WEB_AERIAL_Lav_06a

WEB_AERIAL_Lav_06b

                                                                                                                                                                                                                                     Φωτογραφίες Ν.Δ., 2008.

6. Οι ενότητες τοπίων της Λαυρεωτικής

Όπως γίνεται φανερό από τις αεροφωτογραφίες, η Λαυρεωτική αποτελεί παράδειγμα τοπίου με έντονη διαφοροποίηση μεταξύ της παράκτιας ζώνης και της ενδοχώρας. Η παραλιακή περιοχή, κυρίως η ανατολική ακτή, ταυτίζεται με το αναγνωρίσιμο ελληνικό τοπίο των “αυθαιρέτων τρίτης γενιάς” για εξοχική κατοικία. Στην πρώτη αεροφωτογραφία φαίνεται τμήμα της ανατολικής ακτής με πυκνή διάχυση των κατασκευών, οι οποίες φτάνουν μέχρι το χειμέριο κύμα. Έχει ενδιαφέρον το ασύμπτωτο του οδικού δικτύου που προκύπτει από την αυθαίρετη οικοπεδοποίηση. Σε αντίθεση με τις ακτές, η ενδοχώρα στην δεύτερη αεροφωτογραφία διατηρεί μεγάλες εκτάσεις χωρίς δόμηση, λόγω του καθεστώτος προστασίας του Εθνικού Δρυμού. Διακρίνονται οι δασικοί δρόμοι στο πευκόδασος, το Λαύριο και το νέο λιμάνι στο βάθος, αριστερά οι καμινάδες της ΔΕΗ και δεξιά στον ορίζοντα η Μακρόνησος.

Οι νοτιοδυτικές ακτές διατηρούν κάποια από τα παγκόσμια αναγνωρισμένα χαρακτηριστικά του μεσογειακού παραθαλάσσιου τοπίου και γι’ αυτό, θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε ως αντιπροσωπευτικές (βλ. Εικόνα 1). Το σύνολο της Λαυρεωτικής αποτελεί παράδειγμα ενός μεσογειακού τοπίου, διαμορφωμένου από τα τέλη του 19ου αιώνα, και κυρίως κατά την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι σήμερα. Η ενδοχώρα έχει και αυτή στοιχεία του μεσογειακού τοπίου αλλά και πολλά “κοινά” στοιχεία της ελληνικής περιαστικής πραγματικότητας ως προς τη δόμηση. Παρά τις σημαντικές αρχαιολογικές και περιβαλλοντικές της αξίες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα τοπίο με έλλειψη αναγνωσιμότητας. Η ενδοχώρα έχει μεν μια ιδιαίτερη ορογραφία αλλά χωρίς μορφολογικές εντάσεις, κάλυψη με μικρές εκτάσεις από μεσογειακά δάση και μακία και ξερά ως επί το πλείστον ρέματα. Η ημι-αγροτική και κατακερματισμένη γη χαρακτηρίζεται από τη δόμηση στα “4 στρέμματα” (τη θεσμική βάση για την καταστροφή της ελληνικής υπαίθρου), πυκνό, χωρίς ιεραρχία οδικό δίκτυο και διάχυτους οικισμούς χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Τα λίγα βιομηχανικά και αρχαιολογικά ορόσημα δρουν σημειακά και όχι ως σύστημα.

Η γεωγραφική ενότητα της Λαυρεωτικής παρά την περιορισμένη της έκταση, αποτελείται από πολλαπλά τοπία τα οποία ξεδιπλώνονται τμηματικά στα μάτια κατοίκων και επισκεπτών. Κάθε παρατηρητής/τρια ή κοινωνική ομάδα ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο τις επιμέρους ενότητες του τοπίου ανάλογα με τις εμπειρίες και τις προεικόνες τους. Στη διαφοροποίηση των ερμηνειών συμβάλλει και η ποικιλία του φυσικού ανάγλυφου και ο οριζόντιος διαμελισμός της ακτής, στοιχεία γνώριμα και από άλλες παράκτιες περιοχές της Ελλάδας. Σε μια προσπάθεια συστηματικότερης προσέγγισης των χαρακτηριστικών της Λαυρεωτικής αναφερόμαστε παρακάτω στην ύπαρξη κάποιων διακριτών ενοτήτων (βλ. Σχήμα 1), οι οποίες διαμορφώνονται από την ταυτόχρονη ανάγνωση διαφόρων μεταβλητών (της γεωλογίας, της λιθολογίας, του ανάγλυφου, των χρήσεων γης, της θέασης κ.ο.κ.) που αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Πρόκειται για μια αναφορά σε κάποιες και όχι σε όλες τις δυνατές ενότητες του τοπίου.

