WEB_AERIAL_NEST_E

Φωτογραφία Ν.Δ., 2003.

WEB_MAP_NESTOS

Ζώνη Ε: Πεδιάδα και Δέλτα του Νέστου

Στην αεροφωτογραφία φαίνεται σε πρώτο πλάνο η κατάληξη του κύριου κλάδου του ποταμού στη θάλασσα. Μία μικρή λουρονησίδα, αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης του ποταμού και των θαλάσσιων ρευμάτων, τείνει να δημιουργήσει νέα εδάφη και να στρέψει τον ποταμό (η αέναη φυσική διεργασία των αποθέσεων και των μαιανδρισμών) (βλ. Εικόνα 1). Στο εσωτερικό, κατά μήκος των όχθεων, διακρίνουμε τμήματα δάσους, είτε φυσικού (απομεινάρια του υδροχαρούς δάσους του Κοτζά-Ορμάν) είτε τεχνητού (μέσω αναδασώσεων). Στα αριστερά φαίνεται η διαμόρφωση των όχθεων του Δέλτα έως την περιοχή της Κεραμωτής. Μικρότεροι κλάδοι του ποταμού καταλήγουν στη θάλασσα, δημιουργώντας λιμνοθάλασσες και βάλτους. Στο εσωτερικό αναγνωρίζουμε την πλατιά επίπεδη έκταση που καταλαμβάνεται από γεωργικές καλλιέργειες (βλ. Σχήμα 1).

Με την έξοδό του από τα Στενά, ο Νέστος περνά από την περιοχή της Γαλάνης, συναντά ένα μικρό αρδευτικό φράγμα και στη συνέχεια περνάει κάτω από τις γέφυρες της παλαιάς Εθνικής Οδού Καβάλας - Ξάνθης και της Εγνατίας Οδού.

Η πεδινή ζώνη αποτελεί – σε γεωλογικούς χρόνους – δημιούργημα του Νέστου, μέσω των προσχώσεων με φερτές ύλες (αλουβιακές αποθέσεις) από τον άνω ρου και από το σκάψιμο των σκληρών πετρωμάτων του ορεινού όγκου (βλ. Σχήμα 2). Στο σύνολό του ο δελταϊκός σχηματισμός έχει ως δυτικό όριο τις νότιες υπώρειες των ορέων της Λεκάνης, στην περιοχή της Νέας Καρβάλης, πολύ κοντά στην πόλη της Καβάλας, και ως ανατολικό όριο τη λοφοσειρά που εκτείνεται από τους Τοξότες έως τα Άβδηρα του Νομού Ξάνθης. Τυπικά η έκτασή του θεωρείται ότι φτάνει τα 500.000 στρέμματα και ότι η ακτογραμμή του φτάνει σε ανάπτυγμα τα 50 χλμ.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, προς τα ανατολικά, όλη η έκταση έως τις λιμνοθάλασσες Βιστωνίδα και Ισμαρίδα (Μητρικού), στο Νομό Κομοτηνής, αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα δημιουργημένο από τη συνδυασμένη δράση ενός πολύ μεγάλου αριθμού ποταμών (ποταμοί Νέστος, Κόσυνθος ή Ξάνθης, Κομψάτος, Ξηροπόταμος, Μπόσπος, Φιλιούρης κ.ά.) και ακόμη περισσότερων ρεμάτων που ξεκινούν από τον ορεινό όγκο της Ροδόπης και εκβάλλουν στο Θρακικό Πέλαγος. Στην επαφή με το θαλάσσιο μέτωπο, από το συνδυασμό της προσχωσιακής δράσης των ποταμών και της διαβρωτικής της θάλασσας, δημιουργούνται λιμνοθάλασσες. Τυπικά και εδώ, οι μικρές και μεγάλες λιμνοθάλασσες του Δέλτα φτάνουν τις 27. Στην πραγματικότητα όμως, στο σύνολό τους οι λιμνοθάλασσες του συμπλέγματος είναι πολύ περισσότερες. Η αναγνώριση αυτής της φυσικής ενότητας και της σημασίας της, έχει οδηγήσει από το 1996 στη δημιουργία του Εθνικού Πάρκου Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το οποίο καταλαμβάνει στο σύνολό του έκταση 148.000 εκταρίων και αποτελεί τη μεγαλύτερη χερσαία προστατευόμενη περιοχή της χώρας (βλ. Σχήμα 3). Στην ουσία το πάρκο ενοποιεί τις προστατευόμενες από τη συνθήκη Ramsar περιοχές Δέλτα Νέστου, λ. Βιστωνίδα και λ. Μητρικού. Τρεις, δηλαδή, από τις συνολικά 11 περιοχές Ramsar της χώρας (η τέταρτη, που ανήκει επίσης στη Θράκη – το Δέλτα του Έβρου – απέχει περίπου 50 χλμ. σε ευθεία γραμμή από τη λ. Μητρικού).

Η οικολογική σημασία του Δέλτα του Νέστου είναι τεράστια (βλ. Σχήμα 4). Οι επιμέρους βιότοποι που δημιουργούνται στο Δέλτα είναι όλων των τύπων που απαντώνται στους υγροτοπικούς σχηματισμούς (λιμνοθάλασσες, γλυκόβαλτοι, αλμυρόβαλτοι, καλαμιώνες, αμμοθίνες κ.ά.) (βλ. Σχήμα 5). Στην παραποτάμια ζώνη  διατηρείται ακόμα ένα μικρό τμήμα του υδροχαρούς δάσους του Κοτζά-Ορμάν (130.000 στρ.) (βλ. Εικόνα 2). Το δάσος αυτό φαίνεται πως αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα (Κοτζά-Ορμάν στα τούρκικα σημαίνει Τρανό Δάσος) και ομορφότερα υδροχαρή δάση στην Ευρώπη. Τα κυριότερα από τα είδη των δέντρων που περιλαμβάνει είναι η άσπρη και η μαύρη λεύκα, η πεδινή φτελιά, ο σφένδαμος, η δρυς και η ολότριχος μελία (φράξος, αγριοπασχαλιά) που, σε πυκνές συστάδες, απαντάται μόνο στο συγκεκριμένο δάσος. Πέρα όμως από το δάσος, και η υπόλοιπη φυσική φυτοκοινωνία του Δέλτα είναι εξαιρετικά σημαντική. Το σύνολο του χώρου, με τους επιμέρους βιότοπους και τη βλάστηση, αποτελεί ενδιαίτημα ενός μεγάλου αριθμού ειδών πανίδας και  ορνιθοπανίδας. Άλλωστε, η ποικιλία των ειδών ορνιθοπανίδας και ο αριθμός των ατόμων κάθε είδους αποτελούν δείκτη υγείας του οικοσυστήματος και κριτήριο για την ένταξη στις προστατευόμενες περιοχές. Στο Δέλτα του Νέστου αναφέρεται η ύπαρξη 300 ειδών, πολλά από τα οποία ανήκουν στα απειλούμενα.

Πιέσεις προς το οικοσύστημα του Δέλτα του Νέστου ασκούνται κυρίως από τον πρωτογενή τομέα. Τα εύφορα εδάφη ήταν σχετικά εύκολο να αποδοθούν σε καλλιέργειες. Η περίοδος εντονότερων παρεμβάσεων, που μετέτρεψαν το άγριο φυσικό τοπίο σε γεωργική γη, έλαβαν χώρα τη δεκαετία του '50. Αλλά και τα επόμενα χρόνια, έως το 1985, έγγειες βελτιώσεις και γεωργικοί αναδασμοί συνέχισαν να μεταβάλλουν το τοπίο σε ολοένα και πιο ανθρωπογενές (βλ. Εικόνα 3).

Όπως φαίνεται στην Εικόνα 1, τα δένδρα του υδροχαρούς δάσους κόπηκαν και το δάσος περιορίστηκε σε μία στενή λωρίδα γης εκατέρωθεν του ποταμού. Από εκεί και πέρα τα λιμνάζοντα και τρεχούμενα ύδατα, οι βάλτοι και οι καλαμιώνες, “εξυγιάνθηκαν” με αποστραγγιστικά και αρδευτικά κανάλια, ενώ ελέγχθηκαν και οι πλημμύρες του ποταμού, κυρίως μέσω των φραγμάτων που βρίσκονται στα ανάντι. Η ποσότητα των υδάτων έχει μειωθεί, καθώς, ειδικά μετά τα Τέμπη, χρησιμοποιούνται για άρδευση των γεωργικών εκτάσεων. Στο εσωτερικό του ποταμού δημιουργούνται προσχωσιγενή νησάκια. Στη δυτική όχθη, μετά από μία λεπτή ζώνη φυσικής βλάστησης, βλέπουμε τις αναδασώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης του υγροτόπου (βλ. Εικόνα 4).

