WEB_AERIAL_Lav_03

                                                                                                                                                                                                                                     Φωτογραφία Ν.Δ., 2008.

3. Αντιληπτικό και πολιτισμικό τοπίο

Όπως το συνολικό τοπίο της Αττικής έτσι και η Λαυρεωτική αποτελεί αρχαιολογικό και μυθολογικό έδαφος, εμπεριέχει σημαντικά ιστορικά ίχνη από πολλές ιστορικές περιόδους και συχνές φαντασιακές αναφορές. Ωστόσο, η σύγχρονη χρήση του λαυρεωτικού τοπίου χαρακτηρίζεται κυρίως από την αυθαίρετη οικοπεδοποίηση και δόμηση, όπως φαίνεται στην αεροφωτογραφία. Τα οικόπεδα και οι κατοικίες, είναι διάσπαρτα στις ομαλές πλαγιές και πυκνώνουν προς τη θάλασσα. Στον ορίζοντα φαίνεται η Μακρόνησος και στο άκρο δεξιά οι καμινάδες τις ΔΕΗ, στα όρια της πόλης του Λαυρίου. Η παράκτια οικιστική ανάπτυξη χαρακτηρίζει το σύνολο του αντιληπτικού τοπίου της Λαυρεωτικής, λόγω της καλής οδικής προσβασιμότητας από το εσωτερικό και της τακτικής διέλευσης επιβατικών πλοίων προς τις Κυκλάδες (βλ. Σχήμα 1). Η αντίληψη αυτή θέτει στο περιθώριο τα άλλα σημαντικά στοιχεία του εσωτερικού της χερσονήσου.

Τα περισσότερα αρχαία μνημεία, όπως ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το θέατρο του Θορικού και ο μοναδικός πλούτος των αρχαίων μεταλλευτικών εγκαταστάσεων (βλ. Εικόνα 1), ανάγονται στον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. και συνδέονται με την ακμή της πόλης των Αθηνών. Μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. αρχίζει η παρακμή των μεταλλείων των οποίων η λειτουργία συνεχίζεται σε μικρή κλίμακα μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. Από τότε και μέχρι τον 19ο αιώνα, τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως είναι ελάχιστα καθώς η περιοχή σταδιακά ερημώθηκε. Εξαιτίας της θέσης της, η χερσόνησος συνδέθηκε με ορμητήριο πειρατών και τελικά μετατράπηκε σε σταθμό ανεφοδιασμού πλοίων.

Μετά το 1860, χρονιά ορόσημο, αρχίζει μια νέα περίοδος ακμής της περιοχής επικεντρωμένη στη δυτική ζώνη γειτονικά του Λαυρίου που διαρκεί 120 χρόνια. Ιδρύεται η Ελληνική και η Γαλλική μεταλλευτική εταιρεία για την εκμετάλλευση των μεταλλοφόρων κοιτασμάτων και σχεδιάζεται η βιομηχανική πόλη-λιμάνι του Λαυρίου (βλ. Εικόνες 2 και 3). Μετά το τέλος αυτής της περιόδου ξεκινά η σταδιακή αποβιομηχάνιση του Λαυρίου και της ευρύτερης περιοχής, η έντονη παραγωγική αναδιάρθρωση και η σταδιακή μετατροπή της χερσονήσου σε περιοχή δεύτερης κατοικίας (νόμιμης και αυθαίρετης) και τουρισμού.

Τα δεδομένα που συγκροτούν το αντιληπτικό τοπίο της χερσονήσου είναι:

(α) τα μνημεία, αρχαία και σύγχρονα

(β) το ομαλό εσωτερικό ανάγλυφο με πολλαπλές θεάσεις,

(γ)) η ακτογραμμή με τους πολλαπλούς ορίζοντες

(δ) η μόνιμη παρουσία “απέναντι” της Μακρονήσου και του Πατρόκλου ενώ με διαυγή ατμόσφαιρα φαίνονται η Κέα, η Κύθνος και η Αίγινα

(ε) το μεσογειακό δάσος με πεύκα, μακία και ελαιώνες σε χρωματική αντίθεση με τη γυμνή πέτρα και τη σποραδική γραμμική βλάστηση, συνήθως στα όρια των οικοπέδων παράλληλα σε δρόμους

(ζ) η διάσπαρτη αυθαίρετη δόμηση εκτός των οργανωμένων οικισμών

(η) η πόλη και το λιμάνι του Λαυρίου και οι άλλοι οικισμοί

(θ) το δίκτυο των δρόμων που ορίζουν και τους άξονες της οικιστικής ανάπτυξης.

