WEB_AERIAL_Lav_02

                                                                                                                                                                                                                                     Φωτογραφία Ν.Δ., 2008.

2. Φυσικό / οικολογικό τοπίο

Όπως φαίνεται στην αεροφωτογραφία, η ορογραφία της Λαυρεωτικής είναι ένα συνεχές κυματιστό ανάγλυφο, σημαντικό κομμάτι του οποίου καλύπτεται με δασικές εκτάσεις πευκοδάσους και μακίας. Εξαιρέσεις αποτελούν η πεδιάδα της Αναβύσσου, οι πεδινές περιοχές νότια των Μεσογείων στον άξονα Καλύβια Θορικού/Κουβαράς/Κερατέα και τα περίχωρα του Λαυρίου. Παρατηρούμε επίσης τον έντονο διαμελισμό των ακτών (τυπικό στοιχείο των ελληνικών παράκτιων περιοχών) και κάποιους μεμονωμένους λόφους χαμηλών υψομέτρων, κυρίως στα ανατολικά και βόρεια του Λαυρίου. Οι τελευταίοι προσλαμβάνονται ως σχετικά ανεξάρτητοι από το κυρίως ανάγλυφο και αναγνωρίζονται ως τοπόσημα. Στο βάθος της αεροφωτογραφίας δεξιά, διακρίνεται η Μακρόνησος.

Το σύνολο της Λαυρεωτικής μπορεί να περιγραφεί ως ένα ξηρό μεσογειακό τοπίο (βλ. Σχήμα 1) με ενδιαφέρον ανάγλυφο (βλ. Σχήμα 2) και με τρεις βασικούς ορεινούς όγκους (υψόμετρα από 400 έως 636 μ.). Οι χαρτογραφικές αναπαραστάσεις του ανάγλυφου του εδάφους και η έκθεσή του στο φως (βλ. Σχήμα 3) επιβεβαιώνουν την προηγούμενη περιγραφή και συμπληρώνουν την εικόνα όσον αφορά την πρόσληψη της μορφολογίας ενός τοπίου με συνεχείς εναλλαγές στην κλίση αλλά και μεγάλη ποικιλία στον προσανατολισμό και άρα στον φωτισμό του. Ο κυματισμός του ανάγλυφου μέσα από τη συνεχή εναλλαγή πχ. βόρειου και δυτικού προσανατολισμού κάνει ακόμα πιο εύληπτη την ορεινή περιοχή που ξεκινά από τα πεδινά της Ανάβυσσου και φτάνει μέχρι το βορειοανατολικό σύνορο της περιοχής (βλ. Εικόνα 1). Η ίδια σχέση επαναλαμβάνεται προς τα δυτικά διασχίζοντας το κέντρο του Εθνικού Δρυμού, και ορίζει με ακρίβεια το μισό και μοναδικό ορατό από την ενδοχώρα ανάγλυφο της Μακρόνησου.

Το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου αντιστοιχεί σε συνθήκες νότιου προσανατολισμού. Εξαιρέσεις αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του Πατρόκλου και μεγάλες εκτάσεις στο βόρειο σύνορο της περιοχής μελέτης, που έχουν βόρειο προσανατολισμό και αντιστοιχούν σε περιοχές με περισσότερη σκιά. Η παρατήρηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τη γενική αντίληψη περί της στιλπνής φωτεινότητας του αττικού τοπίου, στοιχείο που σήμερα περιορίζεται λόγω της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και των γενικότερων κλιματικών αλλαγών.

Τα ιδιαίτερα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής αποτυπώνονται στα Σχήματα 4 και 5. Τα γεωλογικά δεδομένα και η γεωμορφολογία έχουν επιδράσει στις χρήσεις γης, τα δίκτυα πρόσβασης και τελικά στην οικονομική και αστική ανάπτυξη. Από τα ορυχεία του 3000 π.Χ. και τη νεώτερη βιομηχανική ιστορία, μέχρι την υπάρχουσα βλάστηση, οι γεωλογικές ιδιαιτερότητες σε συνδυασμό με το κλίμα αποτελούν την πρώτη βασική μεταβλητή “μακράς διάρκειας” για την δημιουργία της εικόνας του τοπίου της Λαυρεωτικής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τη πλευρά του τοπίου έχει η δολίνη το “Χάος του Κίτσου”, που βρίσκεται κοντά στην Καμάριζα. Το “Χάος”, όπως το λένε οι ντόπιοι, είναι ένα εντυπωσιακό κυκλικό, φυσικό κατακρήμνισμα τύπου καρστ, με διάμετρο περίπου 155 μ. και βάθος 50 μ. (βλ. Εικόνα 2). Δημιουργήθηκε κατά το τεταρτογενές σε πετρώματα με εκτεταμένη παρουσία μαρμάρων και ασβεστόλιθων από την κατάρρευση οροφής λόγων διάβρωσης.