Η πεδινή – γεωργική – ζώνη του Νέστου χωρίζεται από το ίδιο το ποτάμι σε δυτική και ανατολική πλευρά. Η δυτική ανήκει διοικητικά στο Νομό Καβάλας και η ανατολική στο Νομό Ξάνθης, καθώς ο Νέστος στη θέση αυτή λειτουργεί ως όριο των δύο νομών. Στη δυτική περιοχή έχουμε σχεδόν αποκλειστικά καλλιέργεια καλαμποκιού (βλ. Εικόνα 5). Στην ανατολική κυριαρχεί επίσης το καλαμπόκι αλλά υπάρχει και καλλιέργεια μηδικής και, μέχρι πρόσφατα, καλλιέργεια βιομηχανικής τομάτας. Η τελευταία εγκαταλείπεται σταδιακά μετά τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Σ.Ε.Β.Α.Θ. (Συνεταιριστική Εταιρεία Βιομηχανικής Αναπτύξεως Θράκης), η οποία αποτελούσε και τον κύριο αγοραστή του προϊόντος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο κλάδος της αλιείας - ιχθυοπαραγωγής καθώς στην ιδιαίτερη μορφή της ασκείται σε όλες σχεδόν τις λιμνοθάλασσες του Δέλτα. Στην πραγματικότητα οι λιμνοθάλασσες λειτουργούν ως φυσικά ιχθυοτροφεία. Τα διβάρια που εκμεταλλεύονται οι αλιευτικοί συνεταιρισμοί της περιοχής συνιστούν ένα στοιχειώδη εκσυγχρονισμό μίας πανάρχαιας, απλής τροφοσυλλεκτικής μεθόδου. Η δραστηριότητα αυτή δεν φαίνεται να επιβαρύνει το περιβάλλον, αν και πολλές φορές εξαιτίας της υπεραλίευσης έχει υπάρξει ανάγκη τεχνητού εμπλουτισμού των λιμνοθαλασσών με διάφορα είδη ψαριών. Τέλος, στην πεδινή περιοχή υφίσταται έντονη δραστηριότητα υλοτομίας και συγκεκριμένα καλλιέργειας συγκεκριμένων ειδών (λεύκα, οξιά) που προορίζονται για υλοτομία (βλ. Εικόνα 6).

Ο δευτερογενής τομέας στην άμεση ζώνη επιρροής του ποταμού είναι πρακτικά ανύπαρκτος. Αλλά και σε μία ευρύτερη ζώνη δεν παρουσίαζε ποτέ ιδιαίτερη δυναμική, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίζει σταθερή πορεία συρρίκνωσης. Στην ανατολική περιοχή, μία συγκέντρωση βιοτεχνικών δραστηριοτήτων παρατηρείται κατά μήκος της παλαιάς Εθνικής Οδού από τους Τοξότες έως την πόλη της Ξάνθης, έξω από τη ζώνη επιρροής του Νέστου. Στην περιοχή του Νομού Καβάλας, στα όρια του Δέλτα και εκατέρωθεν του οικισμού της Νέας Καρβάλης υπάρχει η Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων, ο χώρος αποθήκευσης και διύλισης πετρελαιοειδών, και το ΒΙΟ.ΠΑ., η λειτουργία του οποίου, όμως, δεν έχει ξεκινήσει. Επίσης, στη θέση αυτή έχει κατασκευαστεί και λειτουργεί μερικώς το νέο εμπορικό λιμάνι “Φίλιππος Β΄”. Ένα μικρότερο λιμάνι – περισσότερο αλιευτικό καταφύγιο – υπάρχει στην Κεραμωτή, σε οργανικό τμήμα του Δέλτα, πολύ κοντά στον Νέστο. Η κίνηση πάντως από το λιμάνι αυτό περιορίζεται στη σύνδεση με τη Θάσο, μέσω μικρών ferry–boats. Στην περιοχή της Χρυσούπολης, πάνω στις ελώδεις εκτάσεις του παραλιακού μετώπου υφίσταται και το διεθνές αεροδρόμιο “Μέγας Αλέξανδρος” της Καβάλας.

Οι τουριστικές δραστηριότητες στην περιοχή του Δέλτα του Νέστου περιορίζονται στην ουσία σε επισκέψεις στις παραλίες για ημερήσια αναψυχή κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Λίγο μεγαλύτερη είναι η κίνηση στον οικισμό και τις παραλίες της Κεραμωτής, στο Νομό Καβάλας, όπου υφίσταται και θέρετρο αξιωματικών, και στην παραλία των Μαγγάνων του Νομού Ξάνθης όπου υπάρχει ένα κάμπινγκ. Γενικά, η μορφολογία των ακτών (ακτές με λιμνοθάλασσες και καλαμιώνες, θάλασσες αβαθείς σε πολύ μεγάλες αποστάσεις από την ακτή) δεν φαίνεται να ασκούν σημαντική ελκτική δύναμη. Σημαντικό αποτρεπτικό ρόλο, βέβαια, πρέπει να έχουν παίξει και οι όροι προστασίας, σύμφωνα με την κατά Ramsar οριοθέτηση της περιοχής.

Στην πεδινή περιοχή, το υπερτοπικό οδικό δίκτυο αποτελείται από την Εγνατία αλλά και την παλαιά Εθνική Οδό, οι οποίες κινούνται σχεδόν παράλληλα μεταξύ τους, στο βόρειο όριο του Δέλτα. Στο κομμάτι της Καβάλας, παρακολουθούν τις υπώρειες των ορέων της Λεκάνης με κατεύθυνση από νότο προς τα βορειοανατολικά. Στη συνέχεια διασχίζουν τον Νέστο σε διαφορετικές θέσεις και συνεχίζουν προς Ξάνθη με κατεύθυνση ανατολική. Η Εγνατία Οδός είναι κλειστός αυτοκινητόδρομος και διέρχεται σε απόσταση από τις υφιστάμενες πόλεις, τους οικισμούς και τις ιδιαίτερες χρήσεις. Το τοπικό δίκτυο στην πεδινή ζώνη είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Αυτό συμβαίνει γιατί χαράχθηκε, ως οργανικό μέρος των εγγείων βελτιώσεων, παράλληλα με το σύστημα των αρδευτικών και αποστραγγιστικών καναλιών. Έτσι, οι οικισμοί της πεδινής ζώνης έχουν πολλαπλές συνδέσεις μεταξύ τους αλλά και με την παλαιά Εθνική Οδό. Οι συνδέσεις της Εγνατίας Οδού με το τοπικό δίκτυο γίνονται σε περιορισμένες θέσεις μέσω κόμβων (βλ. Σχήμα 6).

Τόσο στα δυτικά όσο και στα ανατολικά του ποταμού έχουμε τη συγκέντρωση ενός σημαντικού αριθμού “ρωμαλέων” οικισμών. Στα δυτικά, κέντρο της πεδινής αγροτικής ζώνης πρέπει να θεωρηθεί η Χρυσούπολη (8.000 κάτοικοι). Σε αυτήν, άλλωστε, βρίσκεται και το σύνολο των διοικητικών και κοινωνικών υποδομών της πεδινής περιοχής. Αυτό, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί οικισμοί, οι οποίοι όμως στερούνται τις απαραίτητες υποδομές (Χρυσοχώρι 1.793 κάτ., Νέα Καρυά 1.734 κάτ., Αγίασμα 1.158 κάτ., Πηγές 1.031 κάτ., Κεραμωτή 1.228 κάτ.). Στα ανατολικά, τέσσερις οικισμοί συγκροτούν την καρδιά της περιοχής. Το Εύλαλο (889 κάτ.), το Ηλιοκέντημα (1.126), το Άβατο (1.258) και το Νέο Εράσμιο (1.053). Από αυτούς, το Εύλαλο συγκεντρώνει τις – πενιχρές, έτσι κι αλλιώς – υποδομές (δημοτικό, γυμνάσιο, αγροτικό ιατρείο, δημαρχείο, δασαρχείο, αστυνομία). Στην ανατολική παρανέστια πεδινή ζώνη, μέσα στις εναπομείνασες φυσικές εκτάσεις, συναντά κανείς ένα συγκρότημα που, στις επίσημες στατιστικές και στους χάρτες, εμφανίζεται με το περίεργο όνομα “Ραδιοσταθμός” (είχε καταγραφεί στην απογραφή του 1981 με πληθυσμό 26 κάτ.). Πρόκειται για τον ραδιοσταθμό “Φωνή της Αμερικής” (βλ. Εικόνα 7). Η εγκατάστασή του στην περιοχή, σε συνδυασμό με τα μέτρα ασφαλείας που ίσχυαν σε μία ευρύτερη ζώνη, είναι πιθανό πως ευθύνεται για τη διατήρηση αυτής τουλάχιστον της φυσικής ζώνης στην περιοχή.

Σε σχέση με τις υπόλοιπες παρανέστιες περιοχές, στην πεδινή ζώνη οι συνθήκες ως προς τις οικιστικές συγκεντρώσεις φαίνεται πως αντιστρέφονται. Και αυτό τόσο ως προς το πλήθος και τα μεγέθη των ζωντανών οικισμών, όσο και ως προς τις διαχρονικές μεταβολές των πληθυσμιακών μεταβολών. Συγκεκριμένα, την πρώτη περίοδο που εξετάζουμε (1961-1981) ελάχιστοι είναι οι πεδινοί οικισμοί που παρουσιάζουν πληθυσμιακή μείωση. Αντίθετα δηλαδή από ό,τι είχαμε δει στις ορεινές περιοχές της λεκάνης απορροής του Νέστου, ή ακόμη και από τους οικισμούς που βρίσκονται στα όρια του Δέλτα και της πεδιάδας, στους πρόποδες των ορέων της Λεκάνης, κατά μήκος της παλαιάς (της μόνης τότε) Εθνικής Οδού. Στην πεδινή ζώνη οι περισσότεροι οικισμοί διατηρούν τον πληθυσμό τους και αρκετοί παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του 10%-30%. Στη Χρυσούπολη ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 23,2%, στην Κεραμωτή κατά 30,7%, όσο και στη Νέα Καρβάλη. Στην ανατολική περιοχή ο πληθυσμός στο Εύλαλο αυξάνεται κατά 23,6% και στο Ηλιοκέντημα κατά 17,5%. Αυτή η μεταβολή αποδεικνύει ότι την περίοδο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, οι μεγαλύτεροι από τους οικισμούς της πεδινής ζώνης εμφανίζουν δυναμική υποδοχέα για πληθυσμούς από τις ορεινές περιοχές οι οποίοι δεν επιλέγουν να εγκατασταθούν σε κάποιο αστικό κέντρο. Ας σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο η πόλη της Καβάλας παρουσιάζει αύξηση κατά 26% και η πόλη της Ξάνθης κατά 22%.