Οι οροσειρές ως συνεχείς παρουσίες, αλλά και κάποιοι λόφοι λόγω της διάβρωσης σε κλίση, έρχονται σε αντίθεση με τα καλλιεργημένα ή οικοδομημένα πεδινά και μετατρέπονται έτσι σε ευανάγνωστα φυσικά τοπόσημα, ιδίως για τους μόνιμους κατοίκους. Όπως μπορούμε να διακρίνουμε στον χάρτη (βλ. Σχήμα 2) η δυτική πλευρά της Μακρονήσου, είναι ένας μόνιμα ευανάγνωστος ορίζοντας κατά μήκος της ανατολικής ακτής, απόλυτα ορατός από τους τρείς βασικούς άξονες κυκλοφορίας (βλ. Σχήμα 3). Αντίστοιχο ρόλο παίζει το νησί του Πατρόκλου και οι λόφοι Όλυμπος και Πάνειον. Από τα σύγχρονα τοπόσημα, εκτός από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Γαλλικής Εταιρείας του 19ου αιώνα, στον κόλπο του Θορικού ξεχωρίζουν οι καμινάδες της ΔΕΗ (βλ. Εικόνα 4).

Ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο είναι ένα τοπόσημο παγκοσμίου σημασίας και συνιστά το βασικό τουριστικό πόλο έλξης της περιοχής. Όταν τον πλησιάζει κανείς από την ξηρά, η σημασία του γίνεται αντιληπτή μόνο από κοντά. Αντιθέτως από τη θάλασσα είναι ορατός από μεγάλες αποστάσεις και αυτό επιβεβαιώνει τη σηματοδότησή του στην αρχαία μυθολογία αλλά και στη σύγχρονη ναυσιπλοΐα, ο “κάβο κολώνες” για τους ναυτικούς. Στο Σχήμα 4 παρουσιάζονται οι θεάσεις από και προς το ναό στις οποίες γίνεται φανερή η κυρίαρχη θέση του μνημείου ως προς το Αιγαίο και τα νησιά αλλά και η περιορισμένη σημασία του για την ενδοχώρα της Λαυρεωτικής. Μοιάζει σαν να “της έχει γυρίσει τη πλάτη”, μια διαχρονική απαξίωση του μεταλλευτικού/βιομηχανικού μόχθου που χαρακτηρίζει το τοπίο της ενδοχώρας. Οι μακρινές θεάσεις από το ναό που έχουν αποτυπωθεί στο χάρτη, συνομιλούν με τους μύθους για την “ορατή ασπίδα στην Κρήτη”, την οπτική σχέση με το ναό της Αφαίας στην Αίγινα αλλά όχι και με την Ακρόπολη. Τα τρία μνημεία δεν αποτελούν κορυφές ισοσκελούς τριγώνου, όπως συχνά λανθασμένα αναφέρεται, και ίσως ο ρόλος του ναού του Ποσειδώνα ως φρυκτωρίας για την Αθήνα να λειτουργούσε μέσω Αίγινας.

Ο πλούτος από αρχαιολογικά και γεωλογικά μνημεία και το πυκνό δίκτυο ιστορικών τοποθεσιών αποτελούν την απτή απόδειξη του πολιτιστικού και ιστορικού βάθους της περιοχής. Το γεγονός αυτό περνάει σχεδόν απαρατήρητο για τους επισκέπτες λόγω της απουσίας συντονισμένης διαχείρισης αλλά και εξαιτίας της ταύτισης της περιοχής αποκλειστικά με το Ναό του Ποσειδώνα ή της κυρίαρχης αναπαράστασής της ως βιομηχανικής με τις λιγοστές συντηρημένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις (βλ. Σχήμα 5).