 

6.1. Ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου

Ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου ιδρύθηκε το 1971 και με το ΠΔ 182/1974 καθορίστηκαν η έκταση και τα όρια του πυρήνα και της περιφερειακής του ζώνης. Σε αυτό το θεσμικό καθεστώς οφείλεται η προστασία της Λαυρεωτικής ενδοχώρας και οι αντιδράσεις ιδιωτών και δήμων για τον περιορισμό της έκτασής του. Η σημερινή συνολική έκταση του Δρυμού είναι 36.630 στρέμματα και ο πυρήνας του (από Σούνιο μέχρι Αγ. Βαρβάρα) είναι 4.921 στρέμματα. Η χλωρίδα και η πανίδα της περιοχής είναι τυπικά μεσογειακή. Αποτελείται κυρίως από δάση χαλεπίου πεύκης, μικρούς φρυγανότοπους, θύλακες αειφύλλων πλατυφύλλων, βοσκότοπους και γεωργικές καλλιέργειες (βλ. σχετικά στο Κεφάλαιο 2 και Εικόνα 2), μέσα στις οποίες ενδημούν λαγοί, αλεπούδες και ερπετά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ορνιθοπανίδα της περιοχής, καθώς το Σούνιο είναι βασικό πέρασμα πουλιών κατά τη περίοδο της μετανάστευσης. Στο εσωτερικό του Δρυμού, λειτουργούν πολεμικές βιομηχανίες  με  αυστηρά ορισμένα και αδιάβατα όρια. Πρόκειται για ερμητικά κλειστές υποενότητες, που αναδεικνύουν μια ασύμβατη χρήση με τις οικολογικές αξίες που χαρακτηρίζουν το Δρυμό.

 

6.2 Ημι-αγροτική και ημι-αστική περιοχή της Αναβύσσου

Το τμήμα αυτό αγροτικής γης αποτελεί μία από τις μορφές εδαφοκάλυψης που εμφανίζονται στο χάρτη (βλ. Σχήμα 1). Είναι ένα ενδιαφέρον και ιδιαίτερα δυναμικό τοπίο, που όσο πλησιάζει κανείς στη περιοχή της Αναβύσσου χαρακτηρίζεται από μια γραμμική δομή ιδιοκτησίας, με τη μεγάλη διάσταση των οικοπέδων να είναι κάθετη στον κεντρικό αγροτικό δρόμο (βλ. Εικόνα 3). Η απομάκρυνση από την ακτή οδηγεί στη σταδιακή διάλυση αυτής της δομής. Στην ευρύτερη περιοχή της Αναβύσσου εντάσσεται και το τοπίο των παλαιών αλυκών (βλ. Εικόνα 4), με διαφορετική όμως μορφολογία και χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ένα τοπίο που αντιστέκεται στο μετασχηματισμό που υφίσταται η παράκτια ζώνη λόγω της κρατικής ιδιοκτησίας της γης. Σήμερα δύσκολα αναγνωρίζονται τα ίχνη της προηγούμενης χρήσης του και θυμίζει τα “τρίτα τοπία”, δηλαδή εκτάσεις σε εγκατάλειψη για ικανό χρονικό διάστημα, τόσο ώστε η φύση να δρομολογήσει διαδικασίες  οι οποίες να ξεκινούν την εποίκηση αυτής της γης με φυτικά είδη. Όμως αυτή η αίσθηση του “κενού τοπίου” σύντομα θα χαθεί, αν υλοποιηθούν οι επενδυτικές προτάσεις για “θεματικό πάρκο ελληνικού πολιτισμού” ή πίστα αγώνων αυτοκινήτων, με ό, τι αυτά συνεπάγονται.