Αντίστοιχα, την περίοδο 1981-2001 οι πεδινοί οικισμοί διατηρούν με μικρές αυξομειώσεις τον πληθυσμό τους, ενώ τα “αγροτικά κέντρα” του κάμπου συνεχίζουν να εμφανίζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αυξητική δυναμική. Στη Χρυσούπολη ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 12,4%, στην Κεραμωτή κατά 38%, στη Νέα Καρβάλη κατά 35,2%, στο Εύλαλο κατά 21,4% και στο Άβατο κατά 20%. Αυτές οι τάσεις δείχνουν μία ανακατανομή πληθυσμού ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά, αλλά τελικά μία συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού στην περιοχή, τουλάχιστον εκεί όπου έχει οργανωθεί το σύγχρονο μοντέλο γεωργικής εκμετάλλευσης, στηριζόμενο σε ένα συνδυασμό γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών (μεγάλες, επίπεδες, εύφορες εκτάσεις) και τεχνικών εντατικοποίησης της καλλιέργειας.

Γ.Π. και Α.Δ.


 

Εισαγωγή

Τα τοπία του Νέστου ποταμού

 

 

Ζώνη Α

Ορεινή ζώνη Φαλακρού όρους- Δυτικής Ροδόπης

 

 

Ζώνη B

Υδροηλεκτρικά φράγματα Θησαυρού και Πλατανόβρυσης

 

Ζώνη Γ

Κεντρική ημιορεινή ενότητα Παρανεστίου-Σταυρούπολης

 

 

Ζώνη Δ

Στενά Νέστου (Θρακικά Τέμπη)

 

 

Επίλογος

Τα επτά τοπία του Νέστου

 

 

WEB_MAP_NESTOS

Επίλογος: τα επτά τοπία του Νέστου

Ο Νέστος, από τη στιγμή που εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος έως τη στιγμή που βγαίνει από τα Στενά, κυλάει σε μία εσωτερική ορεινή κοιλάδα ανάμεσα στην οροσειρά της Ροδόπης, από τη βόρεια πλευρά, και το Φαλακρό όρος και τα όρη της Λεκάνης από τη νότια. Η κοιλάδα αυτή είναι ουσιαστικά αποκομμένη από τις νοτιότερες πεδινές και παραλιακές ζώνες της Θράκης. Μοναδικός σύνδεσμος είναι τα Στενά ή αλλιώς Θρακικά Τέμπη. Στη συνέχεια, το ποτάμι εκβάλλει στη θάλασσα δημιουργώντας δελταϊκούς σχηματισμούς. Έτσι, στα 130 χιλιόμετρα που διανύει στο ελληνικό έδαφος ο Νέστος συμμετέχει στη δημιουργία μίας σειράς από ιδιαίτερα, αλλά αλληλοσυνδεδεμένα μεταξύ τους, τοπία:

  • Ορεινά τοπία. Απαντώνται σε όλη τη διαδρομή του ποταμού από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα έως τα Τέμπη. Δύσβατες περιοχές στις υπώρειες των βουνών που ορίζουν κοιλάδες ή ρέματα, καταρράκτες, δάση και ξέφωτα. Περιοχές που αλλάζουν συνεχώς χρώματα, από το βαθύ πράσινο του καλοκαιριού στην απίστευτη πολυχρωμία του φθινοπώρου και της άνοιξης και στο άσπρο του χειμώνα. Με πλούσια δασική χλωρίδα και πανίδα, περισσότερο άγρια και πολύμορφη στη Ροδόπη, ηπιότερη στο Φαλακρό όρος και στα όρη της Λεκάνης. Είναι ένα πολιτισμός πέτρινων ορεινών οικισμών, σκαρφαλωμένων στα βράχια ή τοποθετημένων αναπαυτικά σε κάποια οροπέδια, με ελάχιστες δυνατότητες διασύνδεσης μεταξύ τους και με τα αστικά κέντρα. Με περιορισμένες οικονομικές δραστηριότητες (λίγη ορεινή γεωργία, κτηνοτροφία και υλοτομία, λόγοι που διατηρούν τα μουλάρια και τα άλογα στα χωριά), δεν μπορούν να κρατήσουν τον πληθυσμό και γι' αυτό άνω του 60% είναι σήμερα εγκαταλειμμένοι.
  • Πλημμυρισμένες εκτάσεις. Ένα παράξενο και δραματικό τοπίο: τα βουνά δεν θα ακουμπήσουν ποτέ στις αμμουδερές όχθες του ποταμού, θα βυθίζονται πάντα στα σκοτεινά νερά του. Σκοτεινά από το μεγάλο βάθος και τις σκιές των βουνών πάνω τους, ακίνητα σαν πεθαμένα, χωρίς ζωή. Τα ζώα και τα πουλιά έχασαν τα φωλιάσματά τους πλάι στο ποτάμι, δεν μπορούν να βρουν εύκολα τροφή, καθώς η υδρόφυλλη βλάστηση πνίγηκε και μαζί της οι πλαγιές με τα δάση. Στα μέρη αυτά δε μπορείς να πλησιάσεις και να χωθείς μέσα τους, τα βλέπεις μόνο ως περιστασιακός παρατηρητής από τις καμπές των ορεινών δρόμων και από τις νέες κοιλαδογέφυρες που αποκαθιστούν την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο όχθες. Αυτή η απουσία οποιασδήποτε ανθρώπινης δραστηριότητας οδηγεί, με έναν αντιφατικό τρόπο, στην πρόσληψη των τοπίων αυτών ως απολύτως φυσικών, παρά το γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί από σχεδιασμένη ανθρώπινη δράση μεγάλης κλίμακας.
  • Φράγματα. Το απόλυτο ανθρώπινο κατασκεύασμα, η πλέον ηχηρή παρέμβαση στο τοπίο, που το αλλάζει δραματικά. Υλοποιεί τον ηράκλειο άθλο της αλλαγής της ροής των ποταμών και της δέσμευσης της δύναμής τους. Η εικόνα πριν από το φράγμα αντιστοιχεί με μια βαθιά λιπόθυμη λίμνη. Μετά, ένα ατίθασο ρέμα που δραπετεύει και απομακρύνεται με βία, μέχρι να ηρεμήσει και να ξαναγίνει ποτάμι αρκετά χαμηλότερα. Τα φράγματα εμφανίζονται ως χτισμένες μηχανές, γιγάντια ανεπιτήδευτα κατασκευάσματα, σχεδόν πρωτόγονα στα μάτια του σύγχρονου αστού, σύμβολα της σχέσης εξουσίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση και της υπαγωγής της υπαίθρου στον αστικό πολιτισμό.
  • Ημιορεινές κοιλάδες. Μικροί τόποι με πεδινές γεωργικές ζώνες, περιορισμένες όμως από τα βουνά. Η γεωργία βρίσκεται σε υστέρηση, ενώ η παραδοσιακή παραγωγή καπνού εγκαταλείφθηκε. Οι οικισμοί, που είχαν αναπτυχθεί γραμμικά κατά μήκος του ποταμού, του δημόσιου δρόμου και του σιδηρόδρομου, έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί και αυτό αποτυπώνεται στο δομημένο και στο φυσικό τοπίο. Η κρυφή κοιλάδα του Νέστου επιβιώνει οριακά. Από την άλλη πλευρά, εδώ βρίσκονται οι "μαλακοί" χώροι, εκεί όπου το ποτάμι έχει ζωντανέψει από τα ρέματα των βουνών και κυλά με μακαριότητα κάτω από τα γεφύρια, ανάμεσα στις καλαμιές και τα υγρά δάση. Το τοπίο αλλάζει και εμφανίζονται αμμουδιές και νησάκια δημιουργημένα από τις ποτάμιες αποθέσεις. Υγροί τόποι, χωρίς όμως την αγριάδα και το απροσπέλαστο που έχουν οι βραχώδεις γκρεμοί ή οι επικίνδυνοι βάλτοι. Τόποι που συνδέονται κατευθείαν με τη μυθολογία και το φαντασιακό, εκεί όπου παίζουν ακόμη νύμφες.
  • Τα Θρακικά Τέμπη. "Το ποτάμι παγιδεύτηκε" μας λέει ο Αντώνης Ψιλοβίκος, και εννοεί μία αργόσυρτη διαδικασία σε γεωλογικούς χρόνους. Είναι ένας ιδιαίτερος γεωλογικός σχηματισμός, με τους μαιανδρισμούς σμιλεμένους στα απόκρημνα βράχια, που εντυπωσιάζει τόσο αυτόν που το βλέπει από το παρατηρητήριο στο φρύδι του πρανούς, όσο και αυτόν που βρίσκεται στο εσωτερικό του. Ακόμα πιο ενδιαφέρον γίνεται το τοπίο με την ένταξη σε αυτό της γραμμής του τρένου. Λαξεμένη από ανθρώπινο χέρι στα κατακόρυφα βράχια, ανάμεσα από αναλημματικούς τοίχους, γέφυρες, ημιορύγματα και σήραγγες, η γραμμή σχολιάζει την κίνηση του ποταμού ενώ το τρένο φέρνει τον ανυποψίαστο ταξιδιώτη στο βάθος του φαραγγιού κάνοντάς τον μέρος του τοπίου. Αλλά μέρος του τοπίου γίνεται κανείς και όταν περπατά στο μονοπάτι των Στενών, ή όταν τα διαπλέει με καγιάκ από τη Σταυρούπολη ή τα Λιβερά. Ακόμη, όταν παρακολουθεί τις "γιορτές του Νέστου" στην τεράστια αμμουδιά της Γαλάνης, ανάμεσα στα ψηλά βράχια, με την αντήχηση να πολλαπλασιάζει τους ήχους.
  • Οι πεδινές εκτάσεις. Τοπία όπου η γη έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο εργοτάξιο παραγωγής φυσικών αγαθών. Με όλα τα χαρακτηριστικά της εκτατικής και εντατικής εκμετάλλευσης και με τα γνωστά "patterns" του γεωργικού τοπίου. Μεγάλες εκμεταλλεύσεις που ορίζονται από αγροτικούς δρόμους, κανάλια και φυτοφράκτες και παρουσιάζουν μια ορθογωνική γεωμετρία σε αντίθεση με τα μωσαϊκά των προηγούμενων τοπίων. Η ζώνη αυτή έχει απολέσει πλήρως τα φυσικά της χαρακτηριστικά. Η μόνη φυσική παρουσία είναι αυτή των πουλιών που ακολουθούν τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές για να συλλέξουν τα υπολείμματα των καλαμποκιών. Πού και πού κάποια παρυδάτια (πελαργοί, ερωδιοί) προσπαθούν να τραφούν κι αυτά στα χωράφια. Λίγα ψάρια και κάποιες χελώνες του γλυκού νερού εμφανίζονται στα αρδευτικά κανάλια. Σημεία αναφοράς στο τοπίο αναδεικνύονται οι δενδρώδεις καλλιέργειες για εκμετάλλευση και οι αναδασώσεις παράλληλα με το ποτάμι.
  • Το Δέλτα. Πολύτιμος υγρότοπος, μέρος του μεγαλύτερου υγροτοπικού συμπλέγματος στη χώρα μας (Υγρότοπος Δέλτα Νέστου και λιμνοθαλασσών Βιστωνίδας και Μητρικού). Αποτελεί μέρος ενός παγκόσμιου δικτύου για τα μεταναστευτικά πουλιά και μας καλεί σε μία νέα προσέγγιση της γεωγραφίας. Πολύτιμος ως απόθεμα βιοποικιλότητας και για μία σειρά από αισθητικές, πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες. Αυτές είναι μερικές από τις έννοιες που νοηματοδοτούν το τοπίο. Ο ίδιος ο σχηματισμός, όπου βιοτικά και αβιοτικά στοιχεία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αναδιαμορφώνοντας συνεχώς το χώρο, χαρακτηρίζεται από την πολυπλοκότητα βιοτόπων και επιμέρους τοπίων. Τοπίων που εγγράφονται μέσα σε ένα ήπιο ανάγλυφο απ' όπου απουσιάζουν οι εξάρσεις και κυριαρχεί το αγκάλιασμα της γης με το υγρό στοιχείο. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι ο τόπος αυτός είναι ό,τι έχει απομείνει μετά τη δραματική επέκταση των γεωργικών εκτάσεων εις βάρος του φυσικού χώρου. Και ότι οι διεθνείς συνθήκες, όσο σημαντικές και αυστηρές κι αν είναι, προστατεύουν κάθε φορά τις εκτάσεις εκείνες που παραμένουν φυσικές, στο πλαίσιο μίας ισορροπίας με συγκεκριμένα χωρικά, χρονικά, τεχνικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Οι πιέσεις που δέχεται σήμερα ο Νέστος είναι διαφορετικών τύπων και έντασης. Σημαντικότερες είναι αυτές που αφορούν το Δέλτα και συνδέονται με τις επιπτώσεις της εκτατικής και εντατικής γεωργικής δραστηριότητας. Πρόκειται για επιπτώσεις τόσο χωρικές (μείωση των φυσικών εκτάσεων υπέρ των γεωργικών) όσο και χημικές (ρύπανση από υπολείμματα φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων). Σημαντικές επίσης είναι οι επιπτώσεις από την κατασκευή των φραγμάτων, τόσο στον άνω ρου του ποταμού (πλημμυρισμένες εκτάσεις) όσο και στον κάτω. Οι τελευταίες συνδέονται με τη μειωμένη ποσότητα φερτών υλών και θρεπτικών ουσιών προς το Δέλτα, γεγονός που περιορίζει τη δημιουργική δυναμική του ποταμού. Ταυτόχρονα έχουμε και μείωση των ποσοτήτων των νερών που φθάνουν στο Δέλτα, κυρίως λόγω των αρδεύσεων της πεδινής ζώνης. Τέλος, όσον αφορά το ποτάμι, κατά καιρούς προκύπτει ζήτημα με τη ρύπανσή του από δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην επικράτεια της Βουλγαρίας. Η ρύπανση φαίνεται να οφείλεται σε χωματερές, σε αστικά λύματα και μεταλλευτικές δραστηριότητες. Προβλήματα όμως έχουμε και στον ορεινό όγκο, κυρίως λόγω της εγκατάλειψης των ορεινών οικισμών, ή λόγω της έλλειψης οργάνωσης των εναλλακτικών τουριστικών δραστηριοτήτων.