“Απέναντι”, το νησί της Μακρονήσου (το νησί της Ελένης κατά Στράβωνα) συντηρεί τις μνήμες των φυλακών, της εξορίας και των στρατοπέδων πολιτικών κρατουμένων από το 1947 μέχρι το 1955 (βλ. Εικόνα 5). Ολόκληρο το νησί ανακηρύχθηκε ιστορικός τόπος το 1989 ώστε να διατηρηθούν όλα τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις, πολλά από τα οποία είχαν κτιστεί από τους ίδιους τους κρατούμενους. Το 1995 ειδικό διάταγμα καθορίζει αυστηρές απαγορεύσεις για όλες τις χρήσεις και αυτή είναι η αιτία που έχει ελεγχθεί, ως ένα βαθμό, η αυθαίρετη δόμηση. Όμως ο δήμος Κέας, στον οποίο υπάγεται διοικητικά, το έχει εκχωρήσει για κτηνοτροφική χρήση και υπάρχουν πιέσεις για αλλαγή του καθεστώτος προστασίας με σκοπό τη δημιουργία αιολικού πάρκου από ιδιώτες.

Το “κολαστήριο” της Μακρονήσου λειτούργησε ως στρατόπεδο ηθικής και σωματικής εξόντωσης και τρομοκράτησης των αντιφρονούντων σε κλίμακα πρωτοφανή για την Ελλάδα. Στο διάστημα 1947-1950 πέρασαν από τη Μακρόνησο 27.000 οπλίτες, 1.100 αξιωματικοί και 30.000 οπλίτες (βλ. Εικόνα 6). Μετά τη λήξη του εμφυλίου καταργήθηκαν τα στρατόπεδα για τους πολιτικούς κρατούμενους που μεταφέρθηκαν σε άλλα νησιά αλλά ως το 1955 διατηρήθηκαν τα τάγματα “σκαπανέων”. Οι στρατιωτικές φυλακές καταργήθηκαν το 1961, οπότε και έληξαν όλες οι λειτουργίες στο νησί.

Η εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής στη χερσόνησο κάτω από την πίεση των τάσεων αστικοποίησης, έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της χρήσης της γης και τη μετατροπή της σε τόπο παραθερισμού κυρίως στο θαλάσσιο μέτωπο. Αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως των κλίσεων του ανάγλυφου, με μοναδικό κριτήριο την απόσταση από τη θάλασσα και τη θέα προς αυτήν. Δημιουργούνται έτσι διακριτές οικιστικές συγκεντρώσεις ανά όρμο και το τελικό αποτέλεσμα για το τοπίο είναι μια ομογενοποιημένη, με ελάχιστα κενά, συνεχής δομημένη ζώνη.

Το οδικό δίκτυο όπως αναφέραμε αποτελείται από τρεις βασικούς άξονες κυκλοφορίας. Παρατηρώντας προσεκτικά την οδική χαρτογραφία (βλ. Σχήμα 6) πέρα από την πληροφορία που αφορά τις διακλαδώσεις του τοπικού δικτύου και τους βασικούς σταθμούς της θαλάσσιας συγκοινωνίας και μεταφοράς, αναδεικνύονται δύο αντιθετικά πάτερν τα οποία αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του τοπίου. Το πρώτο αφορά την απόλυτη απουσία οδικού δικτύου σε συγκεκριμένες ορεινές περιοχές, εκεί όπου η κλίση και το είδος του εδάφους δεν το επιτρέπουν, εκεί όπου υφίστανται απαγορεύσεις, ή η απόσταση από τη θάλασσα κάνει αδιάφορη την εντατική χρήση της γης. Το δεύτερο αφορά την υπερβολική κατάτμηση-οικοπεδοποίηση ευρύτερων περιοχών με μοναδικό στόχο την ατομική οδική πρόσβαση. Προκύπτουν έτσι μεγάλες περιοχές, συνήθως παράκτιες, με ένα πυκνό και συχνά επισφαλές οδικό δίκτυο, προηγούμενο ή επακόλουθο της οικοπεδοποίησης (βλ. Εικόνα 7), χωρίς συνολικό σχεδιασμό και συσχετισμό με τα υπόλοιπα δίκτυα (αποχέτευσης κλπ.) και με μόνο θετικό στοιχείο την κατασκευαστική αυτονομία.