 

6.3 Περιοχές σε μετάβαση  

Πρόκειται για μια σειρά από διακριτές υποενότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη διαδικασία αλλαγής χρήσης που έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες στις παράκτιες περιοχές λόγω της συνεχούς οικοπεδοποίησης και ανοικοδόμησης για παραθερισμό (βλ. Σχήμα 1). Εντοπίζουμε δυο είδη τοπίων “μετάβασης”. Την πεδιάδα της Αναβύσσου, ένα από τα σημαντικότερα αγροτικά τοπία της Λαυρεωτικής, η οποία μεταλλάσσεται σταδιακά σε ένα όλο και πιο εντατικά δομημένο περιβάλλον δεύτερης κατοικίας. Το χαρακτηριστικό αυτού του τοπίου είναι η διαμόρφωση ενός μωσαϊκού εδαφοκάλυψης (βλ. Εικόνα 3) με συνδυασμό καλλιεργημένης  γης, εγκαταλειμμένης αγροτικής γης (κυρίως ελαιώνες) και παραθεριστικής χρήσης. Το άλλο τοπίο “μετάβασης”, χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση μίας και μόνο χρήσης, αυτής της δεύτερης κατοικίας μέσα από τις πολλαπλές παραλλαγές του προτύπου της παραβατικής οικοπεδοποίησης και ανοικοδόμησης. Αποτελεί το πιο διαδεδομένο πρότυπο και χαρακτηρίζει το σύνολο της περιοχής μελέτης.

 

6.4 Η ακτογραμμή ως βασική τυπολογία του μεσογειακού τοπίου

Το παραλιακό τοπίο αποτελεί μία δυναμική ενότητα λόγω της φυσικής συνέχειας του εδάφους και της μόνιμης παρουσίας του θαλάσσιου ορίζοντα. Το βάθος της ενότητας αυτής είναι ποικίλο και η παρουσία κάποιου ορεινού όγκου βρίσκεται πάντα σε πρώτο ή δεύτερο πλάνο (βλ. Εικόνα 5). Το τοπίο της χαρακτηρίζεται από μία μορφολογική δομή εναλλαγής όρμων και χερσονήσων (ακρωτηρίων) με μία σχετικά ομαλή λοφώδη τοπογραφία που έχει ως αποτέλεσμα ένα ενδιαφέρον και εύκολα προσβάσιμο ανάγλυφο, έτσι ώστε η οικοδομική δραστηριότητα να μην βρίσκει ιδιαίτερα εμπόδια. Η ποικιλία ανοιγμάτων των όρμων αλλά κυρίως η ρυθμική διαδοχή τους, αναπαράγει τη γνωστή εικόνα των “δαντελωτών” ακρογιαλιών της Ελλάδας.  

Μπορούμε να εντοπίσουμε την ύπαρξη δύο υποενοτήτων του παραλιακού τοπίου τα οποία διαφοροποιούνται, πρώτον, με βάση την ύπαρξη ή μη σημαντικής βλάστησης (πευκόδασος και μακία) και δεύτερον, ανάλογα με την οικοπεδική και κτιριακή πυκνότητα και το βαθμό παραβατικότητας που την διακρίνει. Ιδιαίτερα από την Ανάβυσσο μέχρι το Σούνιο (βλ. Εικόνα 6), λόγω των πολεοδομικών ρυθμίσεων και της προστασίας της ευρύτερης ζώνης, δεν παρατηρούνται τα συνήθη φαινόμενα υπερβολικού και αυθαίρετου κατακερματισμού της γης. Συναντάμε κατά κύριο λόγο τουριστικές χρήσεις ή σχεδιασμένη παραθεριστική κατοικία και όχι μια απλή διαδικασία οικοπεδοποίησης. Όμως μετά το Σούνιο, μέχρι το Λαύριο και κυρίως βορειότερα, στις ακτές της Κερατέας, κυριαρχεί η αυθαίρετη δόμηση, δημιουργώντας ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο (βλ. Εικόνα 7). Στην περιοχή του Θορικού και στην περιφέρεια της πόλης του Λαυρίου βρίσκουμε παραλιακές εκτάσεις που παραμένουν ανεκμετάλλευτες τουριστικά, λόγω της ρύπανσης της θάλασσας και του εδάφους. Ταυτόχρονα, η παραλιακή οδική υποδομή πλησιάζει υπερβολικά το θαλάσσιο όριο, με κίνδυνο τη διάβρωσή της.