Γ.Π. και Α.Δ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ε.Κ.Β.Υ. (1996) Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο. Περιοχή: Στενά Νέστου, Θεσσαλονίκη.

Οικοτοπία (1997) "Ποταμός Νέστος: εντείνονται οι αυθαιρεσίες της ΔΕΗ", τ.1.

Οικοτοπία (1999) "Νέστος. Ένα ποτάμι στερεύει...", τ. 12.

Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση - WWF Ελλάς, Κέντρο Ερευνών Χώρου (1990-1994) Πρόγραμμα οικοανάπτυξης Ροδόπης - Νέστου, Αθήνα - Ξάνθη.

Παπαγιαννάκης, Λ., Ζόνζηλος, Ν., Βασενχόβεν, Λ., Λώλος, Σ., Νοταράς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ., Σινάνογλου, Β. (1995) Η ανάπτυξη της Θράκης. Προκλήσεις και προοπτικές, Αθήνα: Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας - Ακαδημία Αθηνών.

ΥΠΕΧΩΔΕ (1986) Πρόγραμμα οριοθέτησης υγροβιότοπων σύμβασης RAMSAR. Υγροβιότοπος: Δέλτα Νέστου, Αθήνα.


 

Εισαγωγή

Τα τοπία του Νέστου ποταμού

 

 

Ζώνη Α

Ορεινή ζώνη Φαλακρού όρους- Δυτικής Ροδόπης

 

 

Ζώνη B

Υδροηλεκτρικά φράγματα Θησαυρού και Πλατανόβρυσης

 

Ζώνη Γ

Κεντρική ημιορεινή ενότητα Παρανεστίου-Σταυρούπολης

 

 

Ζώνη Δ

Στενά Νέστου (Θρακικά Τέμπη)

 

 

Ζώνη Ε

Πεδιάδα και Δέλτα του Νέστου

 

 

WEB_AERIAL_C

Φωτογραφία Γ.Π και Α.Δ., 2009.

WEB_MAP_NESTOS

Ζώνη Γ: Κεντρική ημιορεινή ενότητα Παρανεστίου - Σταυρούπολης

Στη φωτογραφία, το σημείο λήψης της οποίας βρίσκεται στα υψώματα ανάμεσα στην Ξάνθη και τη Σταυρούπολη, βλέπουμε τη Σταυρούπολη, τμήμα της πλατιάς κοιλάδας του Νέστου και ένα τμήμα από τις περιορισμένες εντατικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην ημιορεινή αυτή κοιλάδα.

Η ζώνη αυτή είναι ίσως η πλέον ανομοιογενής από αυτές που ορίσαμε (βλ. Σχήμα 1), καθώς περιλαμβάνει πλατιές κοιλάδες με πεδινές αγροτικές εκτάσεις, ορεινές περιοχές, τοπία και οικισμούς στις υπώρειες της Ροδόπης και των ορέων της Λεκάνης. Η ζώνη αφορά σε εδάφη και των τριών νομών (Δράμας, Καβάλας και Ξάνθης).

Το κέντρο της ενδιάμεσης αυτής ζώνης καταλαμβάνει η επιμήκης πλατιά κοιλάδα Παρανεστίου - Σταυρούπολης με τις πεδινές της εκτάσεις, η οποία αναπτύσσεται παράλληλα με το ρου του ποταμού από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά σε μήκος περίπου 15 χλμ. Βόρεια ορίζεται από τις πλαγιές της Ροδόπης, νοτιοδυτικά από τα όρη της Λεκάνης και νοτιοανατολικά από τον ιδιαίτερο σχηματισμό των Στενών του Νέστου. Στις πλαγιές της Ροδόπης διακρίνουμε δύο επιμέρους περιοχές κατά μήκος των δύο οδικών αξόνων που εισχωρούν στην ορεινή ζώνη. Από το Παρανέστι ξεκινά ο δρόμος που οδηγεί στους οικισμούς Πρασινάδα και Διπόταμα του Νομού Δράμας. Από την περιοχή του Δαφνώνα αντίστοιχα ξεκινά ο δρόμος που οδηγεί στους οικισμούς Καρυόφυτο και Λειβαδίτης του Νομού Ξάνθης. Στα νότια, στα διοικητικά όρια του Νομού Καβάλας, στις πλαγιές των βουνών της Λεκάνης αναπτύσσεται ένα δίκτυο οικισμών με κέντρο τον οικισμό Λεκάνη.