Η διάνοιξη δρόμων στην περιοχή του φυσικού Δρυμού δεν έχει καταγραφεί σε χάρτη, ωστόσο είναι αξιοσημείωτη η παρουσία τους στο δασικό χώρο με ιδιαίτερες επιπτώσεις στο αντιληπτικό τοπίο. Αφενός είναι απαραίτητη η ύπαρξή τους για την καλύτερη διαχείριση του δάσους και την πυροπροστασία, αφετέρου αποτελούν απόδειξη της έλλειψης προσέγγισης από τη πλευρά του τοπίου στο σχεδιασμό τους (βλ. Εικόνα 8).

Ως προς τις χρήσεις γης, το σύνολο της χερσονήσου, με κέντρο την πόλη του Λαυρίου, συγκεντρώνει σχεδόν όλες τις περιπτώσεις που έχουν καταγραφεί σε αντίστοιχες μεσογειακές παράκτιες περιαστικές περιοχές (βλ. Σχήματα 7 και 8). Έχουμε συνεχείς αστικές δομές, παραθεριστική κατοικία, ξενοδοχεία, βιομηχανικές και αποθηκευτικές χρήσεις, αθλητικές εγκαταστάσεις και μεγάλες περιοχές με διάχυτη κατοικία σε ένα χαλαρό δίκτυο δόμησης. Η γενική παρατήρηση που προκύπτει από την ανάλυση της χαρτογραφικής απόδοσης των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του τοπίου αφορά την ελάχιστη επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι οικισμοί με ιστορική συνέχεια και οι σχετικά συμπαγείς περιφέρειές τους, σε σύγκριση με την αυξανόμενη επιφάνεια που καταλαμβάνει η κάλυψη μικτών περιοχών με αγροτικά χαρακτηριστικά και παραθεριστική/εποχιακή χρήση κατοικίας. Η συγκέντρωση των ξενοδοχείων βρίσκεται κυρίως στη δυτική ακτή μέχρι την περιοχή του Σουνίου και προδίδει την ελάχιστη τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, τουλάχιστον όσον αφορά οργανωμένα ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Κάποια τμήματά της ταυτίζονται με το τουριστικό φαντασιακό και ειδικά τους θερινούς μήνες αποτελούν τόπο διακοπών με υψηλές πυκνότητες. Ένα μεγάλο τμήμα του άξονα Σουνίου-φυσικού Δρυμού ταυτίζεται με μια από τις περιοχές διάχυτης κατοίκησης, γεγονός που καθιστά το νοτιοανατολικό τμήμα του Δρυμού ιδιαίτερα ευάλωτο. Οι πιέσεις που ασκούνται για ανάπτυξη και ανοικοδόμηση είναι έντονες, γι’ αυτό και η προστασία της χερσονήσου επιβάλλεται σε αυτήν την περιοχή.

Εκτός από τις δικές μας αναλύσεις για το αντιληπτικό τοπίο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις επισκεπτών από το Δήμο Καλλιθέας και μόνιμων κατοίκων από το Λαύριο. Σε έρευνα που έγινε το 2000 σε τυχαίο δείγμα κατοίκων του Δήμου Καλλιθέας (400 άτομα, γεωγραφική διασπορά σε όλο το δήμο, τυχαία δειγματοληψία ανά Ο.Τ.) στην ερώτηση (με κλειστές απαντήσεις) “τι συμβολίζει για σας η Λαυρεωτική και το Λαύριο”, οι απαντήσεις ήταν όπως φαίνονται στον Πίνακα 1.