Η υδρολογία παρουσιάζει τα αναμενόμενα χαρακτηριστικά ενός μεσογειακού τοπίου με ελάχιστες βροχοπτώσεις, όπου το σταθερό υγρό στοιχείο απουσιάζει και το υδρογραφικό δίκτυο συμπίπτει με τους υδροφορείς μη σταθερής ροής/ρέματα και τις επιμέρους διακλαδώσεις τους. Έτσι το νερό γίνεται αντιληπτό όχι ως μόνιμη παρουσία αλλά ως ίχνος της διαδρομής που ακολουθεί κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων ή ως ίχνος διάβρωσης εκεί που η κλίση του εδάφους είναι μεγάλη. Στα πεδινά η υδρογραφία γίνεται αντιληπτή μέσα από τις γραμμικές συνέχειες των ρεμάτων με οδηγό τη βλάστηση του σχετικού οικοσυστήματος που αποτελείται κυρίως από αμερικανικές καλαμιές (εισβάλλον είδος) (βλ. Εικόνα 3). Σύμφωνα με την ειδική χαρτογραφία παρατηρούμε (βλ. Σχήμα 6) μία έντονη παρουσία ρεμάτων στα βόρεια, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα. Τα σημαντικότερα ρέματα είναι δύο: αυτό που καταλήγει στον κόλπο του Θορικού και εκείνο που διασχίζει κεντρικά τη χερσόνησο από τον Άγ. Κωνσταντίνο και καταλήγει στο νότο, διαμορφώνοντας με προσχώσεις τα πεδινά των Λεγραινών.

Η βλάστηση αποτελεί την δεύτερη βασική μεταβλητή της διαμόρφωσης της εικόνας και της δυναμικής του τοπίου. Εξαρτάται άμεσα από την εμβέλεια της παρεμβατικότητας και τη συνεχή διαχείριση του τοπίου από τον άνθρωπο.  (βλ. Σχήμα 7) Η παράκτια βλάστηση η οποία ανήκει στο οικοσύστημα που αναπτύσσεται μεταξύ ξηράς και θάλασσας, εμφανίζεται ως μία ασυνεχής ζώνη, και αναπτύσσεται πλέον μόνο εκεί όπου η ανοικοδόμηση και η τουριστική εκμετάλλευση το επιτρέπουν. Στην παράκτια περιοχή, αλλά με μεγαλύτερο βάθος προς την ενδοχώρα, διακρίνουμε ευρύτερες αραιοχτισμένες περιοχές όπου η βλάστηση είναι αποτέλεσμα της ιδιωτικής φύτευσης και διαχείρισης μικρής έκτασης αγροκτημάτων. Η κάλυψη αυτών των περιοχών συνδυάζει αυτόχθονη βλάστηση, κηπευτικά και εισαγόμενα διακοσμητικά φυτά.

Τα δύο βασικά είδη φυτικής κάλυψης είναι (α) οι δασικές εκτάσεις, (βλ. Εικόνα 4) οι οποίες καταλαμβάνουν κυρίως τον ανατολικό ορεινό άξονα, και αποτελούν ενότητες με εναλλαγή από κωνοφόρα δάση και μικτά σύνολα από κωνοφόρα και μακία και (β) οι εκτεταμένες αγροτικές περιοχές, κυρίως με ελιές (βλ. Εικόνα 5). Μια χαρτογραφική αποτύπωση σε μικρότερη κλίμακα της δεύτερης κατηγορίας, θα έδειχνε ότι κατά τόπους το αγροτικό τοπίο είναι χαλαρό. Αυτό συμβαίνει κυρίως στα όρια των αγροτικών περιοχών και σε γειτονική σχέση με την ακτή, αλλά και κατά μήκος των αξόνων κυκλοφορίας. Το χαλαρό αυτό τοπίο βρίσκεται σε μια δυναμική εξέλιξη προς ένα αγρο/δασικο/οικιστικό μωσαϊκό (βλ. Εικόνα 6), αποτέλεσμα της οικοπεδοποίησης και της εγκατάλειψης της γεωργικής δραστηριότητας. Κατά τόπους, αυτό το μικτό πάτερν έχει ιδιαίτερη οικολογική σημασία, όπως δείχνουν οι πρόσφατες οικολογικές θεωρίες. Στο βόρειο τμήμα της περιοχής η οποία ξεκινά από την Ανάβυσσο και την παλαιά Φώκαια και ορίζεται από τους οικισμούς Φέριζα, Αρί, Σάκκα και Μητροπήσι λόγω της ασυνέχειας της δασικής έκτασης, τα ρέματα και οι πυκνώσεις των δενδρωδών περιοχών δημιουργούν τη βάση για τη σύνδεση των δασικών οικοσυστημάτων του Δρυμού με αυτών της Φέριζας, στα νότια του όρους Πάνειο.

Μ.Γ. και Κ.Χ.



Εισαγωγή

1. Η εξάρτηση και οι πιέσεις από τη μητροπολιτική Αθήνα και οι είσοδοι στην περιοχή

3. Αντιληπτικό και πολιτισμικό τοπίο

4. Το βιομηχανικό τοπίο

5. Το τοπίο της καθημερινότητας και των εργατικών αγώνων

6. Οι ενότητες τοπίων της Λαυρεωτικής

7. Η Λαυρεωτική και το αττικό τοπίο: οι πιέσεις