Η περιοχή Παρανεστίου - Σταυρούπολης χαρακτηρίζεται από το ανθρωπογενές περιβάλλον, καθώς κυριαρχούν σ’ αυτήν οι γεωργικές καλλιέργειες, τα βοσκοτόπια και οι οικισμοί με τις αντίστοιχες χρήσεις, κάποιες από τις οποίες εξαπλώνονται κατά μήκος του κύριου οδικού άξονα της περιοχής. Υπάρχει βέβαια ο Νέστος με τις αποθέσεις, τις νησίδες και την παραποτάμια υδροχαρή βλάστηση, στοιχεία, όμως,  τα οποία σε αυτή τη θέση περιορίζονται σε μία ζώνη πλάτους λίγων εκατοντάδων μέτρων στην καλύτερη περίπτωση (βλ. Εικόνα 1).

Στην περιοχή των ορέων της Λεκάνης κυριαρχούν τα δάση δρυός, σε καλή ή μέτρια κατάσταση. Υπάρχουν και δάση κωνοφόρων αλλά και εκτεταμένοι βοσκότοποι χαμηλής βλάστησης. Οι περιοχές γύρω από τους οικισμούς Πρασινάδα και Λειβαδίτης χαρακτηρίζονται από τα δάση της Ροδόπης με ενότητες πλατύφυλλων και κωνοφόρων αλλά και φυσικά ορεινά λιβάδια και βοσκότοπους (βλ. Εικόνα 2). Εντυπωσιακά είναι τα ρέματα που διατρέχουν αυτές τις ορεινές περιοχές και χύνονται στο Νέστο (βλ. Εικόνα 3). Σε αρκετές θέσεις δημιουργούν καταρράκτες, οι σημαντικότεροι από τους οποίους είναι αυτός της Αγ. Βαρβάρας (βλ. Εικόνα 4) στην περιοχή της Πρασινάδας και  του Λειβαδίτη (ο ψηλότερος καταρράκτης των Βαλκανίων) (βλ. Εικόνα 5). Οι υφιστάμενοι οικισμοί είναι λίγοι, μικροί και οι περισσότεροι εγκαταλειμμένοι. Αντίστοιχα οι ανθρωπογενείς οχλήσεις είναι μικρές, αν εξαιρέσουμε τη λατόμευση και την υλοτομία, οι οποίες τείνουν να πάρουν σημαντική έκταση και ένταση. Βορειότερα, στα όρια με τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, έχουμε δύο βιότοπους μεγάλης οικολογικής σημασίας και αισθητικής αξίας. Βόρεια του Παρανεστίου και της Πρασινάδας το παρθένο δάσος Φρακτού, το μόνο παρθένο δάσος στην Ελλάδα, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο της φύσης το 1980. Πρόκειται για μικτό δάσος οξιάς, ελάτης, ερυθρελάτης. Αντίστοιχα, βόρεια του Λειβαδίτη αναπτύσσεται το δάσος Δρυμός, γνωστό και ως Χαϊντού (βλ. Σχήμα 2). Έχει κι αυτό κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο της Φύσης. Στο εσωτερικό του υπάρχουν δάση πεύκης, οξιάς και σποραδικές συστάδες ελάτης. Σημαντικής οικολογικής και αισθητικής αξίας είναι το Αρκουδόρεμα, ένα από τα σημαντικότερα ρέματα που καταλήγουν στο Νέστο (βλ. Σχήμα 3).

Το παραγωγικό σύστημα της περιοχής παρουσιάζει σημαντική υστέρηση. Όσον αφορά τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, περιορίζονται στην παραποτάμια ζώνη και κοντά στη Σταυρούπολη, όπου από τα οθωμανικά χρόνια υπάρχει ιδιαίτερη ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας. Η περιοχή “sou yalesi”, τοπωνύμιο που σημαίνει “πεδιάδα δίπλα στο νερό” (γιαλός) και απαντάται μέχρι και σήμερα στους ντόπιους, είχε ακμάσει λόγω της καλλιέργειας των περίφημων ανατολικών αρωματικών καπνών “μπασμά” (μικρόφυλλα καπνά που συσκευάζονταν σε δεμάτια πατημένων φύλλων). Η εγκατάλειψη της ποικιλίας μετά τον πόλεμο και την επικράτηση στη διεθνή αγορά των καπνών τύπου Virginia, σε συνδυασμό με τη γενικότερη κρίση της αγοράς καπνού, οδήγησαν σε σταδιακή αποδιάρθρωση της γεωργίας στην περιοχή. Η ορεινή κτηνοτροφία είναι επίσης περιορισμένη, αυτή τη φορά λόγω της εγκατάλειψης των ορεινών οικισμών. Παραμένει πάντως ως σημαντική δραστηριότητα, ειδικά στα όρη της Λεκάνης. Ακόμη πιο περιορισμένος εμφανίζεται ο δευτερογενής τομέας. Ως κύρια αιτία μπορεί να θεωρηθεί η έλλειψη αξιόπιστων οδικών συνδέσεων, σε συνδυασμό βέβαια με τη γενικότερη κρίση που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η μεταποίηση στη Θράκη. Η υλοτομία και τα λατομεία παραμένουν αρκετά σημαντικές δραστηριότητες στην περιοχή, παρά τα προβλήματα που προκαλούν στο φυσικό περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια ο τομέας που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη είναι αυτός του εναλλακτικού τουρισμού.

Ο δρόμος Δράμας - Ξάνθης, ο οποίος διασχίζει την κεντρική περιοχή της ζώνης που εξετάζουμε, ήταν πριν από 30 χρόνια μέρος του κύριου οδικού δικτύου που διέτρεχε τη Θράκη. Αργότερα δημιουργήθηκε το εθνικό δίκτυο νοτιότερα, παράλληλα με την παραλιακή περιοχή της Θράκης, το οποίο αντικαταστάθηκε στις μέρες μας από την Εγνατία Οδό. Τόσο το παλαιό εθνικό δίκτυο όσο και η Εγνατία Οδός διέρχονται μακριά από τη ζώνη που εξετάζουμε. Μάλιστα, καθώς παρεμβάλλονται τα όρη της Λεκάνης, δεν υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης συνδέσεων παρά μόνο μέσω της οδού Σταυρούπολης - Κεχρόκαμπου - Χρυσούπολης, καθώς και στις εισόδους των πόλεων της Δράμας και της Ξάνθης. Έτσι η ζώνη αυτή παραμένει εκτός των βασικών οδικών συνδέσεων παρουσιάζοντας εσωστρέφεια και συνδεόμενη με ικανοποιητικό τρόπο μόνο με τη Δράμα. Λιγοστές είναι επίσης οι συνδέσεις των ορεινών οικισμών με τον βασικό άξονα, ενώ απουσιάζουν οι οριζόντιες συνδέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές συγκεντρώσεις ορεινών οικισμών. Το γεγονός ότι κατά μήκος του πεδινού τμήματος διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή δίνει κάποια διέξοδο στην επικοινωνία της περιοχής με τα αστικά κέντρα και αναδεικνύει σε σημαντικούς πόλους τη Σταυρούπολη και το Παρανέστι, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί των οποίων παραμένουν ενεργοί. Οι περισσότεροι από τους οικισμούς αυτής της ενότητας πριν από τη συνθήκη της Λωζάνης είχαν μικτό πληθυσμό, μουσουλμανικό και χριστιανικό. Άλλοι ήταν αμιγώς μουσουλμανικοί. Μετά την υπογραφή της συνθήκης οι μουσουλμάνοι οδηγήθηκαν στην Τουρκία, στο πλαίσιο της αναγκαστικής ανταλλαγής πληθυσμών, και στη θέση τους έφθασαν χριστιανοί πρόσφυγες.