Τα αρχαία μνημεία έρχονται τελευταία στη κατάταξη των συμβολισμών, σε αντίθεση με τη βιομηχανία, τα μεταλλεία, την υποβάθμιση και το λιμάνι που συγκροτούν την πλειοψηφία. Από εκείνους που δήλωσαν “άλλο”, οι απαντήσεις ήταν σχετικές με τη Μακρόνησο, τον τόπο εργασίας και τον παραθερισμό λόγω ιδιόκτητης κατοικίας. Από τους ερωτώμενους 67,5% είχαν επισκεφθεί κάποια περιοχή της Λαυρεωτικής και από αυτούς το 92,6% είχαν επισκεφθεί και το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Παρά το γεγονός αυτό, ο συμβολισμός “αρχαία μνημεία” είναι τελευταίος στο παραπάνω πίνακα. Ως προς τις ηλικιακές ομάδες των επισκεπτών το 65% ήταν άνω των 40 ετών: η Λαυρεωτική δεν προσελκύει τους νέους. Τέλος, από τους επισκέπτες 21% απέκτησαν μια γενικά θετική εικόνα για το τοπίο, 15% αρνητική και το υπόλοιπο απάντησε “δεν ξέρω/δεν απαντώ”.

Οι αντιλήψεις των μόνιμων κατοίκων συλλέχτηκαν μόνο στην πόλη του Λαυρίου το 2000 σε τυχαίο δείγμα 100 ατόμων (με γεωγραφική διασπορά στη πόλη). Γενικά όλοι/ες εκφράστηκαν με αγάπη και έντονα συναισθήματα για τον τόπο. Η ερώτηση ήταν η ίδια: “τι συμβολίζει για σας η Λαυρεωτική και το Λαύριο”. Για τους ντόπιους οι απαντήσεις δεν ήταν κλειστές αλλά ομαδοποιήθηκαν όπως φαίνεται στον Πίνακα 2.

Οι διαφορές με τους επισκέπτες από την Καλλιθέα δεν είναι σημαντικές αν δεχθούμε ότι η “υποβάθμιση-περιθωριοποίηση” αντιστοιχεί με την “ανεργία και άλλα κοινωνικά προβλήματα”. Έτσι, ντόπιοι και επισκέπτες κατατάσσουν ως πρώτα στοιχεία που συγκροτούν την αντίληψη για το Λαύριο τη βιομηχανία, το λιμάνι και την ανεργία/υποβάθμιση, δηλαδή δύο ορατές και άμεσες χρήσεις του τοπίου και ένα μη-ορατό στοιχείο, αλλά έντονα παρόν για την τοπική κοινωνία. Όλοι/ες οι ντόπιοι/ες έχουν επισκεφτεί πολλές φορές το ναό στο Σούνιο και γι’ αυτό τον αξιολογούν περισσότερο από τους επισκέπτες, πηγαίνουν συχνά στο Δρυμό και αγαπούν πολύ το τοπίο του “Χάους”, ένα κρυφό τοπίο για τους επισκέπτες. Τέλος τα προβλήματα της ρύπανσης τα θεωρούν λιγότερο σημαντικά από την ανεργία και την απομόνωση από την Αθήνα.

Οι παρατηρήσεις αυτές συμπληρώνουν τη δική μας αντιληπτική ανάλυση της Λαυρεωτικής και επιβεβαιώνουν τη θεωρητική μας θέση περί πολλαπλών αναγνώσεων του τοπίου.

Μ.Γ. και Κ.Χ.



Εισαγωγή

1. Η εξάρτηση και οι πιέσεις από τη μητροπολιτική Αθήνα και οι είσοδοι στην περιοχή

2. Φυσικό / οικολογικό τοπίο

4. Το βιομηχανικό τοπίο

5. Το τοπίο της καθημερινότητας και των εργατικών αγώνων

6. Οι ενότητες τοπίων της Λαυρεωτικής

7. Η Λαυρεωτική και το αττικό τοπίο: οι πιέσεις