 

6.5 Η βιομηχανική αστικότητα του Λαυρίου και τα άλλα αρχαιολογικά και βιομηχανικά τοπόσημα

Οι εγκαταστάσεις της Γαλλικής Εταιρίας, οι μεταλλευτικοί χώροι στην Καμάριζα, η σκάλα στο λιμάνι, τα κλειστά εργοστάσια, οι πολυκατοικίες Καρέλα, ο οικισμός του Κυπριανού και άλλες διάσπαρτες εγκαταστάσεις της βιομηχανικής περιόδου, μαζί με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της πόλης του 19ου αιώνα (αγορά, δημαρχείο, ξενοδοχείο, σχολεία, μνημειακός άξονας με το άγαλμα Σερπίερη), συγκροτούν μια αστικότητα η οποία διατηρεί τις μνήμες του παρελθόντος.

Παρατηρώντας στον χάρτη (Σχήμα 2) τη συγκέντρωση των μνημείων και γενικότερων αξιών στο ανατολικό κομμάτι της χερσονήσου, εντοπίζεται μία ακόμη ενότητα η οποία παρουσιάζει επικαλύψεις με αυτή του Εθνικού Δρυμού. Πρόκειται για ένα σύστημα πολλών σημείων με διαχρονική παρουσία λόγω της μεταλλευτικής ιστορίας της περιοχής και των συγκεκριμένων γεωλογικών της χαρακτηριστικών. Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί να σκεφτούμε την ανάγκη ανάδειξης αυτής της ενότητας και της σχέσης της με τις περιβαλλοντικές αξίες του προστατευμένου Δρυμού ως ένα εν δυνάμει πολιτιστικό τοπίο όπου οι περιβαλλοντικές αξίες συνδέονται με τις ιστορικές και τις γεωλογικές σε μια σύγχρονη αφήγηση.

 

6.6 Τα απέναντι τοπία

Η σχέση της Λαυρεωτικής με τα απέναντι νησιά (Μακρόνησος, Κέα, Πάτροκλος, κλπ.)  αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητας της. Από τα παράκτια σημεία με μεγάλη οπτική εμβέλεια, από τους βασικούς άξονες οδικής κυκλοφορίας και από ένα ευρύ φάσμα σημείων της ενδοχώρας, η παρουσία των νησιών, κοντινών και μακρινών, είναι σημαντική (βλ. Σχήμα 3). Όπως όλες οι θεάσεις εξαρτάται από το μεταβλητό παράγοντα της ατμοσφαιρικής διαφάνειας. Επαληθεύεται έτσι, η συνεχής παρουσία του “απέναντι”, ένα τυπικό χαρακτηριστικό του ελληνικού τοπίου που συμμετέχει και στην κατασκευή της κλίμακάς του. Το χαρακτηριστικό αυτό γίνεται πιο πολύπλοκο αν εξετάσουμε την αντιληπτική σχέση μεταξύ κολπίσκων και χερσονήσων. Δεν περιορίζεται στην οπτική σχέση ηπειρωτικής γης με νησίδες, ούτε στη χρήση του ενδιάμεσου χώρου (στάθμευση και μετακίνηση με σκάφη, δραστηριότητες όπως ψάρεμα, κλπ.) μετατρέποντας τα νησιά σε φυσικές προεκτάσεις της χερσονήσου, αλλά εμπλουτίζεται μέσα από τη διαρκή αντίληψη των όρμων ως κλειστών οπτικών ενοτήτων σε εξάρτηση και αλληλουχία. Σε μια δεύτερη όμως ανάγνωση, πέρα από την αναγνώριση αυτού του μορφολογικού πλούτου ως μία από τις βασικές αξίες του τοπίου, εντοπίζεται και η τρωτότητά του λόγω της οπτικής έκθεσης στην παράκτια εντατική ανοικοδόμηση.

Κλείνοντας το θέμα των θεάσεων, η μελέτη της θέασης από το ακρωτήριο Σούνιο δεν μας προσφέρει μόνο μια περιγραφική διάσταση της δυνητικής οπτικής εμβέλειας του παρατηρητή προς το Αιγαίο και τα νησιά. Αναδεικνύει επίσης τη στρατηγική θέση του ναού στο σύνολο του Αιγαίου και υπογραμμίζει τη δύναμη της συνέχειας μιας αφήγησης που συνδέει τη μυθολογία με το σήμερα, υπογραμμίζοντας έτσι το συμβολισμό του τοπίου και τη λειτουργία του ως παγκόσμιο τοπόσημο.

 

6.7. Τα τοπία της μνήμης

Η Λαυρεωτική ταυτίζεται με τρία τοπία στο συλλογικό υποσυνείδητο (βλ. Εικόνα 8). Πρώτον, με το αρχαιολογικό/μυθολογικό τοπίο της περιοχής με αιχμή το Ναό του Ποσειδώνα και υποβαθμισμένα τα πολύ σημαντικά διάσπαρτα στοιχεία της αρχαίας μεταλλευτικής δραστηριότητας. Διακρίνουμε εδώ την υποδεέστερη σημασία που δίνουν ερευνητές και κοινό στα τοπία του μόχθου των αρχαίων δούλων. Δεύτερον, ταυτίζεται με το σύγχρονο κοινωνικό-βιομηχανικό τοπίο με κέντρο το Λαύριο, ένα αστικό χώρο συνυφασμένο με τη βιομηχανική παραγωγή και την οργανωμένη εργατική συνείδηση, τις εργατικές κινητοποιήσεις στα μεταλλεία και στα εργοστάσια, την αποβιομηχάνιση και τη μαζική ανεργία. Η αξιοποίηση και επανάχρηση των μνημείων της βιομηχανικής κληρονομιάς στην πόλη και στην Καμάριζα και τα σχετικά μουσεία, συντηρούν τη βιομηχανική μνήμη σε μια προσπάθεια να περάσει η πόλη στον τριτογενή τομέα. Το τρίτο τοπίο μνήμης είναι “απέναντι”, στη Μακρόνησο όπου βρίσκονταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των πολιτικών κρατουμένων μετά τον εμφύλιο. Ανακαλεί μνήμες από την πικρή ιστορία των κολαστηρίων του “Νέου Παρθενώνα” και αποτελεί πολιτικό και κοινωνικό σύμβολο μιας περιόδου διχασμού και ακραίας βίας απέναντι στους ηττημένους του εμφυλίου.

Τα τρία τοπία μνήμης της Λαυρεωτικής προσλαμβάνονται ως αξίες με τη σειρά που παρουσιάστηκαν και προσεγγίζονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την προέλευση (γεωγραφική, εθνική ή ταξική) του/ης παρατηρητή/ριας. Έτσι, είναι διαμετρικά αντίθετη η πρόσληψη της Λαυρεωτικής ως αρχαιολογικού/τουριστικού τοπίου με επίκεντρο το Σούνιο, με τη πρόσληψη ενός τοπίου με βάση τη φύση και την οικολογία, ενός βιομηχανικού-εργατικού τοπίου ή ενός τοπίου στρατοπέδων βασανιστηρίων πολιτικών κρατουμένων. Αυτές οι διαφορετικές αναγνώσεις του ίδιου τοπίου δεν αποτυπώνονται μόνο σε φωτογραφίες και χάρτες αλλά υπογραμμίζουν τις πολλαπλές και συγκρουσιακές σημάνσεις των τοπίων και τελικά την ιδεολογική και πολιτική λειτουργία τους.

Μ.Γ. και Κ.Χ.



Εισαγωγή

1. Η εξάρτηση και οι πιέσεις από τη μητροπολιτική Αθήνα και οι είσοδοι στην περιοχή

2. Φυσικό / οικολογικό τοπίο

3. Αντιληπτικό και πολιτισμικό τοπίο

4. Το βιομηχανικό τοπίο

5. Το τοπίο της καθημερινότητας και των εργατικών αγώνων

7. Η Λαυρεωτική και το αττικό τοπίο: οι πιέσεις