Στην ευρύτερη ζώνη που εξετάζουμε παρατηρούνται θύλακες οικιστικών συγκεντρώσεων κατά μήκος κυρίως των οδικών αξόνων. Σημαντικότερη είναι η συγκέντρωση οικισμών κατά μήκος του επαρχιακού άξονα Δράμας - Ξάνθης, ανάμεσα στο Παρανέστι και τη Σταυρούπολη (βλ. Σχήματα 4 και 5). Στο δίκτυο των οικισμών ξεχωρίζουν η Σταυρούπολη (797 κάτοικοι) (βλ. Εικόνα 6) στο Νομό Ξάνθης, το Παρανέστι (619 κάτ.) (βλ. Εικόνα 7) στο Νομό Δράμας, και η Λεκάνη (608 κάτ.) (βλ. Εικόνα 8) στο Νομό Καβάλας. Σε αυτούς τους τρεις οικισμούς και μόνο συγκεντρώνεται και το σύνολο των κοινωνικών και διοικητικών υποδομών της περιοχής. Ειδικά στη Λεκάνη ακόμη και αυτές οι υποδομές είναι στοιχειώδεις. Στην Σταυρούπολη και το Παρανέστι κρίνονται επαρκείς, σε σχέση τουλάχιστον με τις υπόλοιπες ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Στη συνέχεια έχουμε οικισμούς με λιγότερους από 300 κατοίκους, και αρκετούς εγκαταλειμμένους ή υπό εγκατάλειψη (λιγότερο από 50 κάτ.). Όλοι οι οικισμοί στην ευρύτερη ζώνη, την εικοσαετία 1961-1981 παρουσίασαν πληθυσμιακή συρρίκνωση. Το Παρανέστι, ο Δαφνώνας, η Πασχαλιά, η Λεκάνη και  το Καρυόφυτο, που ήταν μεγάλα χωριά, έχασαν τον μισό πληθυσμό τους. Μικρότερα χωριά είχαν μεγαλύτερες απώλειες που έφτασαν σχεδόν έως την ερήμωσή τους. Η Σταυρούπολη άντεξε σχετικά, εμφανίζοντας πληθυσμιακή μείωση της τάξης του 11,5%. Και εδώ οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στο μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα και στις τάσεις εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Την επόμενη εικοσαετία (1981-2001) οι μικρότεροι οικισμοί (που είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες) εμφανίζουν ελαφριά πληθυσμιακή αύξηση ενώ οι μεγαλύτεροι εμφανίζονται στάσιμοι (Παρανέστι +12%, Δαφνώνας +8%). Η Σταυρούπολη, ωστόσο, εμφανίζει πληθυσμιακές απώλειες της τάξης του 35%. Εκτιμάται ότι αυτό οφείλεται στην ελκτικότητα της Ξάνθης ως αστικού πόλου της περιοχής, η οποία καθ' όλη την τεσσαρακονταετία εμφανίζει σημαντική πληθυσμιακή αύξηση (22% το διάστημα 1961-1981 και 33% το διάστημα 1981-2001).

Η ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή αποδεικνύεται από πλήθος τόπων και μνημείων αρχαιολογικής αξίας, που χρονολογούνται από τον 10o αιώνα π.Χ. έως τα βυζαντινά χρόνια. Επίσης, οι περισσότεροι από τους ορεινούς οικισμούς της ζώνης αυτής διαθέτουν ενδιαφέρον απόθεμα κτιρίων διαφόρων χρήσεων και τύπων (βλ. Εικόνες 9 και 10). Τα περισσότερα από αυτά τα κτίρια στέκουν σήμερα εγκαταλειμμένα στη φυσική φθορά του χρόνου και μοιάζουν να απορροφούνται σιγά σιγά από το έδαφος. Δεν είναι όμως μόνο τα κτίρια. Η ανθρώπινη παρουσία και ο μόχθος έχουν εγγραφεί στο τοπίο με μικρές κατασκευές στην ύπαιθρο, όπως διαμορφωμένα μονοπάτια, αναλημματικοί τοίχοι και αναβαθμοί, γεφυράκια, βρύσες, εκκλησάκια (βλ. Εικόνα 11).

Γ.Π. και Α.Δ.


 

Εισαγωγή

Τα τοπία του Νέστου ποταμού

 

 

Ζώνη Α

Ορεινή ζώνη Φαλακρού όρους- Δυτικής Ροδόπης

 

 

Ζώνη B

Υδροηλεκτρικά φράγματα Θησαυρού και Πλατανόβρυσης

 

Ζώνη Δ

Στενά Νέστου (Θρακικά Τέμπη)

 

 

Ζώνη Ε

Πεδιάδα και Δέλτα του Νέστου

 

 

Επίλογος

Τα επτά τοπία του Νέστου

 

 

WEB_AERIAL_NEST_A

Φωτογραφία Ν.Δ., 2004.

WEB_MAP_NESTOS

Ζώνη Α: Ορεινή ζώνη Φαλακρού όρους - Δυτικής Ροδόπης

Στην αεροφωτογραφία, σε πρώτο πλάνο, διακρίνουμε τη νέα γέφυρα που συνδέει τον οικισμό Ποταμοί με τη δυτική όχθη του Νέστου, αντικαθιστώντας την παλαιά, η οποία βρίσκεται στην πλημμυρισμένη έκταση μαζί με τμήμα του οδικού δικτύου. Διακρίνονται ακόμη τα πλημμυρισμένα τμήματα της κοιλάδας και οι – μικρής έκτασης – εναπομείνασες γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Στη μέση της φωτογραφίας φαίνεται ο οικισμός, που αναπτύσσεται σε υψόμετρο 380 μ. περίπου, ανάμεσα στον Νέστο και το σημαντικό ρέμα Δεσπάτη ποταμό, έναν από τους πολλούς απορροείς από τους οποίους τροφοδοτείται ο Νέστος στο ελληνικό έδαφος. Στο βάθος διακρίνονται υψώματα που ανήκουν στην οροσειρά της δυτικής Ροδόπης. Οι κορυφές που διακρίνονται στον συγκεκριμένο σχηματισμό φθάνουν από 1350 μ. έως 1600 μ. υψόμετρο και βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος.

Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνεται το τμήμα του ποταμού από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα έως το σύστημα των φραγμάτων Θησαυρού και Πλατανόβρυσης. Αναπτύσσεται σε βαθιές ορεινές κοιλάδες με απότομες κλίσεις πρανών. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η πλατιά κοιλάδα στην περιοχή των οικισμών Ποταμοί και Πέρασμα, όπου βρίσκονταν και οι πιο αποδοτικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Εκεί ο Νέστος μέσω των διαδικασιών απόθεσης και διάβρωσης έχει οδηγηθεί στη δημιουργία μαιανδρισμών, την πρόσχωση εκτάσεων και την παραγωγή νέων εδαφών. Πριν από την κατασκευή των φραγμάτων ο ποταμός αναπτυσσόταν σε υψόμετρα της τάξης των 250 μ. - 300 μ. (βλ. Σχήμα 1). Μετά το φράγμα, πέρα από την τεχνητή λίμνη έχει πλημμυρίσει μία ευρύτερη ζώνη, μήκους περί τα 50 χλμ. και μέσου πλάτους 250 μ. (το μέγιστο πλάτος ξεπερνά κατά τόπους τα 400 μ.) (βλ. Εικόνα 1), ενώ η μέση στάθμη των υδάτων ακολουθεί την ισοϋψή καμπύλη των 360 μ. (βλ. Εικόνα 2).  Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στην περιοχή των οικισμών Ποταμοί και Πέρασμα. Ειδικά το Πέρασμα έχει μετατραπεί σε παραλίμνιο οικισμό, με το νερό να ακουμπά τα πρώτα σπίτια.

Τα οικοσυστήματα που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή είναι ορεινού τύπου (βλ. Σχήμα 2). Στην οροσειρά της Ροδόπης περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία δασικών ειδών, όπως η δρυς, η πεύκη, η ελάτη και η οξιά (βλ. Εικόνα 3). Στην περιοχή βόρεια του οικισμού Ποταμοί έχουμε το νοτιότερο σημείο στην Ευρώπη όπου διατηρείται ένα συμπαγές και εκτεταμένο δάσος σημύδας. Επίσης χαρακτηριστικό είναι και το συμπαγές δάσος της Ελατιάς (ερυθρελάτη) βόρεια του Σιδηρόνερου. Οι δασικές περιοχές στο Φαλακρό όρος περιλαμβάνουν κυρίως μαύρη πεύκη και μακία βλάστηση (βλ. Εικόνα 4). Ψηλότερα από τα 1500 μ., στις κορυφές του βουνού, απαντάται ελάχιστη δενδρώδης βλάστηση και – μόλις υποχωρούν τα χιόνια – δημιουργούνται λιβάδια στα οποία παρατηρείται έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα. Μαρτυρίες άλλωστε επιμένουν ότι και στις υπόλοιπες ορεινές περιοχές, πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυριαρχούσαν οι βοσκότοποι, ενώ τα δάση ήταν περιορισμένα. Στη συνέχεια, με την εγκατάλειψη τόσο της κτηνοτροφικής δραστηριότητας όσο και των ορεινών οικισμών, οι βοσκότοποι δασώθηκαν παρουσιάζοντας τη σημερινή εικόνα.

Η άγρια πανίδα της περιοχής είναι σημαντική. Έχει καταγραφεί η παρουσία της αρκούδας, του λύκου, του τσακαλιού, του αγριόγατου, της αλεπούς, του αγριογούρουνου (βλ. Εικόνα 5), του ελαφιού, του ζαρκαδιού και του αγριόγιδου. Οι δασικές εκτάσεις φιλοξενούν βέβαια πλήθος άλλων μικρότερων ειδών. Αντίστοιχα σημαντική είναι και η παρουσία της ορνιθοπανίδας, με σημαντικότερους εκπροσώπους τούς αετούς και τα γερακοειδή, ενώ έχει αναφερθεί και η παρουσία του γύπα. Μετά την κατασκευή των φραγμάτων έχουν διαταραχθεί σε σημαντικό βαθμό οι συνθήκες φωλιάσματος και τροφοληψίας, τόσο για τα ζώα όσο και για τα πουλιά, καθώς έχουν εκλείψει οι ομαλές γραμμικές ζώνες των παραποτάμιων εκτάσεων. Παρ’ όλα αυτά, σε αρκετά σημεία της κοιλάδας στην περιοχή των οικισμών Ποταμοί και Πέρασμα, όπου δημιουργούνται λίμνες με σχετικά μικρό βάθος και ομαλές όχθες, έχουν παρατηρηθεί εποχιακές συγκεντρώσεις παρυδάτιων πουλιών, τα οποία κανονικά δεν απαντώνται στον άνω ρου των ποταμών.

Οι ανθρώπινες, παραγωγικές δραστηριότητες στην ορεινή ζώνη περιορίζονται στη γεωργία, την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Και στις δραστηριότητες αυτές πάντως δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη ένταση. Η γεωργία ασκείται αναγκαστικά στις εκτάσεις που απόμειναν μετά το πλημμύρισμα των κοιλάδων. Η κτηνοτροφία είναι περιορισμένη λόγω της εγκατάλειψης των περιοχών από τους κατοίκους τους. Παρ’ όλα αυτά, στους υφιστάμενους βοσκότοπους παρατηρούνται φαινόμενα υπερβόσκησης. Η υλοτομία, τουλάχιστον στην περιοχή αυτή, γίνεται με ήπιες μεθόδους, λόγω περιορισμών που τίθενται από το φυσικό ανάγλυφο και τις καιρικές συνθήκες. Έτσι, η δραστηριότητα περιορίζεται σε ορισμένους μήνες το χρόνο. Επίσης η πρόσβαση στις περιοχές υλοτομίας, λόγω της έλλειψης δρόμων και του δύσβατου των περιοχών, γίνεται με υποζύγια και μεταφόρτωση σε φορτηγά σε επιλεγμένες θέσεις. Αυτή η μέθοδος εξηγεί το γεγονός ότι συνεχίζεται η εκτροφή μουλαριών και αλόγων. Στις ανατολικές υπώρειες του Φαλακρού όρους και συγκεκριμένα στους οικισμούς Βώλακας και Γρανίτης αναπτύσσεται σταδιακά χειμερινός τουρισμός σε άμεση σύνδεση με το χιονοδρομικό κέντρο του βουνού (βλ. Εικόνα 6). Άλλωστε και οι δύο οικισμοί βρίσκονται πάνω στο βασικό οδικό δίκτυο που συνδέει την πόλη της Δράμας με το Νευροκόπι, το οποίο παραμένει “ανοικτό” ανεξαρτήτως συνθηκών. Αυτή όμως η δραστηριότητα δε φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τους υπόλοιπους οικισμούς. Από τους οικισμούς της λεκάνης απορροής του Νέστου οι Ποταμοί διαθέτουν ένα δημοτικό ξενώνα και το Σιδηρόνερο δύο ξενοδοχεία μικρής δυναμικότητας. Βορειότερα από το Σιδηρόνερο υπάρχει και το “δασικό χωριό” της Ελατιάς. Στο σύνολό της, όμως, η επισκεψιμότητα αυτών των καταλυμάτων είναι μικρή, καθώς, αφού δεν υπάρχει άμεση σύνδεσή τους με το χιονοδρομικό κέντρο και έτσι αναφέρονται μόνο σε εναλλακτικές τουριστικές δραστηριότητες.

Στην ορεινή αυτή ζώνη εντοπίζονται δύο βασικές συγκεντρώσεις ενεργών οικισμών (βλ. Σχήματα 3 και 4). Η πρώτη αναπτύσσεται βόρεια και περιλαμβάνει τους οικισμούς Ποταμοί (413 κάτοικοι), Πέρασμα (28 κάτ.), Μικροκλεισούρα (119 κάτ.) και Μικρομηλιά (62 κάτ.). Στο σύνολό της η ενότητα αυτή ανήκει στον Δήμο Κάτω Νευροκοπίου του Νομού Δράμας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όλοι οι ενεργοί οικισμοί του δήμου αναπτύσσονται στην ουσία πάνω στον άξονα Δράμα - Κάτω Νευροκόπι - Ποταμοί, ο οποίος κινείται στα βορειοανατολικά του όρους Φαλακρό και μέχρι το Κάτω Νευροκόπι έχει πολύ καλά χαρακτηριστικά. Στην πορεία του ο άξονας αυτός συναντά και άλλους οικισμούς – σημαντικότερος από τους οποίους είναι το Παγονέρι – οι οποίοι όμως βρίσκονται εκτός της λεκάνης απορροής του Νέστου. Αντίστοιχα, η δεύτερη οικιστική συγκέντρωση αναπτύσσεται κατά μήκος του δεύτερου άξονα που οδηγεί από την πόλη της Δράμας προς τον ορεινό όγκο και καταλήγει συγκεκριμένα στο Σιδηρόνερο. Οι οικισμοί της ενότητας αυτής είναι το Σιδηρόνερο (206 κάτοικοι) (βλ. Εικόνα 7), το Καλλίκαρπο (50 κάτ.), το Οροπέδιο (40 κάτ.) και οι Παππάδες (50 κάτ.), συγκροτούν δε την κοινότητα Σιδηρόνερου του Νομού Δράμας. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι, στην πραγματικότητα, οι οικισμοί που αριθμούν κάτω από 50 κατοίκους βρίσκονται πολύ κοντά στην εγκατάλειψή τους, αν δεν έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Στο επίπεδο των κοινωνικών και διοικητικών υποδομών οι Ποταμοί διαθέτουν δημοτικό σχολείο, ενώ για τις υπόλοιπες ανάγκες τους εξυπηρετούνται κατά σειρά από το Κάτω Νευροκόπι και τη Δράμα. Το Σιδηρόνερο δε διαθέτει κανένα σχολείο (ενώ είναι έδρα κοινότητας) και έχει ακόμη δασονομείο, αστυνομικό τμήμα και ταχυδρομείο. Για τις υπόλοιπες ανάγκες τους οι κάτοικοι μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο στη Δράμα. Οι υπόλοιποι οικισμοί δεν διαθέτουν κανενός είδους κοινωνικές ή διοικητικές υποδομές.

Όπως είδαμε, υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στους σημαντικότερους οικισμούς και στη χάραξη του οδικού δικτύου. Πράγματι, το δίκτυο είχε στόχο να ενώσει τους σημαντικότερους οικισμούς με την πόλη της Δράμας. Έτσι, έχουμε δύο γραμμικούς άξονες στα βορειοανατολικά και τα νοτιοανατολικά του όρους Φαλακρό που αποτελεί και το μεγαλύτερο φυσικό εμπόδιο ανάμεσα στους ορεινούς οικισμούς και τη Δράμα. Αντίθετα, το υπόλοιπο οδικό δίκτυο που ένωνε τους ορεινούς οικισμούς μεταξύ τους, παρά το ότι εμφαίνεται σε διάφορους χάρτες, αφέθηκε να απαξιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα να μην αναγνωρίζεται, καθώς έχει πια σε μεγάλο βαθμό ανακαταληφθεί από τη φύση, όπως άλλωστε και οι ερειπωμένοι σήμερα οικισμοί. Για το υφιστάμενο οδικό δίκτυο η κατασκευή και λειτουργία των φραγμάτων είχε θετικές συνέπειες. Ενόψει του πλημμυρίσματος των ορεινών κοιλάδων, κρίθηκε απαραίτητο να αποκατασταθούν οι συνδέσεις, με την κατασκευή κοιλαδογεφυρών. Αυτές αντικατέστησαν τις παλαιές γέφυρες οι οποίες βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό σημείο και η διάβασή τους γινόταν μετά από κάθοδο στην βάση της κοιλάδας (κάθοδος απότομη, με συνεχείς στροφές, που συνοδεύονταν από αντίστοιχα δύσκολη άνοδο μετά το πέρασμα). Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις της γέφυρας στους Ποταμούς και αυτή της σύνδεσης του Σιδηρόνερου, όπου δύο συνεχόμενες γέφυρες στο φρύδι του πρανούς της κοιλάδας αντικατέστησαν την παλαιά δύσκολη διαδρομή. Ακόμη, οι εργοταξιακοί δρόμοι που δημιουργήθηκαν για να υποστηρίξουν την κατασκευή των φραγμάτων λειτούργησαν στη συνέχεια ως μέρος του οδικού δικτύου.

Όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς στον σχετικό χάρτη, ανάμεσα στις δύο οικιστικές συγκεντρώσεις που περιγράψαμε υπήρχε μία πλειάδα οικισμών τόσο στο τμήμα που βρίσκεται νότια όσο και σ’ αυτό που βρίσκεται βόρεια του Νέστου. Από αυτούς πολλοί εγκαταλείφθηκαν ήδη από την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων λόγω των πιέσεων των Βούλγαρων. Οι περισσότεροι, πάντως, εγκαταλείφθηκαν την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή του εμφυλίου αμέσως μετά. Λιγότεροι εγκαταλείφθηκαν την περίοδο 1951-1981, στη φάση της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, και μόνο ένας (το Δέλτα στο δημοτικό διαμέρισμα Ποταμών) την περίοδο 1981-2001. Γενικότερα, το σύνολο των οικισμών της ορεινής ζώνης του Νομού Δράμας την περίοδο 1961-1981 βίωσε συνθήκες σημαντικής πληθυσμιακής μείωσης, της τάξης του 50% έως 100% (βλ. Σχήμα 5). Από αυτούς που ανήκουν στη λεκάνη απορροής μόνο οι Ποταμοί περιόρισαν σχετικά τις απώλειές τους (-47%). Την επόμενη εικοσαετία (1981-2001) οι οικισμοί που δεν εγκαταλείφθηκαν παρουσίασαν πληθυσμιακή σταθερότητα και, σε κάποιες περιπτώσεις, μικρότερη ή μεγαλύτερη αύξηση (βλ. Σχήμα 6). Οι Ποταμοί, την εικοσαετία αυτή, παρουσίασαν μία αύξηση της τάξης του 4%. Αντίθετα, το Σιδηρόνερο εμφάνισε μείωση της τάξης του 5%. Πάντως δε φαίνεται να καρπώθηκαν κάποιο σημαντικό ποσοστό από την επιστροφή των μεταναστών και βέβαια δεν κατέληξαν σ’ αυτούς τους οικισμούς κάποιοι από του παλιννοστούντες ελληνικής καταγωγής από τις χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Τα δύο αυτά ρεύματα είναι οι βασικές αιτίες συγκράτησης ή και αύξησης του πληθυσμού της Θράκης. Χαρακτηριστικά, το αστικό κέντρο της περιοχής, η πόλη της Δράμας, παρουσίασε πληθυσμιακή αύξηση 10,7% την εικοσαετία 1951-1971, καθώς καρπώθηκε μέρος της εσωτερικής μετανάστευσης (από τα χωριά στα αστικά κέντρα) παρ’ όλο που και η ίδια έχασε κόσμο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και το εξωτερικό. Αντίστοιχα, την επόμενη εικοσαετία κέρδισε περίπου 18% καθώς αποτέλεσε τόπο εγκατάστασης για το μεγαλύτερο μέρος των παλιννοστούντων στον νομό.

Γ.Π. και Α.Δ.


 

Εισαγωγή

Τα τοπία του Νέστου ποταμού

 

 

Ζώνη B

Υδροηλεκτρικά φράγματα Θησαυρού και Πλατανόβρυσης

 

Ζώνη Γ

Κεντρική ημιορεινή ενότητα Παρανεστίου-Σταυρούπολης

 

 

Ζώνη Δ

Στενά Νέστου (Θρακικά Τέμπη)

 

 

Ζώνη Ε

Πεδιάδα και Δέλτα του Νέστου

 

 

Επίλογος

Τα επτά τοπία του Νέστου

 

 

WEB_AERIAL_NEST_B

Φωτογραφία Κ.Β., 2000.

WEB_MAP_NESTOS

Ζώνη Β: Υδροηλεκτρικά φράγματα Θησαυρού και Πλατανόβρυσης

Στην αεροφωτογραφία φαίνεται το φράγμα της Πλατανόβρυσης, την εποχή της κατασκευής του. Στα βόρεια (ανάντι) του φράγματος, το νερό έχει αρχίσει ήδη να πλημμυρίζει την κοιλάδα σχηματίζοντας τεχνητή λίμνη. Ως θέση του φράγματος έχει επιλεγεί το στενότερο ίσως σημείο της κοιλάδας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μειώνεται το μήκος του και επιτρέπεται η κατασκευή του από σκυρόδεμα (σε αντίθεση με αυτό του Θησαυρού). Αυτή η “οικονομία”, όμως, δεν μπόρεσε να μειώσει ουσιαστικά τον συνολικό βαθμό επέμβασης στο φυσικό τοπίο: φτιάχτηκαν δρόμοι πρόσβασης στις διάφορες στάθμες της κατασκευής, μανδύες στερέωσης των πρανών και, αναπόφευκτα, το εργοτάξιο. Ένα μέρος, βέβαια, των παρεμβάσεων αυτών αποκαταστάθηκε μετά το πέρας της κατασκευής και το εργοτάξιο καλύφθηκε από τα νερά του ποταμού.

Η ζώνη των φραγμάτων στον Νέστο αποτελεί σημαντικό κόμβο στο ρου του ποταμού, καθώς πρόκειται για τεχνικά έργα τα οποία παρεμβαίνουν στο τοπίο με δραματικό τρόπο. Παρά τη γενική γνώση και τις φωτογραφίες από αντίστοιχα έργα, η εικόνα τους δημιουργεί αισθήματα δέους στον επισκέπτη. Δέος για την κλίμακα της παρέμβασης στο τοπίο και τη νέα σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στην παρθένα φύση και τα γιγάντια ανθρώπινα κατασκευάσματα. Δέος, επίσης, για μία παρέμβαση που “δαμάζει” το ποτάμι. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στη μέση στάθμη του νερού πριν από το φράγμα του Θησαυρού (τεχνητή λίμνη) και την αντίστοιχη μετά το φράγμα της Πλατανόβρυσης είναι της τάξης των 250 μ., ενώ τα πλημμυρισμένα τμήματα εκτείνονται σε μήκος 50 χλμ. ανάντι των φραγμάτων. Τέλος, ο επισκέπτης συνειδητοποιεί την ανθρώπινη ενέργεια που απαιτείται για να κατασκευαστούν και να λειτουργήσουν αυτές οι υποδομές που υποστηρίζουν το παραγωγικό σύστημα και το επίπεδο ζωής στους οικισμούς και τα αστικά κέντρα.

Οι γεωγραφικές θέσεις των φραγμάτων βρίσκονται στα βόρεια-βορειοανατολικά του Παρανεστίου, απ’ όπου υπάρχει και η προσφορότερη οδική πρόσβαση (βλ. Σχήμα 1). Το φράγμα του Θησαυρού (βλ. Εικόνα 1), ένα ψηλό χωμάτινο φράγμα με αδιαπέραστο αργιλικό πυρήνα, άρχισε να λειτουργεί το 1997. Το ύψος του φτάνει τα 175 μ., γεγονός που το καθιστά ένα από τα ψηλότερα γεωφράγματα της Ευρώπης. Η τεχνητή λίμνη που δημιουργείται εισχωρεί στις κοιλάδες του ποταμού ανάντι του φράγματος έως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, συγκρατώντας μία ποσότητα νερού της τάξης των 700.000.000 κυβικών μέτρων. Το φράγμα της Πλατανόβρυσης (βλ. Εικόνα 2) έχει κατασκευαστεί περίπου 7,5 χλμ. (σε ευθεία γραμμή – 12 οδικά χιλιόμετρα περίπου) κατάντι και νοτιοανατολικά του Θησαυρού. Είναι φράγμα σκυροδέματος και άρχισε να λειτουργεί το 1999. Η τεχνητή λίμνη που δημιουργείται συγκρατεί ποσότητα νερού της τάξης των 90.000.000 κ.μ. Τα δύο φράγματα λειτουργούν συμπληρωματικά ως ενιαίο σύστημα. Συγκεκριμένα, πέρα από τη δυνατότητα επανάχρησης των υδάτων που απελευθερώνονται από το φράγμα Θησαυρού, υπάρχει δυνατότητα άντλησης του νερού από την τεχνητή λίμνη της Πλατανόβρυσης σε αυτή του Θησαυρού, διαδικασία που συνήθως επαναλαμβάνεται κάθε 24ωρο, στη διάρκεια της νύχτας, με τη χρήση της περίσσειας φορτίου (μειωμένη ζήτηση). Η συνολική ηλεκτροπαραγωγός ισχύς των φραγμάτων φτάνει τα 500 MW.

Για την αποτελεσματική λειτουργία των φραγμάτων έχει υπάρξει διακρατική συμφωνία με τη βουλγαρική πλευρά, η οποία ανέλαβε την υποχρέωση να επιτρέπει την παροχέτευση τουλάχιστον του 29% των υδάτων του ποταμού στο ελληνικό έδαφος. Οι συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία των φραγμάτων συνίστανται κυρίως στην όχληση και τις μεταβολές που επέφεραν στην άμεση περιοχή τους κατά τη φάση της κατασκευής και στο πλημμύρισμα και την εξαφάνιση κάποιων σημαντικών ορεινών παραποτάμιων βιοτόπων. Πλημμύρισαν, επιπλέον, και γεωργικές εκτάσεις. Στο οικοσύστημα του Δέλτα του ποταμού δεν φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές συνέπειες από την ύπαρξη των συγκεκριμένων φραγμάτων, καθώς δεν δεσμεύονται ύδατα για αρδευτικούς σκοπούς. Αντίθετα, σημαντική είναι η δέσμευση υδάτων στη βουλγαρική πλευρά αλλά και στις πεδινές εκτάσεις του ποταμού (φράγμα “Τοξοτών”). Υπάρχει όμως, σε κάθε περίπτωση, συγκράτηση φερτών υλών, που αλλάζει τη σύσταση των υδάτων. Μία άλλη επίπτωση, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι κάτοικοι της Ξάνθης, είναι αυτή της αλλαγής του κλίματος (πιο υγρό και βροχερό, ιδιαίτερα τα ζεστά καλοκαιρινά μεσημέρια) σε μία ευρεία ζώνη επιρροής του έργου. Η επίπτωση αυτή, πάντως, δεν έχει επιβεβαιωθεί επιστημονικά.

Γ.Π. και Α.Δ.



 

Εισαγωγή

Τα τοπία του Νέστου ποταμού

 

 

Ζώνη Α

Ορεινή ζώνη Φαλακρού όρους- Δυτικής Ροδόπης

 

 

Ζώνη Γ

Κεντρική ημιορεινή ενότητα Παρανεστίου-Σταυρούπολης

 

 

Ζώνη Δ

Στενά Νέστου (Θρακικά Τέμπη)

 

 

Ζώνη Ε

Πεδιάδα και Δέλτα του Νέστου

 

 

Επίλογος

Τα επτά τοπία του Νέστου