι η μείωση της επιφανειακής απορροής εξαιτίας της μεταφοράς του νερού στην Αθήνα, θα επηρεάσει ως ένα βαθμό τόσο την ανθρώπινη δραστηριότητα όσο και το φυσικό περιβάλλον στις περιοχές αυτές.

Πέραν της μείωσης του νερού που φθάνει στις εκβολές, η κατασκευή και μακροχρόνια λειτουργία των φραγμάτων έχει σαν συνέπεια την παγίδευση των φερτών υλών των ποταμών στις τεχνητές λίμνες και την απόθεσή τους στον πυθμένα λόγω της μείωσης της ταχύτητας ροής του νερού και συνεπώς της μεταφορικής του ικανότητας. Στα ποτάμια ιζήματα που συσσωρεύονται στον ταμιευτήρα του φράγματος περιλαμβάνεται όλο το φορτίο που μεταφέρεται με κύλιση κατά μήκος των κοιτών και ένα πολύ μεγάλο μέρος του ποσοστού των υλικών που μεταφέρονται σε αιώρηση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των ποσοτήτων ιζήματος που καταλήγουν και αποτίθενται στις εκβολές. Η περιορισμένη τροφοδοσία των εκβολών με ίζημα τροποποιεί τις φυσικές διεργασίες που δρουν στο χώρο αυτό και μεταβάλει το ρυθμό δράσης τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις η κυριότερη επίπτωση είναι η αλλαγή των διεργασιών που επικρατούν στην ακτογραμμή. Έτσι ενώ πριν παρατηρούνταν προέλαση της ξηράς έναντι της θάλασσας, μετά την κατασκευή του φράγματος επικρατούν οι θαλάσσιες διεργασίες (κυματισμός, παράκτια ρεύματα) με αποτέλεσμα τη διάβρωση και την υποχώρηση της ακτογραμμής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το σταδιακό περιορισμό της έκτασης του δέλτα και τη μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και των υγροβιότοπων.

Με βάση το ποσοστό του εμβαδού της λεκάνης απορροής που βρίσκεται ανάντη των φραγμάτων σε σχέση με τη συνολική έκταση της λεκάνης απορροής, έγινε ένας πρώτος υπολογισμός του ποσού των ιζημάτων που δεσμεύεται ανάντη των φραγμάτων για τον Εύηνο και τον Μόρνο. Για τους υπολογισμούς χρησιμοποιήθηκαν τιμές υδάτινου (σε κ.μ/τ.χλμ.) και ιζηματολογικού (σε τόνοι/τ.χλμ.) δυναμικού και τα αποτελέσματα φαίνονται στον Πίνακα 1.

Στην περίπτωση του Εύηνου ποταμού οι συνέπειες στο δέλτα δε μπορούν να εκτιμηθούν και να αξιολογηθούν παρά μόνο να προβλεφθούν διότι το χρονικό διάστημα πλήρους λειτουργίας του φράγματος είναι σχετικά μικρό. Αντίθετα για το Μόρνο τα αποτελέσματα είναι εμφανή και μετρήσιμα αφού έχουν περάσει 25 χρόνια από την κατασκευή του έργου. Η διαχρονική παρατήρηση αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1969 και 1998 της περιοχής του δέλτα του Μόρνου οδήγησε σε σημαντικές διαπιστώσεις (βλ. Σχήμα 4). Η μείωση της ποσότητας ιζήματος που καταλήγει στο δέλτα, λόγω του φράγματος, είχε σαν αποτέλεσμα την αδρανοποίηση της μιας από τις δύο ενεργές κοίτες που διέσχιζαν τη δελταϊκή πεδιάδα πριν το έργο. Από τις παλαιές αεροφωτογραφίες είναι φανερό ότι πριν από τη λειτουργία του φράγματος υπήρχαν δύο ενεργές κοίτες στη δελταϊκή πεδιάδα που ξεκινούσαν από την κορυφή του δέλτα με την κύρια κοίτη να βρίσκεται ανατολικά της σημερινής και τη σημερινή κοίτη να αποτελεί την δευτερεύουσα. Ο περιορισμός των φερτών υλών μετά την κατασκευή του φράγματος οδήγησε στην πλήρη εγκατάλειψη του ανατολικού κλάδου, ο ρόλος του οποίου είχε ήδη αρχίσει να περιορίζεται από το 1961 οπότε επιχειρήθηκε η τεχνητή διευθέτηση της ροής του ποταμού στο χώρο της δελταϊκής πεδιάδας.

Η σύγκριση των ακτογραμμών σε διάφορα έτη έδειξε ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης χρονικής περιόδου, δηλαδή μεταξύ των ετών 1945 και 1986, παρατηρήθηκε προέλαση του δέλτα λόγω της απόθεσης των ιζημάτων του ποταμού, τόσο δυτικά της σημερινής εκβολής με ρυθμό 3,92 μ./έτος, όσο και δυτικά των παλαιών εκβολών όπου λόγω πρόσχωσης δημιουργήθηκε μια περιοχή έκτασης 0,14 τ.χλμ.. Εντούτοις βορειοανατολικά αυτών, η ακτογραμμή υποχώρησε με ρυθμό που έφθασε τα 2,14 μ./έτος. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1986-1998), κι ενώ είχε προηγηθεί η κατασκευή του φράγματος (ολοκληρώθηκε το 1980), παρατηρήθηκε διάβρωση της ακτογραμμής σε όλο σχεδόν το μήκος της, με ρυθμούς που κυμαίνονται από 2,6 έως 11,4 μ./έτος. Ειδικά ο χώρος των εκβολών, που παλαιότερα λάμβανε χώρα προέλαση της ξηράς, έχει υποχωρήσει κατά 137 μ. που αντιστοιχεί στον υψηλότερο ρυθμό υποχώρησης (11,4 μ./έτος). Οι ρυθμοί αυτοί θεωρούνται αρκετά υψηλοί και η διατήρησή τους στο μέλλον αναμένεται να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα. Πέρα από τις παρατηρήσεις των αεροφωτογραφιών, κατά την επίσκεψη στην παράκτια ζώνη του δέλτα διαπιστώθηκαν και οι απεγνωσμένες προσπάθειες των κατοίκων να κρατήσουν τη θάλασσα μακριά από τις περιουσίες τους. (βλ. Εικόνα 1)

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι, πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις της κατασκευής ενός φράγματος που εντοπίζονται κυρίως στην μείωση του διαθέσιμου νερού για άρδευση, υπάρχουν μακροχρόνιες επεμβάσεις σε περιοχές αρκετά μακρινές από τον άμεσο χώρο του έργου και κυρίως στα συστήματα εκβολής που είναι σημαντικά τόσο οικολογικά όσο και παραγωγικά για την τοπική οικονομία των κατοίκων.

Ε.Κ.



1. Εισαγωγή

2. Η ύδρευση από την αρχαιότητα ως το 1924

3. Από το Μαραθώνα στην Υλίκη

4. Από το Μόρνο στον Εύηνο

5. Η κατανάλωση, η μεταφορά, η επεξεργασία και η διανομή νερού στην Αθήνα

7. Διαχείριση υδατικών πόρων, κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη